Η έξοδος ή ο αποκλεισμός ενός κράτους μέλους από τη ζώνη Σένγκεν είναι «ψευδολύση», η οποία «θα δηλητηριάσει τον ευρωπαϊκό διάλογο» και «δεν μπορεί κανείς απλώς να ορίσει εκ νέου τα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης και μάλιστα να το κάνει παρακάμπτοντας τις ενδιαφερόμενες χώρες», γράφει Ζίγκμαρ Γκάμπριελ σε άρθρο στην Frankfurter Allgemeine Zeitung. Ενας τέτοιος αποκλεισμός της Ελλάδας επαπειλείται όμως, αν πραγματοποιούντο «ιδέες των συντηρητικών» και αν στα σύνορα με τη ΠΓΔ της Μακεδονίας κατασκευαστούν φράχτες.
Ο υπουργός Οικονομίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης βλέπει μάλιστα στην προσφυγική κρίση μια ευκαιρία για την ανανέωση της ευρωπαϊκής ιδέας, αλλά η κοινή προσφυγική κρίση και η κρίση ασύλου θα πρέπει επιπλέον να συνδεθεί με μια δίκαιη κατανομή του βάρους, με αναπτυξιακή πολιτική και με καταπολέμηση της ανεργίας. Ειδικά η Γερμανία, γράφει, φέρει ιδιαίτερη ευθύνη και δεν μπορεί να περιμένει ότι θα βοηθηθεί στο θέμα της κατανομής των προσφύγων, αν δεν είναι διατεθειμένη, τώρα περισσότερο από πριν να επενδύσει στην ανάπτυξη και την απασχόληση.
Στη δίκαιη κατανομή βάρους ο Γερμανός πολιτικός περιλαμβάνει την υποστήριξη της Ελλάδας στην κρίση χρέους. Από τα 200 δισ. ευρώ τα οποία διατέθηκαν στην Ελλάδα από το 2010 έως το 2015 το μεγαλύτερο μέρος, περίπου 145 δισ. ευρώ, πήγαν στους διεθνείς δανειστές, ώστε να εξοφληθούν τα παλιά δάνεια, τονίζει στο άρθρο του. Αυτά τα 145 δισ. προήλθαν από τους φορολογουμένους των χωρών που τα χορήγησαν, «αλλά είναι ειλικρινές να διαπιστωθεί πως αυτό το μεγάλο ποσόν έμεινε στον κύκλο του χρέους και δεν συνέβαλε καθόλου στην οικονομική επανεκκίνηση της Ελλάδας». Προσθέτει δε χαρακτηριστικά «διαθέτουμε δισεκατομμύρια επί δισεκατομμυρίων σε δάνεια σωτηρίας, ώστε να σταθεροποιήσουμε το ευρωπαϊκό οικονομικό σύστημα», αλλά αυτό δεν κατέστησε δυνατό να βελτιώσουμε τις πραγματικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες των ανθρώπων στις χώρες αποδέκτες αυτής της βοήθειας».
Ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ επισημαίνει επίσης ότι η αντίφαση αυτή γίνεται δύσκολα κατανοητή από τους πολίτες και αυξάνει τη δυσαρέσκεια για την ευρωπαϊκή πολιτική σωτηρίας τόσο των χωρών χορηγών, όσο και των χωρών που δέχονται τη βοήθεια. «Αν δεν αλλάξουμε αυτήν την πολιτική, αυτό θα προκαλέσει μάλλον την επιτάχυνση της διαδικασίας αποσύνθεσης της Ευρώπης παρά θα βοηθήσει τις ενδιαφερόμενες χώρες να αναπτυχθούν και να αυξήσουν την απασχόληση.» Γι αυτό θα ήταν ορθό στο πλαίσιο του προγράμματος σωτηρίας για την Ελλάδα να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στις επενδύσεις, την αναπτυξιακή πολιτική και την δίκαιη κατανομή του βάρους.
Καταλήγοντας ζητά ελαφρύνσεις για την Ελλάδα: «Αν η ελληνική κυβέρνηση συνεχίσει με σοβαρότητα τις μεταρρυθμίσεις, τότε θα πρέπει να βρούμε τρόπους, να μειώσουμε περαιτέρω το ελληνικό χρέος.» Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως ελάφρυνση του χρέους «όπως λ.χ. με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και μείωση των επιτοκίων» . Διαφορετικά απειλείται από ακυβερνησία λόγω κοινωνικών αναταραχών. «Δεδομένης αυτής της καταστάσεως η τακτική εβδομαδιαία υπενθύμιση της Ε.Ε. (προς την Ελλάδα) να κάνει περισσότερα για την ασφάλεια των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης ακούγεται ήδη σχεδόν κυνική.»