Η τελευταία σύνοδος κορυφής της G7 απέσπασε την δέσμευση των συμμετεχόντων στη διατήρηση των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στην Ρωσία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Ωστόσο πίσω από την άκαμπτη ρητορική φαίνεται πως για κάποιους υπάρχουν και δεύτερες σκέψεις, ιδίως στην ευρωπαϊκή πλευρά, καθώς πλησιάζει η εκπνοή του εξαμήνου, οπότε και θα πρέπει να αποφασισθεί η ανανέωση, μέχρι τώρα σχεδόν αυτόματη, των κυρώσεων της Ε.Ε.
Οι ταλαντεύσεις αφορούν πρώτα και κύρια την ίδια τη Γερμανία. Τις περασμένες μέρες, ο Σοσιαλδημοκράτης Γερμανός αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας Sigmar Gabriel είχε την ευκαιρία τόσο να υποδεχτεί εγκάρδια τον Ρώσο υπουργό Βιομηχανίας, όσο και να τονίσει, μιλώντας σε κοινό Γερμανών και Ρώσων επιχειρηματιών, ότι «η απομόνωση δεν βοηθά καθόλου”. Από τη μεριά του, ο επίσης σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών Frank-Walter Steinmeier, καλλιέργησε αμφιβολίες για την ανανέωση των Ευρωπαϊκών κυρώσεων δηλώνοντας ότι λόγος ύπαρξής τους είναι «το να εξασφαλίσουν μια πολιτική λύση” και ότι ο ίδιος «δεν γνώριζε τι θα αποφασίσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο” επί του θέματος. Νωρίτερα είχε εμμέσως διαφοροποιηθεί από τη σκληρή γραμμή που εκπέμφθηκε από τη σύνοδο της G7, καθώς σε γραπτή δήλωση που διένειμε ο εκπρόσωπος του υπουργείου του τόνιζε χαρακτηριστικά ότι «οι κυρώσεις δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά πρέπει να εξυπηρετούν την παροχή ενός κινήτρου για την πολιτική συμπεριφορά που επιδιώκουμε”, συμπληρώνοντας ότι «στην τρέχουσα κατάσταση αυτό σημαίνει πως απαιτήσεις του είδους ‘όλα ή τίποτα’ δεν μας φέρνουν πιο κοντά στον σκοπό μας: εάν υπάρξει ουσιαστική πρόοδος, ο σταδιακός περιορισμός των κυρώσεων θα πρέπει να είναι επίσης μια επιλογή – αυτό είναι ένα σημείο στην ατζέντα της ευρωπαϊκής συζήτησης που μόλις ξεκινά”.
Η επιδιωκόμενη πρόοδος αφορά βέβαια τη διαδικασία του Μινσκ για την ειρήνευση στην Ουκρανία.
Για τη ρωσική πλευρά, η άρση των κυρώσεων αφορά αποκλειστικά όσους τις επέβαλαν και δεν πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο συνδιαλλαγής, όπως το έθεσε χαρακτηριστικά ο Vladimir Putin κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα. Οι κυρώσεις αντιμετωπίζονται από τη Μόσχα όχι μόνο ως νομικοπολιτικά αστήρικτες, αλλά και ως ευκαιρία ανάκτησης εγχώριας αγοράς.
Ωστόσο, στην ουκρανική κρίση καθαυτή αποφεύγονται οι προκλήσεις. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών SergeiLavrov επανέλαβε ότι η Ρωσία δεν πρόκειται να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία των λεγόμενων Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, καθώς αυτό θα ήταν «αντιπαραγωγικό” και επέμεινε στην τήρηση των συμφωνιών του Μινσκ, δείχνοντας ότι σε αυτή τη φάση η ρωσική διπλωματία δεν θέλει να δώσει λαβές, αλλά να ενισχύσει τις φωνές κατά των κυρώσεων στο δυτικό στρατόπεδο. Την ίδια στιγμή πάντως, αυτό συνδυάστηκε και με την ανακοίνωση (από τον πρωθυπουργό Medvedev ενώπιον κοινού επιχειρηματιών) της παράτασης και των ρωσικών αντικυρώσεων μέχρι το 2017.
Η Angela Merkel έσπευσε να διαφορποιηθεί από το διαμορφούμενο κλίμα εκτόνωσης, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει μια σταθερή εκεχειρία στην ανατολική Ουκρανία, ούτε έχουν εφαρμοστεί οι αλλαγές στον εκλογικό νόμο, ώστε να διεξαχθούν οι προβλεπόμενες από τη συμφωνία του Μινσκ γίνουν τοπικές εκλογές και συμπεραίνοντας έτσι ότι «δεν πρέπει να αναμένεται” αλλαγή στη στάση της Δύσης ως προς τις κυρώσεις στη Ρωσία.
