Ο James DeMetro είναι ο διευθυντής του New York City Greek Film Festival. Εάν κάναμε μια προσπάθεια να «μεταφράσουμε» θα λέγαμε ότι ο κ. Χατζηδημητρίου είναι υπεύθυνος του Ελληνικού Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης, αλλά θα περιορίζαμε τα δεδομένα. Κι αυτό γιατί, όπως λέει ο κ. DeMetro, που εργάστηκε επί 39 χρόνια ως φιλόλογος στο Πανεπιστήμιο του Δήμου της Ν. Υόρκης, διδάσκοντας συγκριτική λογοτεχνία και έκθεση, «δεν προβάλλουμε μόνο ταινίες αλλά και την Ελλάδα». Γεννημένος στη Ν. Υόρκη από γονείς εκπαιδευτικούς (που κατάγονταν από το Καρπενήσι και τη Σάμο), έμαθε ελληνικά στο σπίτι του.
Το NYC Greek Film Festival, που ανοίγει σήμερα με την προβολή της ταινίας του Τάσου Μπουλμέτη «Νοτιάς», συμπληρώνει ήδη 10 χρόνια παρουσίας. «Αρχίσαμε πολύ ταπεινά και έχουμε φθάσει σε πολύ ωραίο επίπεδο», επισημαίνει ο διευθυντής του. «Προσπαθούμε να στηρίξουμε και να βοηθήσουμε τους Ελληνες σκηνοθέτες να προωθήσουν τις ταινίες τους στην αμερικανική αγορά».
Μετά και τη «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη, η πόρτα έχει ανοίξει και πλέον δύο με τρεις ελληνικές παραγωγές προβάλλονται στις αμερικανικές αίθουσες. «Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από τους Ελληνες, αλλά δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό το κοινό», υπογραμμίζει ο κ. DeMetro. Το NYC Greek Film Festival υποστηρίζεται από τον Οργανισμό του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου και ανάμεσα στους βασικούς χορηγούς του είναι το Ιδρυμα Ωνάση. «Οταν πρωτοξεκινήσαμε, ο προϋπολογισμός ήταν 17.000 δολάρια. Τώρα έχει φθάσει τα 123.000. Επιλέγουμε τις καλύτερες αίθουσες, σκεφθείτε ότι πληρώνουμε 6.000 δολάρια το βράδυ για δύο προβολές». Στις αίθουσες αυτές, στην Αστόρια (Museum of the Moving Image) και στην καρδιά του Μανχάταν, από σήμερα έως και τις 16 Οκτωβρίου θα παρουσιαστεί ένα καλοδιαλεγμένο, αντιπροσωπευτικό δείγμα της σύγχρονης ελληνικής παραγωγής. Η εορταστική έναρξη με τον «Νοτιά» γίνεται στο Metropolitan Museum of Art. Ακολουθούν: «Chevalier» (Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη), «Ενας άλλος κόσμος» (Χρ. Παπακαλιάτης), «Suntan» (Αργ. Παπαδημητρόπουλος), «Σιωπή» (Γ. Γκικαπέπας), «Μικρή Αρκτος» (Ελισάβετ Χρονοπούλου), «Η δεύτερη ευκαιρία» (Μ. Καραμαγγιώλης), «Smac» (Ηλ. Δημητρίου), «Ουζερί Τσιτσάνης» (Μ. Μανουσάκης), «Πέρασα κι εγώ από εκεί» (Β. Λουλές) κ.ά.
«Οι επιλογές μας προσπαθούν να καλύψουν όλο το φάσμα, από το καλλιτεχνικό έως το περισσότερο εμπορικό, να προσφέρουν διαφορετικές όψεις ζωής στην Ελλάδα, ώστε κάθε χρόνο να διευρύνεται και το κοινό μας», διευκρινίζει ο διευθυντής.
Συναντήσαμε τον κ. DeMetro, μέσα του καλοκαιριού, στην Αθήνα, μαζί με τον σκηνοθέτη Βασίλη Λουλέ, ο οποίος και μας έφερε σε επαφή. Τα ελληνικά του ρέουν σχεδόν χωρίς προφορά, με αξιοζήλευτη άνεση. Διαβάζει ελληνική λογοτεχνία («λάτρεψα τον “Θείο Τάκη” του Γ. Ξανθούλη»), παρότι συνταξιοδοτήθηκε το 2006 εξακολουθεί να διδάσκει μία μόνο τάξη για ένα εξάμηνο στο Πανεπιστήμιο του Δήμου της Ν. Υόρκης («να μην αφήνουμε τον εαυτό μας να γερνάει», το μότο του), εργάζεται εθελοντικά, μαζί με άλλους, για τη διοργάνωση του ελληνικού φεστιβάλ.
Μιλάει για τη σημερινή Αμερική, τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδά της, για τη μεσαία τάξη που «σβήνει σιγά σιγά» («στην πολυκατοικία όπου μένω, στο Μανχάταν, εδώ και 30 χρόνια, πρέπει να είμαι πλέον ο πιο φτωχός»), για τον ανερχόμενο θυμό που φέρνει στο προσκήνιο δημαγωγούς όπως τον Τραμπ. «Σε άλλες εποχές δεν θα ήταν καν υποψήφιος», σχολιάζει. Επιστρέφουμε όμως στην κουβέντα μας γρήγορα στην «ασφάλεια της συλλογικότητας», εμπειρία που εξασφαλίζει ο κινηματογράφος.
Πηγή: Καθημερινή