ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Η ιστορία του ποπ-κορν

Οι περισσότεροι πιθανότατα έχουμε συνδέσει το ποπ-κορν με την παρακολούθηση μια ταινίας είτε στον κινηματογράφο είτε στο σπίτι. Λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν να αντισταθούν στο κλασσικό σνακ που συνοδεύει μία κινηματογραφική προβολή και ακόμα λιγότεροι αυτοί που γνωρίζουν την ιστορία του.

To ποπ-κορν προέρχεται από μια ορισμένη ποικιλία αραβοσίτου που παράγει μικρούς κόκκους με ένα σκληρό εξωτερικό κέλυφος. Αυτοί οι κόκκοι δεν μπορούν να μασηθούν χωρίς μια καλή πιθανότητα να δημιουργήσουν πρόβλημα στα δόντια σας. Για να φτάσετε στο αφράτο μέρος του, θα πρέπει να θερμάνετε τον κόκκο, ο οποίος μετατρέπει την υγρασία μέσα του σε ατμό. Οταν το εξωτερικό κέλυφος έχει φτάσει στο σημείο πίεσής του τότε σκάει, απελευθερώνοντας τη μαλακή εσωτερική νιφάδα και δημιουργώντας αυτό που ξέρουμε ως ποπ-κορν.

Η ποικιλία ποπ-κορν του αραβοσίτου χρησιμοποιήθηκε από αυτόχθονες πληθυσμούς στην Αμερική στην προ Κολόμβου εποχή. Πρόκειται για μια μικρή και δύσκολη μορφή καλαμποκιού, που έχει εντοπιστεί συχνότερα σε λευκούς ή κίτρινους κόκκους. Οι μίσχοι παράγουν αρκετούς καρπούς σε ένα χρόνο, αν και είναι μικρότεροι και αποδίδουν λιγότερο καλαμπόκι από ό,τι άλλες ποικιλίες αραβοσίτου. Το «ποπ» δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε αυτό το είδος αραβοσίτου, αλλά η νιφάδα των άλλων τύπων είναι μικρότερη. Το ποπ-κορν είναι πιθανό να έφτασε στη νοτιοδυτική Αμερική πάνω από 2500 χρόνια πριν, ωστόσο, δεν βρέθηκε να καλλιεργείται ανατολικά του Μισισιπή μέχρι τις αρχές του 1800 λόγω βοτανικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Σήμερα οι μεσοδυτικές πολιτείες είναι γνωστές για το «Corn Belt», αλλά πριν από την εισαγωγή του χαλύβδινου άροτρου, κατά τη διάρκεια του 19 ου αιώνα, οι εδαφικές συνθήκες στην εν λόγω περιοχή δεν ήταν κατάλληλες για την καλλιέργεια καλαμποκιού.

Αποδεικτικά στοιχεία για το πρώτο «ποπ» δεν εμφανίζονται μέχρι το 1820, όταν πωλήθηκε σε όλες τις ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες με τις ονομασίες «Pearl» ή «Nonpareil». Η δημοτικότητά του άρχισε γρήγορα να εξαπλώνεται σε όλο το νότο και από τη δεκαετία του 1840 το ποπ-κορν είχε αρχίσει να αποκτά πρόσβαση σε όλη την Αμερική. Περιοδικά κύρους όπως το «Knickerbocker» της Νέας Υόρκης και το Λογοτεχνικό Περιοδικό του «Yale» άρχισαν να κάνουν αναφορά στο ποπ-κορν. Μέχρι το 1848, η λέξη «ποπ-κορν» περιλήφθηκε στο λεξικό «John Russell Bartlett’s». Το «Bartlett» υποστήριξε ότι το όνομά του προέρχεται από το θόρυβο που κάνει όταν σκάει.

Μία από τις πρώτες συνταγές για αυτού του είδους το καλαμπόκι ήρθε από τον Daniel Browne κατά τη διάρκεια του 1840. Η μέθοδός του απαιτούσε «να βάλετε σε ένα τηγάνι, καλαμπόκι ελαφρώς βουτυρωμένο, ή αλειμμένο με λαρδί. Κρατήστε το τηγάνι πάνω από μια φωτιά, ανακινείστε το καλαμπόκι και μέσα σε λίγα λεπτά κάθε κόκκος θα σκάει». Ο ίδιος αναφέρει ότι μπορούσαν να προστεθούν αλάτι ή ζάχαρη ενώ το ποπ-κορν ήταν ακόμα ζεστό. Το πρόβλημα με αυτή τη μέθοδο ήταν ότι το βούτυρο έτεινε να καεί προτού φτάσει σε μια αρκετά υψηλή θερμοκρασία, ενώ το λαρδί είχε ως αποτέλεσμα το ποπ-κορν να είναι εμποτισμένο με λίπος. Δεν ήταν παρά μέχρι το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, που αναπτύχθηκε μια αποτελεσματική μέθοδος. Αυτό που δημιούργησαν ήταν κουτιά από σφιχτό σύρμα και μακρύ χερούλι που κρατούσαν το ποπ-κορνπάνω από μια ανοικτή φλόγα. Τα κουτιά τα έλεγαν «Poppers» και είχαν πολλά οφέλη, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να συγκρατούν τους κόκκους που έσκαγαν, διατηρώντας παράλληλα τα χέρια μακριά από τη φλόγα. Με τα χρόνια, πολλές βελτιώσεις έγιναν στο αρχικό πρωτότυπο, οι οποίες έκαναν το σνακ ακόμα πιο προσιτό για τις μάζες.