Στην πραγματικότητα, όμως, είναι σαφές ότι και στη Γερμανία και συνολικά στην Ε.Ε. η συζήτηση έχει ανοίξει και είναι πραγματική. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι έχουν αναβαθμιστεί οι ρωσογερμανικές πρωτοβουλίες διαλόγου και σε κοινοβουλευτικό αλλά και σε αυτοδιοικητικό επίπεδο – με βουλευτές λ.χ. από όλο το πολιτικό φάσμα της Γερμανίας να συναντώνται με τον πρόεδρο της Ρωσικής Δούμας Sergei Naryshkin στη Μόσχα, παρότι ο τελευταίος συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των Ρώσων ιθυνόντων στους οποίους απαγορεύεται η μετακίνηση στη Δύση.
Ομοίως δεν είναι τυχαίο ότι και σε επίπεδο Ευρωπαίων ηγετών διατυπώνονται αμφιβολίες για την αναγκαιότητα των κυρώσεων, δεδομένου του κόστους που αυτές έχουν πρώτα και κύρια για τις ίδιες τις ευρωπαϊκές χώρες. Ήδη ο υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας δήλωσε, μετά από συνάντηση με τον Sergei Lavrov ότι η χώρα του, που είδε τις εξαγωγές της χώρας του προς τη Ρωσία να καταρρέουν ύστερα από την επιβολή των κυρώσεων, δεν πρόκειται να στηρίξει την παράτασή τους. Αλλά η ουγγρική κυβέρνηση αποτελεί «συνήθη ύποπτο”
Όμως και ο Ιταλός πρωθυπουργός Matteo Renzi, ένθερμος υποστηρικτής αρχικά των κυρώσεων, τώρα δείχνει ιδιαίτερα σκεπτικιστής ως προς τη χρησιμότητά τους. Μάλιστα στο τέλος του προηγούμενου εξαμήνου είχε αμφισβητήσει (ως συνήθως ηχηρά, αλλά χωρίς πρακτικό αντίκρισμα) τον «αυτοματισμό της ανανέωσης των κυρώσεων, ζητώντας τη διεξαγωγή σχετικής συζήτησης στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής.
Στη Γαλλία ο υπουργός οικονομικών Emmanuel Macron συγκαταλέγεται στους πολέμιους των κυρώσεων, όπως και ο Αυστριακός αντικαγκελάριος Reinhold Mitterlehner. Άλλωστε, και ο Αλέξης Τσίπρας στην πρόσφατη συνάντησή του με τον Vladimir Putin αμφισβήτησε την αναγκαιότητά τους. Παράλληλα, και η Ολλανδική κυβέρνηση εμφανίζεται ιδιαίτερα προσεκτική, ύστερα από το πρόσφατο δημοψήφισμα στο οποίο απορρίφθηκε η αναβάθμιση της σύνδεσης Ε.Ε.-Ουκρανίας.
Από την άλλη, η Βρετανία, η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής διαμορφώνουν το μπλοκ των «σκληρών” στο θέμα των κυρώσεων, έστω και οι τελευταίες θα δέχονταν μια χαλάρωση των κυρώσεων υπό την προϋπόθεση της στάθμευσης περισσότερων στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στο έδαφός τους.
Οι διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις αποτυπώθηκαν και στον τρόπο που αντέδρασαν οι χώρες της Βαλτικής στην επίσκεψη του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροής Jean-Claude Junker στη Μόσχα και το συμβολισμό που αυτή εκπέμπει, την ίδια ώρα που ο (Πολωνός) πρόεδρος του Ευρωπαϊκού συμβουλίου Donald Tusk προεξοφλούσε ότι «θα υπάρξει μια απόφαση ανανέωσης των κυρώσεων” μέσα στις επόμενες εβδομάδες «χωρίς πολύ συζήτηση”.
Από τη μεριά τους οι ΗΠΑ έκαναν σαφές ότι επιμένουν στην σκληρή γραμμή. Ο Αμερικανός πρέσβης στο Βερολίνο John B. Emerson κατέστησε σαφές ότι οποιαδήποτε τροποποίηση του καθεστώτος των κυρώσεων θα δημιουργούσε «επικίνδυνο προηγούμενο”.
Αναδεικνύεται έτσι ο πυρήνας των διλημμάτων που έχει να αντιμετωπίσει η ευρωπαϊκή και ιδιαίτερα η γερμανική διπλωματία. Η ενισχυόμενη αμερικανική παρουσία στα ανατολικά της Ε.Ε. και η προοπτική ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, στον οποίο καλούνται να πάρουν θέση οι ευρωπαϊκές χώρες, αποτελεί πρόβλημα διαρκέστερο από την όποια διάρκεια ζωής των κυρώσεων. Αλλά η ίδια η Ε.Ε. δεν έχει επί του θέματος κοινή γραμμή.
Καλείται έτσι η Γερμανία να λύσει μια δύσκολη εξίσωση: αφενός να μεθοδεύσει τη σταδιακή άρση των κυρώσεων, που οικονομικά είναι μόνο επιβλαβής για την Ευρώπη, χωρίς να τραυματίσει την ευρωπαϊκή ενότητα και αφετέρου να βρει έναν τρόπο ώστε η ουκρανική κρίση να μην οδηγήσει ε μονιμοποίηση μιας κλιμακούμενης αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Ρωσίας.