της Έλεν Λιούις *
Την Κυριακή 3 Απριλίου το βράδυ, οι δημοσιογράφοι της Guardian ετοιμάζονταν να δημοσιεύσουν τις πρώτες αποκαλύψεις των «Panama Papers». Ήταν το τέλος μιας δύσκολης ημέρας και η δημοσίευση έπρεπε να συντονιστεί προσεκτικά με άλλα μέσα ενημέρωσης, όπως το BBC και η Suddeutsche Zeitung.
Οι δημοσιογράφοι ήξεραν ότι είχαν ένα μεγάλο θέμα στα χέρια τους, το οποίο θα κυριαρχούσε στην επικαιρότητα για πολλές ημέρες. Αφορούσε το δίκτυο των φίλων του Ρώσου Προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν και τον τρόπο που χειρίζονταν 2 δισεκατομμύρια δολάρια. Ναι, είναι αλήθεια. Ο στόχος της Guardian εκείνη την ημέρα δεν ήταν ο Ντέιβιντ Κάμερον, που μια εβδομάδα αργότερα θα υποχρεωνόταν να αποκαλύψει τις φορολογικές του δηλώσεις. Το όνομα του Βρετανού πρωθυπουργού δεν υπήρχε σε κανένα από τα πρωτοσέλιδα θέματα του φύλλου της Δευτέρας. Η μόνη αναφορά σε αυτόν ήταν μια δήλωση που έκανε το 2012 ότι θα καταπολεμήσει τις υπεράκτιες εταιρείες.
Γιατί υπήρξε αυτή η τρομερή παράλειψη; Μα επειδή η ανάμιξη του Κάμερον στην εταιρεία του πατέρα του δεν ήταν κάτι καινούργιο. Το θέμα είχε ήδη δημοσιευτεί το 2012. Οι Εντ Χόουκερ και Σιβ Μάλικ είχαν αποκαλύψει τότε, στην ίδια εφημερίδα, ότι ο πρωθυπουργός επωφελήθηκε στο παρελθόν από ένα επενδυτικό ταμείο που είχε ιδρύσει ο πατέρας του στον Παναμά. Είχε υπάρξει και αντίδραση από την Ντάουνινγκ Στριτ, ακριβώς η ίδια με την ανακοίνωση της περασμένης εβδομάδας: «Η Ντάουνινγκ Στριτ δεν επιθυμεί να σχολιάσει μια ιδιωτική υπόθεση της οικογένειας Κάμερον». Η αποκάλυψη δεν είχε δημιουργήσει τότε ιδιαίτερο θόρυβο. Οι αντιδράσεις είχαν περιοριστεί σε μερικά ανεξάρτητα αριστερά μπλογκ. Τι άλλαξε λοιπόν τώρα;
Ο Ντέιβιντ Κάμερον του 2012, που το όνομά του είχε συνδεθεί με μια υπεράκτια εταιρεία, δεν είναι ο Ντέιβιντ Κάμερον του 2016. Τότε, ήταν ένας πρωθυπουργός μόλις δύο ετών, σε μια κυβέρνηση που είχε υποσχεθεί να σώσει τη χώρα από τις επικίνδυνες υπερβολικές δαπάνες των Εργατικών. Ο Τύπος, αν δεν τον υποστήριζε ανοιχτά, είχε πάντως μια θετική προδιάθεση απέναντί του και απέναντι στο μήνυμά του ότι η λιτότητα αποτελούσε το αναγκαίο φάρμακο για τη χώρα. Ο Κάμερον του 2016 είναι ένας πολύ διαφορετικός άνθρωπος. Ο ενθουσιασμός που προκάλεσε η απροσδόκητη νίκη του τον περασμένο Μάιο έχει εξατμιστεί. Σήμερα προσπαθεί απελπισμένα να αποτρέψει το Brexit, το οποίο υποστηρίζουν δεκάδες βουλευτές του, περιλαμβανομένων και αρκετών υπουργών, μαζί με έγκυρους αρθρογράφους.
Οι οπαδοί του Brexit έχουν καθαρό πολιτικό συμφέρον να υπονομευτεί με κάθε τρόπο ο πρωθυπουργός, ώστε να μην μπορεί να εμφανίζεται ως ο αμερόληπτος και έντιμος ηγέτης που προστατεύει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας του. Και φαίνεται ότι το έχουν καταφέρει: Η δημοτικότητα του Κάμερον είναι πλέον χαμηλότερη κι από εκείνη του Κόρμπιν. Αλλά κι εκείνοι που δεν ενδιαφέρονται τόσο για την Ευρώπη βρίσκουν τις επιθέσεις εναντίον του Κάμερον του 2016 πιο ενδιαφέρουσες από εκείνες του 2012. Γιατί ο σημερινός πρωθυπουργός είναι τραυματισμένος και ευάλωτος: Έχει ήδη δηλώσει ότι δεν πρόκειται να διεκδικήσει τρίτη θητεία και είναι αμφίβολο αν οι βουλευτές του θα του επιτρέψουν καν να παραμείνει στην εξουσία μετά το δημοψήφισμα – ιδιαίτερα αν το αποτέλεσμα είναι εναντίον της Ευρώπης.
Όμως οι Εργατικοί δεν θα πρέπει να είναι πολύ χαρούμενοι με την προοπτική αντικατάστασης του Κάμερον. Η ιστορία έχει γράψει ότι η αντικατάσταση της πολωτικής Μάργκαρετ Θάτσερ από τον σχετικά φρέσκο Τζον Μέιτζορ πριν από τις εκλογές του 1992 απέτρεψε την ήττα των Τόρις. Η στρατηγική των Εργατικών για την επιστροφή τους στην εξουσία είναι λογικά επικεντρωμένη στην ανάδειξη των λαθών των Συντηρητικών και της δικής τους εναλλακτικής λύσης. Αυτό είναι ευκολότερο εναντίον του Ντέιβιντ Κάμερον και του Τζορτζ Όσμπορν απ’ ό,τι εναντίον του Μπόρις Τζόνσον, για παράδειγμα, ή της Νίκι Μόργκαν. Ένας νέος συντηρητικός πρωθυπουργός θα έχει την ευκαιρία να ξεφορτωθεί τις αντιδημοφιλείς αποφάσεις του προκατόχου του και να αναγκάσει την αντιπολίτευση να αναζητήσει νέα επιχειρήματα.
Αν βρίσκετε κάπως περίεργο ένας αριστερός να διστάζει να ζητήσει την παραίτηση ενός συντηρητικού πρωθυπουργού, καλώς ήλθατε στον κόσμο μου. Έτσι αισθάνομαι κι εγώ τις τελευταίες ημέρες. Πιστεύω ακράδαντα ότι η φοροδιαφυγή και άλλα νόμιμα «παράθυρα» διαβρώνουν την εμπιστοσύνη μας στους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς και πρέπει να αποκαλύπτονται και να καταδικάζονται. Αρνούμαι όμως να συνταχθώ με τους ανθρώπους που επιτίθενται σήμερα εναντίον του Κάμερον για κάτι που πριν από τέσσερα χρόνια δεν είχαν θεωρήσει ιδιαίτερα σημαντικό.
(Πηγή: New Statesman)
* Η Έλεν Λιούις είναι υποδιευθύντρια του βρετανικού περιοδικού New Statesman (http://www.newstatesman.com/writers/helen_lewis). Έχει εργαστεί επίσης στην Guardian και στην Daily Mail.
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Aρθρα-Απόψεις» δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι απαραίτητα του press724.gr.