ΕΙΔΗΣΕΙΣ
b-exostis

Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη δικτατορία και ο «Βήτα εξώστης»

Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι δημιούργημα της πόλης και αγαπήθηκε θερμά από το κοινό του.

Παράλληλα με τον ψυχαγωγικό και καλλιτεχνικό χαρακτήρα του στη διάρκεια της χούντας αποτέλεσε, ιδιαίτερα για τους νέους σκηνοθέτες και τη νεολαία, χώρο διαμαρτυρίας και αντιδικτατορικής αντίδρασης. Οι σκηνοθέτες το πετύχαιναν με την επιλογή των θεμάτων των ταινιών τους, που στόχευαν στον κοινωνικό προβληματισμό και την προβολή των αντιδικτατορικών μηνυμάτων τους.
Επειδή όμως η λογοκρισία των χουντικών κριτικών επιτροπών έκοβε χωρίς έλεος τις ελευθερόφρονες και φανερά αντικαθεστωτικές ταινίες ή ακόμη και αυτές που περιείχαν απλές αιχμές κατά της δικτατορίας, οι δημιουργοί τους επέλεγαν θέματα με υπαινικτική ή αλληγορική γραφή, ταινίες με αντιμιλιταριστικά σενάρια πάνω σε σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα και ιστορικές αναδρομές με θέματα του ελληνικού παρελθόντος που προσομοίαζαν με τα χαρακτηριστικά της χούντας των απριλιανών.
Η νέα τάση στον ελληνικό κινηματογράφο, σε αντίθεση με το παλιό παραδοσιακό του μελό και της εθνικιστικής θεματογραφίας, οριοθετήθηκε το 1969 που απόκτησε ιδεολογικό δημοσιογραφικό όχημα με την έκδοση του περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος, το οποίο συγκέντρωσε ως διευθυντική και συντακτική ομάδα την αφρόκρεμα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Το περιοδικό αυτό συσπείρωσε τους νέους κινηματογραφιστές, τους μόρφωσε με την παρουσίαση θεωρητικών κειμένων και αποτέλεσε τον πυρήνα προβληματισμού και συζητήσεων για το παρόν και το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου.

Του Χρίστου Ζαφείρη

Συνάντηση ηθοποιών και παραγόντων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο «Ντορέ».
«Φεστιβάλ της οργής»
Αφετηρία του νέου κλίματος και ναυαρχίδα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου θεωρείται η Αναπαράσταση του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ταινία που προβλήθηκε στο 11ο (1970) Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, έκανε αίσθηση και βραβεύτηκε. «Η ταινία αυτή θεωρείται σημείο αφετηρίας για τη νέα κινηματογραφική γενιά, υπογραμμίζει η μελετήτρια Αγγελική Κόκκαλη. Στην ‘’Αναπαράσταση’’ ανατρέπονται οι συμβατικοί φιλμικοί κώδικες και χρησιμοποιείται μια νέα αφηγηματική μορφή, γι’ αυτό και η ταινία θεωρείται αφετηρία με την οποία εγκαταλείπεται το κλασικό μοντέλο της εμπορικής παραγωγής».
Η Αναπαράσταση επιδοκιμάστηκε από την κριτική και χειροκροτήθηκε θερμά από τους νέους θεατές, γιατί πέρα από τη νέα αισθητική ματιά εξέπεμπε και πολλαπλά αλληγορικά και αντιδικτατορικά μηνύματα: «Ο αποστεωμένος και περιχαρακωμένος χώρος όπου εκτυλίσσεται η ταινία, ο οποίος λειτουργεί σαν κλοιός θανάτου γύρω από τους έγκλειστους κατοίκους του χωριού, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια αλληγορία της πολιτικά καταπιεσμένης χώρας, που λειτουργεί ασφυκτικά για τους κατοίκους της».

