Ένα εκατομμύριο επτακόσιες εξήντα τέσσερις χιλιάδες άτομα είναι ο απολογισμός της μετανάστευσης των Ελλήνων στον 20ό και 21ο αιώνα. Ιστορικά και παραδοσιακά, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με πλούσια εμπειρία αποδημίας. Η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος με θέμα «Φυγή ανθρωπίνου κεφαλαίου: σύγχρονη τάση μετανάστευσης των Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης», που δημοσιεύει η «Καθημερινή», αποκαλύπτει για πρώτη φορά τον αριθμό των Ελλήνων που εγκατέλειψαν τη χώρα εξαιτίας της κρίσης. Παράλληλα, γίνεται σύγκριση με τις προηγούμενες φάσεις μετανάστευσης, αναλύονται οι μακροοικονομικές συνέπειες και προτείνονται λύσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
«Η μετανάστευση και η φτώχεια είναι αδιαμφισβήτητα οι δύο πιο επώδυνες συνέπειες που βιώνει μια κοινωνία σε συνθήκες παρατεταμένης κρίσης», σχολιάζει η κ. Σοφία Λαζαρέτου, οικονομολόγος της ΤτΕ και συγγραφέας της σχετικής έρευνας. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η ΤτΕ, ο αριθμός των μονίμως εξερχόμενων Ελλήνων ηλικίας 15-64 ετών, από το 2008 μέχρι σήμερα, ξεπερνά τις 427.000. «Το 2013, παρατηρούμε τριπλασιασμό του μέσου όρου από το 2008 και οι μετανάστες ξεπερνούν τις 100.000 άτομα, ενώ σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις το φαινόμενο συνεχίζεται με αδιάπτωτη ένταση το 2014 και οξύνεται περαιτέρω το πρώτο εξάμηνο του 2015». Όπως επισημαίνει, η διαδικασία εξόδου Ελλήνων για αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό είναι ακόμη σε εξέλιξη και δεν φαίνεται το πότε θα τερματιστεί. Το βέβαιο είναι ότι πρόκειται για την τρίτη μαζική μετανάστευση που γνωρίζει η χώρα.
Στο διάστημα των τελευταίων 100 ετών, η χώρα έχει γνωρίσει άλλες δύο ίδιες φάσεις και από τη συγκριτική μελέτη τους προκύπτουν τρία βασικά χαρακτηριστικά. Και οι τρεις α) έχουν μεγάλη χρονική διάρκεια, περίπου δέκα χρόνια, β) αυξημένη ένταση ως προς την ένταση της ροής και γ) καθυστέρηση έναρξης του φαινομένου σε σχέση με τον χρόνο καταγραφής του υψηλού ποσοστού ανεργίας.
Οι περίοδοι μαζικής μετανάστευσης Ελλήνων είναι από το 1903 έως το 1917, 1960-1972 και 2010-σήμερα και σχετίζονται και στις τρεις φάσεις με οικονομικά κίνητρα με εξαίρεση μέρος του δεύτερου κύματος, τα έτη 1969-1971, που οφείλεται σε πολιτικούς λόγους (δικτατορία). «Δεν είναι τυχαίο ότι και οι τρεις φάσεις έλαβαν χώρα μετά μια έντονη υφεσιακή διαταραχή που διεύρυνε το χάσμα μεταξύ της χώρας μας και των ανεπτυγμένων κρατών και τροφοδότησε τη μαζική φυγή ανθρώπων, νέων στην πλειονότητά τους, που αναζητούσαν νέες ευκαιρίες και δυνατότητες προόδου», σχολιάζει η κ. Λαζαρέτου.
Ενδιαφέρουσα, σύμφωνα με την έκθεση, είναι η σύγκριση των δύο προγενέστερων επεισοδίων με το σημερινό επεισόδιο φυγής, όσον αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους. Κατά το πρώτο επεισόδιο φυγής, κύριος προορισμός ήταν οι «υπερωκεάνιες χώρες» (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς, Βραζιλία και ΝΑ Αφρική). Επτά στους δέκα ήταν ηλικίας 15-44 χρόνων, λιγότεροι από 2 στους 10 ήταν γυναίκες και στη συντριπτική τους πλειονότητα ήταν ανειδίκευτοι εργάτες και αγρότες, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, που απασχολήθηκαν στις χώρες υποδοχής συνήθως ως υπηρέτες και εργάτες. Το δεύτερο επεισόδιο μετανάστευσης αφορούσε κυρίως νέους ηλικίας 20-34 χρόνων (7 στους 10), 5 στους 10 δήλωναν χειρώνακτες, ενώ 4 στους 10 ήταν ανεπάγγελτοι. Εξι στους 10 κατευθύνθηκαν στη Γερμανία και στο Βέλγιο και απασχολήθηκαν ως βιομηχανικοί εργάτες. Αντίθετα, η τωρινή φυγή αφορά νέους μορφωμένους με επαγγελματική εμπειρία, που κατευθύνονται κυρίως στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη θέση στην Ε.Ε. στη μαζικότητα της μεταναστευτικής εκροής και στην αναλογία της στο εργατικό δυναμικό της χώρας, μετά την Κύπρο, την Ιρλανδία και τη Λιθουανία, και την τρίτη θέση μετά την Κύπρο και την Ισπανία όσον αφορά το ποσοστό των νέων σε ηλικία εξερχόμενων μεταναστών. Συγκεκριμένα, οι εξερχόμενοι Ελληνες, μόνο κατά το 2013, αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 2% του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας, ενώ η αναλογία των νέων τής πλέον παραγωγικής ηλικίας 25-39 ετών ξεπερνά το 50% στο σύνολο των εξερχομένων.