Γκρινιάζεις που τριανταρίζεις και ακόμα έχεις την ίδια πασχαλινή συνήθεια. Το χωριό. Οι φίλες σου γιατί πήγαν εξωτερικό; Ο φίλος σου γιατί βολτάρει σημειωτόν στα Ματογιάννια; Εσύ γιατί είσαι δίπλα από τη σόμπα στο Ξηροχώρι; Γιατί ξέρεις τι κάνεις. Αυτή είναι η απάντηση.
Γιατί κατά βάθος σου αρέσει η μυρωδιά του χωριού, η υποδοχή των παππούδων σου, ο εγκάρδιος χαιρετισμός της γειτόνισσας, η ερώτηση «τίνος είσαι εσύ», τα παλιά ρούχα που φοράς για να ψήσετε. Γιατί σου αρέσει που η θεία σου βάζει το μεζέ (πάντα αυγουλάκι από αυτά που σπάσατε χθες βράδυ, τυράκι και ντοματούλα) την ώρα που κάθεστε κάτω από την ανθισμένη λεμονιά, γυρνώντας το κοκορέτσι.
Γιατί απολαμβάνεις να ακούς τον παππού σου να σου λέει, «άστο ντε, δεν το γυρνάς καλά» όχι γιατί ισχύει, αλλά γιατί είναι σχεδόν συγκινητικό που θέλει ακόμα να είναι αυτός ο αρχηγός του σπιτιού που περιποιείται τους υπόλοιπους. Γιατί η γιαγιά ρωτάει τα τελευταία 30 χρόνια «θα ξαναείμαι εδώ του χρόνου να σας χαρώ;» και πάντα είναι.
Γιατί στο χωριό, ανάμεσα στην οικογένεια σου, είσαι ο εαυτός σου. Δεν χρειάζεται να κυκλοφορείς χτενισμένη και βαμμένη, γιατί κάνεις δεν θα σε κρίνει (ελπίζω να είναι σαν την δική μου, η οικογένειά σου). Γιατί φέτος θα ακούσεις πάλι μια παλιά, δήθεν ανείπωτη ιστορία από τους παππούδες σου, με έξτρα σάλτσες, γιατί τόσα χρόνια τα έχουν πει όλα αν το καλοσκεφτείς και τώρα απλώς τις παραλλάσσουν ή τις εμπλουτίζουν.
Γιατί θα κάνεις αυτούς τους δύο ανθρώπους χαρούμενους. Γιατί δεν θα τους έχεις πάντα. Αντίθετα, είναι πιθανό ότι θα τους χάσεις σύντομα. Αλλά πριν γίνει αυτό, θα τους έχεις ευχαριστήσει. Κι αυτή η αίσθηση δεν συγκρίνεται με κανένα τετραήμερο στο Λονδίνο και με καμία βουτιά στην Ψαρρού.
Πηγή: followme.gr