Το επόμενο Φεστιβάλ (12ο) του 1971 χαρακτηρίστηκε ως «φεστιβάλ της οργής» καθώς πολλοί νέοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τη σκληρή λογοκρισία που επιβλήθηκε στις διαγωνιζόμενες ταινίες από τις χουντικές επιτροπές. Κόπηκαν συνολικά 31 ταινίες (!), 23 μικρού μήκους και 8 μεγάλου μήκους, εξαιτίας κυρίως των πολιτικών αιχμών που περιείχαν κατά του καθεστώτος. Στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν υπερβολικές και άδικες καθώς οι επιτροπές λογοκρισίας της δικτατορίας εμφανίζονταν… δικτατορικότερες των δικτατόρων.
Τη χρονιά αυτή, ανάμεσα στις «υπερπαραγωγές» του εμπορικού κινηματογράφου του Παπαφλέσσα του Ερρίκου Ανδρέου και της Καταναλωτικής κοινωνίας του Κώστα Καραγιάννη, ενθουσίασε κοινό και κριτικούς η ταινία Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού. Η ταινία περιγράφει τον απόλυτο έρωτα ανάμεσα σε μια πόρνη κι ένα λοχία του ελληνικού στρατού, που παραβαίνει τους ηθικούς κανόνες του πατριαρχικού και εμπορευματικού συστήματος και συντρίβεται. Πέρα από το βραβείο α’ γυναικείου ρόλου στην εξαιρετική ερασιτέχνιδα πρωταγωνίστριά της, η ταινία έγινε γνωστή στο πλατύ κοινό και από τη μουσική του Μάνου Λοϊζου, ιδιαίτερα από «το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας». Το ίδιο αντιμιλιταριστικό κλίμα έδωσε στο κοινό του Φεστιβάλ και η ταινία Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση του Ντίνου Κατσουρίδη, με τη συγκινητική ερμηνεία του Θανάση Βέγγου.
Στο 13ο Φεστιβάλ του 1972 οι οπαδοί του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, παρά τα εμπόδια της χουντικής λογοκρισίας, επικρατούν κατά κράτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η βραβευμένη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου Μέρες του ’36 περιγράφει ένα παράλληλο με τη δικτατορία των Απριλιανών θέμα, το μηχανισμό των συνωμοτών και την παρακμή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που οδήγησε στη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά το 1936. Η προβολή της στο Φεστιβάλ –όπως και στο εξωτερικό όπου προβλήθηκε- ενθουσίασε το κοινό, ιδίως τους νέους του «β’ εξώστη», καθώς περιγράφονταν αντιστικτικά μια ταυτόσημη με τη χούντα των συνταγματαρχών πορεία. «Είναι μια ταινία αλληγορική για τη δικτατορία και τον εγκλεισμό που, αν και τοποθετείται στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, κάνει σαφείς παραλληλισμούς για το αυταρχικό καθεστώς των συνταγματαρχών». Είναι μια σαφής πολιτική ταινία που εγκαινιάζει την ‘Τριλογία της Ιστορίας’ του Θόδωρου Αγγελόπουλου, η οποία ολοκληρώθηκε τα επόμενα χρόνια με τις ταινίες του Θίασος και Κυνηγοί. Στο ίδιο κλίμα της σκληρής βίας κινήθηκε στο Φεστιβάλ και η ταινία Το Προξενιό της Άννας του Παντελή Βούλγαρη, που αναπλάθει τις δεσμευτικές και αντιδραστικές δομές της θρυμματισμένης νεοελληνικής κοινωνίας.

