Του Μιχάλη Γ. Τριανταφυλλίδη
Οι μάγοι με τα δώρα, ήρθαν μια Παρασκευή. Μετά ήρθε το Πάσχα. Μετά τη φάγαμε και καθίσαμε.
Μεγαλώνοντας στη χούντα κατάλαβα τι σημαινει ανοχή, τι σημαίνει στηριξη τι σημαίνει φανατική χουντόφατσα…
Μη νομίσατε ότι ξεχάσαμε τις παρελάσεις και τα καυτατζόγλεια και τις γιορτές των ενόπλων δυνάμεων…
Ζώντας με την ψευδαίσθηση, της παλλαϊκής αντίστασης και του λαού που εξεγείρεται και όλα αυτά τα φαιδρά που διαψεύσθηκαν σε πολύ λίγο χρόνο. Οσο θυμαμαι τον τιμο και τη γιάφκα στης θυμίας το σπίτι τόσο θλίβομαι….
Η χούντα έτυχε παλλαϊκής αποδοχής.
Και τα καραγκιοζλίκια περί αντίστασης, άστα να πάνε. Ούτε τα μωρά παιδιά πια δεν τα πιστεύουν.
Τόσο παλλαϊκή δε, που τους δόλιους 5, άντε 10 ή 30, που έκαναν την αποκοτιά και προς τιμήν τους, αυτός ο παλλαϊκός αντιστασιακός λαός, δεν κατόρθωσε να τους κρύψει, ή έστω να τους προστατέψει, ούτε για μιάμιση μέρα.
Αφήστε ρε τα παραμύθια για άλλες ώρες.
Το ίδιο φυσικά για την τρέλα ,εκείνης της μέρας του καλοκαιριού, που υποτίθεται ήρθε τα πάνω κάτω και γέμισε ο τόπος αντιστασιακούς.
Τουλάχιστον ας έβγαιναν ένας- ένας, δυο-δυο, ήταν ανάγκη να βγουν τόσες χιλιάδες μαζί και να δημιουργηθεί τέτοιο τράφικο που δεν προλάβαιναν να μοιράζουν τις συντάξεις…
Και όλα αυτά τα λέμε, γιατί στηρίγματα εκείνης της χούντας, περνώντας και κολυμπώντας από τη χαβούζα του Σιλωάμ και επειδή προκλήθηκε το τράφικο που προείπαμε και από τον Ιορδάνη τον ποταμό και από παντού, βγήκανε αποκαθαρμένοι, αναβαπτισμένοι, και γέμισαν το στερέωμα, με τις μούρες τους.
Γιατί, όταν φαινόταν πια ότι η χούντα αρχίζει και κτίζει βήμα το βήμα το καθεστώς, φάνηκε καθαρά, ότι αναζητούσε όλες εκείνες τις ράτσες του φιλοτομαρισμού, που σε εκείνη την περίοδο έκαναν θραύση και δημιούργησαν παιδεία και ρεύμα κανονικό, μέσα στην ελληνική κοινωνία.
Εκείνο λοιπόν, το φιλοχουντικό πλήθος, ναι μεν τώρα η πλειοψηφία του βρίσκεται σε φάση γήρανσης, έχει δημιουργήσει όμως, τέτοιο εύρος αποδοχής στην ελληνική κοινωνία, που κανονικά θα πρέπει να τρομάζουμε με αυτά που βλέπουμε να συμβαίνουν καθημερινά μπρος μας.
Ομιλώ, φυσικά, για το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, δηλώνουν απογοητευμένοι , το μεγαλύτερο κομμάτι τους παραμένει αδρανές, ωσαν να είναι αποχαυνωμένο, χωρίς να αποφασίζει πού θα πάει. Δεν θέλω με τίποτε να ισχυριστώ πως θα υπήρχε ποτέ δυνατότητα, έστω και με τη μορφή της παρωδίας, η άθλια αυτή ερζάτς παρουσία των επυλίδων, να αποκτήσει κοινωνικό έρεισμα.
Το αποκτά όμως εξ αδρανείας. Διότι όι περισσοτεροι των απογοητευμένων,μαθημενοι ως προείπον, στη χρυση αυγή καθευδουν, για όποιον δεν κατάλαβε…
Επειδή, δυστυχώς, ως αντίρρηση στο καθεστώς, ακούει διάφορα μασκαραλίκια απολιτικά. Το χειρότερο δε, βρίσκει μία τάση για διχασμό, που ακόμη και ως αίσθηση αυτοσυντήρησης να το πάρει, θέλει χίλια τα εκατό, να προστατευθεί, ιδίως στη σημερινή συγκυρία που όλα τα έχει πάρει η μπάλα, ο καιρός και η απαξίωση.