Καθώς το ποπ-κορν μεγάλωσε σε δημοτικότητα, άρχισε να εμφανίζεται σε όλα τα είδη των παραλλαγών. Ο Louis Ruckheim ήρθε με την πρώτη έκδοση του «Cracker Jack», από ποπ κορν, φιστίκια και μελάσα, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1890. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές ιστορίες γύρω από το πώς το σνακ πήρε το πρώτο όνομά του, αλλά αναμφίβολα προέρχεται από έναν δημοφιλή όρο της εποχής, που σήμαινε «εξαιρετικής ποιότητας» ή «πρώτης τάξεως».

Το ποπ-κορν διαδόθηκε ακόμη περισσότερο τον 19ο αιώνα από τους υπαίθριους πωλητές στα πάρκα, στα πανηγύρια και τα καρναβάλια, όταν ο μέσος Αμερικανός άρχισε να έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή του. Το ποπ-κορν είχε αρχίσει να κατακλύζει χώρους ψυχαγωγίας, ενώ ο μόνος χώρος από τον οποίο έλειπε ήταν… τα θέατρα!

Η Μεγάλη Ύφεση ήταν η κατάλληλη «ευκαιρία» τόσο για τον κινηματογράφο όσο και για το… ποπ-κορν να ξεκινήσουν την «συνεργασία» τους. Το κοινό πήγαινε στις κινηματογραφικές αίθουσες, όπου μπορούσε να ψυχαγωγηθεί φτηνά. Το ποπ-κορν που στοίχιζε από 5 έως 10 σεντς ήταν μια «πολυτέλεια» που οι περισσότεροι μπορούσαν να αντέξουν. Από την άλλη, μια σακούλα καλαμπόκι αξίας 10 δολαρίων μπορούσε να κρατήσει για χρόνια. Κι αν οι ιδιοκτήτες των αιθουσών δε μπορούσαν να δουν το οικονομικό όφελος που μπορούσαν να αποκομίσουν, οι πλανόδιοι πωλητές δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη: αγόρασαν τις δικές τους αυτόματες μηχανές και άρχισαν να πωλούν ποπ-κορν έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες.

Με τον καιρό, καθώς όλο και περισσότεροι πελάτες έμπαιναν στις αίθουσες με τα ποπ-κορν στα χέρια, οι ιδιοκτήτες των αιθουσών αντιλήφθηκαν ότι θα μπορούσαν και οι ίδιοι να αποκομίσουν κάποιο όφελος από το διάσημο αυτό σνακ. Έτσι άρχισαν να επιτρέπουν στους πλανόδιους να το πωλούν είτε μέσα στο λόμπι, ή ακριβώς έξω από το θέατρό τους, χρεώνοντάς τους με την ημέρα.

Τελικά, οι ιδιοκτήτες των κινηματογράφων συνειδητοποίησαν ότι μπορούσαν να αποκομίσουν μεγαλύτερο όφελος αν το πωλούσαν οι ίδιοι. Πολλοί μάλιστα σώθηκαν χάρη σε αυτήν την αλλαγή από την οικονομική κρίση. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 η βιομηχανία του κινηματογράφου άρχισε να βλέπει τα πρώτα σημάδια κατάρρευσης. Ωστόσο, όσοι όμως άρχισαν να πωλούν ποπ-κορν και άλλα σνακ κατάφεραν να επιβιώσουν.

Η γλυκιά συνήθεια άλλαξε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το ποπ-κορν απόκτησε αλμυρή γεύση, όταν η ζάχαρη ήταν είδος εν ανεπαρκεία. Μέχρι το 1945 πάνω από τη μισή ποσότητα ποπ κορν που καταναλωνόταν στις ΗΠΑ, γινόταν μέσα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Οι πωλήσεις μειώθηκαν τη δεκαετία του 1960, κι αυτό γιατί πλέον στα νοικοκυριά είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της η τηλεόραση. Οι άνθρωποι δεν είχαν συνηθίσει να τρώνε ποπ κορν μέσα στο σπίτι τους.

Όμως τότε βρήκε στην αγορά ένα νέο προϊόν… που «έλυνε» τα χέρια των νοικοκυρών. Τη δεκαετία του 1970 άρχισαν να πωλούνται οι φούρνοι μικροκυμάτων και τα νοικοκυριά μπορούσαν απλά με το πάτημα ενός κουμπιού να φτιάξουν στο σπίτι το αγαπημένο τους σνακ.

Στις μέρες μας, το ποπ-κορν είναι ο απαραίτητος σύντροφος της ελαφράς διασκέδασης στους πολυκινηματογράφους όλου του κόσμου. Οι Αμερικανοί κρατούν μέχρι και σήμερα τα σκήπτρα στην κατανάλωση ποπ-κορν, με 65 κιλά ανά άτομο ετησίως.

 

Πηγές: newsbeast.gr, sansimera.gr, medinova.gr