Οι βραβευμένοι του 13ου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου (1972) στην καθιερωμένη αναμνηστική φωτογραφία. Διακρίνονται Οι Σμαράγδα Βεάκη, Άννα Βαγενά, Ερμής Βελλόπουλος, και Θόδωρος Αγγελόπουλος (καθιστοί από αριστερά) και οι Ντίνος Κατσουρίδης, Θανάσης Βέγγος, Παύλος Τάσιος, Τάσος Ζωγράφος, Κώστας Καζάκος, Γιώργος Αρβανίτης, Παντελής Βούλγαρης και Λάκης Παπαστάθης (όρθιοι από αριστερά).
Στο τελευταίο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της χούντας (14ο) το 1973 το κλίμα του Φεστιβάλ απηχεί την ατμόσφαιρα της έντονης πολιτικοποίησης και της φοιτητικής αναστάτωσης, που εκφράζεται έντονα από τους νέους και στη διάρκεια των προβολών. Αντιπροσωπευτική ταινία που αποτυπώνει αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κοινωνίας είναι το Μαύρο-Άσπρο των Θανάση Ρεντζή και Νίκου Ζερβού, που αποτυπώνει και τις φοιτητικές κινητοποιήσεις της χρονιάς. «Το μαύρο, σύμβολο της πολιτικής απραξίας και το άσπρο της επαναστατικότητας, συνθέτουν ένα σύστημα το οποίο έρχεται σε σύγκρουση. Η ταινία θεωρήθηκε πολιτική και προφητική σε σχέση με τις επερχόμενες φοιτητικές εξεγέρσεις, από τη μια μεριά, και σε σχέση με το μελλοντικό «βόλεμα» του συστήματος από την άλλη». Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν προ των πυλών και η χούντα είχε αρχίσει να καταρρέει.
Ο Βήτα εξώστης
Με το προσωνύμιο «Βήτα εξώστης» πέρασε στην ιστορία του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης η μαζική και δυναμική παρουσία των νέων που παρακολουθούσαν τις προβολές των διαγωνιζόμενων ταινιών από το δεύτερο εξώστη του θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και ασκούσαν μαζικά έντονη κριτική στις προβαλλόμενες ταινίες. Η επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία των ταινιών επηρέαζε αρκετές φορές τις κριτικές επιτροπές και αποκαθιστούσε «δίνοντας βραβεία κοινού» στις αδικημένες από τις επιτροπές ταινίες.
Οι περισσότεροι θαμώνες του ήταν φανατικοί κινηματογραφόφιλοι, παιδιά των κινηματογραφικών λεσχών, της «Τέχνης» και του Παύλου Ζάννα, του ΦΟΘΚ, του Ντορέ, του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος» και του Λάμπρου Παπαχρόνη, που είχαν άποψη για την προβαλλόμενη ταινία, «ψήφιζαν» με τον τρόπο τους, εξέφραζαν πολλές φορές ανορθόδοξα τη γνώμη τους, με φωνές, με κραυγαλέες αποδοκιμασίες και επιδοκιμασίες, που έφταναν σε ακρότητες, μερικές φορές και σε διακοπή της προβολής, σε αψιμαχίες μεταξύ των διοργανωτών, καλλιτεχνικών παραγόντων και θεατών του β’ εξώστη. Ο Λάμπρος Παπαχρόνης, βαθύς και οξυδερκής γνώστης της κινηματογραφικής γλώσσας, κράτησε επί χρόνια, στις δεκαετίες του ‘60 και του ΄70, την εβδομαδιαία στήλη κριτικής των ταινιών στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη». Με τις εξαιρετικές κριτικές και άλλα θεωρητικά κείμενα επηρέασε και μόρφωσε κινηματογραφικά τους αναγνώστες και τους σινεφίλ της πόλης.
Το ζωηρό  και  «παρεμβατικό» κοινό του Β’ εξώστη  στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, κατά την προβολή των ταινιών του Φεστιβάλ.
Τα πρώτα χρόνια ο β’ εξώστης, λόγω του φθηνού εισιτηρίου, μάζευε τα «φοιτητικά» και τα «μαθητικά», όταν όμως αποτέλεσε τον πυρήνα της «ψηφοφορίας» για τις προβαλλόμενες ταινίες, προσέλκυσε ενσυνείδητα όλους εκείνους που ήθελαν να εκφράσουν μαζικά την άποψή τους για τις ταινίες.
«Αποτέλεσμα των διεργασιών αυτών, όπου ο φοιτητικός παράγοντας κυριαρχούσε, ήταν στο 12ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1971 να εισπράξει η Επιτροπή βράβευσης την οργή του «Εξώστη» για τον αποκλεισμό της ταινίας «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, απόφαση που θεωρήθηκε ως υπαγορευμένη έξωθεν, λόγω του αντιπολεμικού – αντιμιλιταριστικού σεναρίου της. Όμως ο «Εξώστης» κατόρθωσε, ένεκα των αντιδράσεών του, να βραβευθεί με τρία βραβεία (καλύτερης καλλιτεχνικής ταινίας, σεναρίου και α΄ βραβείου ερμηνείας ανδρικού ρόλου) η αντιπολεμική ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» του Ντίνου Κατσουρίδη, με τον Θανάση Βέγγο, που κυριολεκτικά αποθεώθηκε από τους θεατές». Στο Απόστολου Παπαγιαννόπουλου, Θεσσαλονίκη …εν θερμώ. Ο συγκλονιστικός 20ός αιώνας της πόλης, Γ’ τόμος, σελ. 1519.
Έτσι ο β’ εξώστης κατέληξε να γίνει ο κυρίαρχος άτυπος κριτής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που σφράγισε την απολογία της κινηματογραφικής αισθητικής. Αλλά το αιχμηρό αισθητήριο των νέων, με αίσθηση και γνώση στα πρώτα χρόνια του Φεστιβάλ, μετατράπηκε προς το τέλος της τριακονταετίας του θεσμού σε αρνητική διαμαρτυρία προς προγραμμένους σκηνοθέτες και παλιοκαιρίσιες αισθητικές του εμπορικού κινηματογράφου.
Στα χρόνια της χούντας
Στα χρόνια όμως της δικτατορίας η στάση των νέων του β’ εξώστη ήταν άκρως πολιτική και παρεμβατική. Το ποιοτικό κριτήριο μπήκε σε δεύτερη μοίρα και προηγούνταν τα συνθήματα, οι αιχμές, οι αποδοκιμασίες και οι έμμεσες παρεμβάσεις που είχαν άμεση σχέση με το δικτατορικό καθεστώς και τη συγκαιρινή πολιτική κατάσταση. Ιδιαίτερα μαχητικό και κραυγαλέο ήταν το κοινό του β’ εξώστη στο 12ο Φεστιβάλ του 1971, που χαρακτηρίστηκε και ως «φεστιβάλ της οργής», μετά τις έντονες αποδοκιμασίες των νέων του εξώστη που προκλήθηκαν από τον υπερβολικό αριθμό των κομμένων ταινιών από τις επιτροπές λογοκρισίας της χούντας. Κατάφερε μάλιστα με τις έντονες παρεμβάσεις του να επηρεάσει και την κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ. «Τη χρονιά αυτή, επισημαίνει η Αγγελική Κόκκαλη, το κοινό του εξώστη είναι πολύ μαχητικό, αν και ο κύριος όγκος των ταινιών που προβάλλονται ανήκει στους νέους δημιουργούς. Το κριτήριο της επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας είναι πλέον πολιτικό και όχι ποιοτικό. Αν μια ταινία έχει άμεσα πολιτικά μηνύματα εικονικά ή γλωσσικά, χειροκροτείται, αν όχι, αποδοκιμάζεται. Οι κριτικοί αρχίζουν ν’ ανησυχούν και να γράφουν για μια κακώς εννοούμενη πολιτικοποίηση και έναν αδέξιο στρατευμένο κινηματογράφο».
Στα δύο επόμενα φεστιβάλ, 13ο (1972) και 14ο (1973), το κοινό του β΄ εξώστη επέβαλε πλήρως τις θέσεις του. Βέβαια οι ταινίες τους ήταν πιο ποιοτικές και κυριαρχούσαν πια οι δημιουργοί του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Με την αποθεωτική παρέμβαση του Εξώστη, η ταινία του Παντελή Βούλγαρη Το προξενιό της Άννας σάρωσε τα βραβεία (πήρε τα μισά), ενώ δύο βραβεία πήρε η ταινία Μέρες του ‘36 του Θόδωρου Αγγελόπουλου, που στάθηκε αφορμή για μια ανοιχτή πολιτική έκφραση και αντιδικτατορική διαδήλωση του «Εξώστη» στη διάρκεια της προβολής της και της βράβευσής της. Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του 1973 αποτέλεσε για το κοινό του β’ εξώστη ένα ακόμη μαχητικό πεδίο του φοιτητικού κινήματος και του αντιδικτατορικού αγώνα που ολοκληρώθηκε ένα μήνα μετά στα Πολυτεχνεία.