Επομένως κόφτε τα άσματα ηρωικά και πένθιμα για εκείνη την εποχή, δεν πείθουν κανένα και όχι τόσο γιατί είναι πολύ μακριά. Εξάλλου το τραγούδησε και ο Καλογιάννης, εκείνο το μακριά πολύ μακριά.
Κάνοντας δε ένα ψάξιμο , λίγο πιο προσεχτικό, στη μουσική του Θεοδωράκη, κατάφερα να απομονώσω κάποιες τάσεις, οι οποίες, από ένα σημείο και μετά, δημιούργησαν καθεστώς, σε βαθμό που να με τρομάζει πλέον, παρακολουθώντας βέβαια την εξέλιξη μιας αισθητικής σε μια κοινωνία του απολύτως τίποτα.
Να εξηγούμαι.
Από ένα σημείο και έπειτα έχει αρχίσει και επικρατεί, ως κυρίαρχη τάση της μουσικής του Θεοδωράκη, αυτή όπου κυριαρχούσε το μπουζούκι.
Και μάλιστα στην εμβατηριακή του λογική. Τρομάζω στη ιδέα, οτι φτιάχτηκαν και πωλούνταν σε βιβλιοπωλεία, όπως κάποτε οι λύσεις και οι μεταφράσεις, ως σχολικά βοηθήματα, για το ποια τραγούδια βάζουμε στην τάδε επέτειο, ή στη δείνα, τι συμβολίζει το τάδε τραγούδι ή το άλλο, και διάφορα τέτοια. Τα οποία δυστυχώς φοβούμαι μία αντίληψη δραχμοφονική οικογενειακή του, μπορεί και να τα επέβαλλε για να κυριαρχήσει στην αγορά.
Κι έτσι με αυτόν τρόπο εξαφανίστηκαν δουλειές, που ούτε ο ίδιος τις ξανακοίταξε ποτέ.
Είχα αποφασίσει να καταθέσω πλήρες κατηγορητήριο, εναντίον της αθλιότητας αυτής, που ονομάζεται, Κουμαριάς- Καπερνέκας ή όπως αλλιώς ήθελε ονομαστεί, το εν λόγω υποκείμενο, αλλά μεγάθυμος και όχι απλώς ανώτερος, αλλά ανώτατος ,έχοντας πάντα στο μυαλό μου ου γαρ οίδασι… που γι αυτόν ισχύει πολλαπλά,
απέσυρα τις κατηγορίες, εναντίον αυτού του αθλίου υποκειμένου, διότι γενίκασι αι ρόμπες αφεαυτοίς. Πιο ρόμπες δεν γίνεται. Κάποια στιγμή χαθήκανε και τα κουμπιά από τις ξεκούμπωτες τοιαύτες
Είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι και ήτανε ημέρα Σάββατο. Και μου θέλασι οι τουρκόγυφτοι και κλασσική μουσική. Δεν είναι δυνατόν από συναννάι γιαβρουμ, να πας στο Μπαχ.
Οι ρόμπες.
Τη δε μουσική γέφυρα ανάμεσα στα δύο μέρη λόγου, τα ζώα της παρουσίασης, την ονόμασαν μουσικό διάλειμμα, για να πιούν ταμταμ, τα ζώα τα τούρκικα και άδειασε η αίθουσα εν ριπή οφθαλμού, και έπαιζε η ορχήστρα μαναχιά της.
Και είχαν στο πρώτο θρανίο, άκουσον, άκουσον,
τον εντελώς καμένο, τον ανόητο ζουρλιάρη, να του χέσω τη μισγάγγεια και όλα μαζί τα εγχειρίδια σεξολογίας, που εξέδωσε ο γιατρός πατέρας του.
Αγκαλιά με τον Χρυσαυγίτη βουλευτή Θεσσαλονίκης, που δηλώνει σπλάχνο των σπλάχνων τους και όλοι μαζί δηλώνουν, ότι δεν πειράζει που είναι Χρυσαυγίτης, είναι περισσότερο θύρα 4 παρά ΧΑ.
Έχουμε φτάσει πια σε τέτοια επίπεδα ασυδοσίας, που και ο χρυσαυγιτισμός μπορεί να θεωρείται πλεονέκτημα την σημερον ημέρα.
Είναι γι αυτά που λέγαμε προηγουμένως και δεν θέλατε να τα ακούτε, νομίζοντας ότι είναι υπερβολές. Κι επειδή δεν είναι καθόλου αστείο δια τούτο το έθεσα ως θέμα.
Αυτά δια την Τρίτη και ότι θέλετε διαλέξτε κα πάρτε.
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Aρθρα-Απόψεις» δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι απαραίτητα του press724.gr.