«Το προξενιό της Άννας» του Παντελή Βούλγαρη (1872) με την Άννα Βαγενά και τον Κώστα Ρηγόπουλο.
Μετά και το πρώτο ελεύθερο Φεστιβάλ του 1974, το πάθος του «Εξώστη» ακολούθησε τη φθίνουσα πορεία της Μεταπολίτευσης. Στα χρόνια όμως της πολιτικής και αισθητικής πάλης ανάμεσα στο Παλιό και το Νέο, τη Συντήρηση και την Πρόοδο, το Φασισμό και τη Δημοκρατία, η συμβολή του Εξώστη, ιδιαίτερα στα χρόνια της χούντας, υπήρξε σημαντική. Γι’ αυτό εκ των υστέρων θεωρώ άδικη την τελική εκτίμηση που έγραψα στο βιβλίο μου «Εμείς του ’60 οι εκδρομείς» για τον «Εξώστη» της δεκαετίας του ’60 (σελ. 205):
«Υπήρξα για πολλά χρόνια θαμώνας του β’ εξώστη, κι αυτό που μου έμεινε ως μνημονικό κατακάθι δεν ήταν τόσο η θέαση και η απόλαυση της προβαλλόμενης ταινίας, αλλά το πάθος, η αίσθηση της επιδοκιμασίας ή της κατακραυγής, ανάλογα με την ποιότητα της ταινίας, ένα είδος τιμωρού ή παθιασμένου ακτιβιστή που εξέφραζε με υπερβολική δόση τη μαζική θέση του εξώστη για την αξία ή την απαξία της ταινίας. Σε τελική εκτίμηση, κάτω από τις νεανικές συναισθηματικές, ιδεολογικές ανατάσεις ή αγκυλώσεις, η κραυγαλέα θέση του εξώστη, που αρκετές φορές επηρέαζε ανάλογα και την κριτική επιτροπή, ήταν μια περιθωριακή ενόχληση που ενδυνάμωνε τη φεστιβαλική ατμόσφαιρα, αρκετές φορές υποκειμενικά και άδικα».

Το παραπάνω θέμα συγκροτήθηκε από τμήματα ειδικών κεφαλαίων που περιλαβάνονται στα βιβλία μου: Εμείς του ΄60 οι εκδρομείς» (2000) και «Αντεθνικώς δρώντες…» , η Θεσσαλονίκη στα χρόνια της χούντας και η εξέγερση του Πολυτεχνείου της (2011).

απο την σελίδα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟΠΙΟΓΡΑΦΙΑ ~ ΙΣΤΟΤΟΠΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΖΑΦΕΙΡΗ