Βρίσκεται στο τέρμα της οδού Αποστόλου Παύλου και ανατολικά της οδού Ηροδότου, σε μια από τις πιο όμορφες και γραφικές περιοχές της Θεσσαλονίκης, κοντά στα ανατολικά τείχη της Άνω Πόλης και είναι μετόχι της Μονής Βλατάδων, υπαγόμενο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Υπάρχουν διάφορες απόψεις σχετικά με τη ταυτότητα του κτήτορα ή των κτητόρων της μονής. H επικρατέστερη άποψη από όλες περί του κτήτορα της Μονής αναφέρει ως ιδρυτές το Νίκων Σκουτέριος Καπανδρίτης Ορφανός και τον κράλη της Σερβίας Στέφαν Ούρος Β Μιλούτιν, ο οποίος ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με την πόλη της Θεσσαλονίκης μετά από το γάμο του με την πριγκίπισσα Σιμωνίδα.
Αναφορικά με το όνομα του ναού, σε έγγραφα του 17ου και 18ου αιώνα ο ναός εμφανίζεται με την ονομασία «Άγιος Νικόλαος Ορφανός» και «Άγιος Νικόλαος των Ορφανών» αντίστοιχα. Η ονομασία αυτή αποδίδεται είτε στη φιλανθρωπική δραστηριότητα του Αγίου Νικολάου (προς τα ορφανά) είτε στην ύπαρξη ορφανοτροφείου στο χώρο της μονής κατά την παράδοση. Ο ναός δεν έγινε ποτέ τζαμί σε αντίθεση με πολλούς άλλους ναούς της Θεσσαλονίκη, αλλά ήταν «μετόχι» της Μονής Βλατάδων. Η ανέγερση του μνημείου πιθανώς προσδιορίζεται χρονικά από την τοιχογράφηση του που εντάσσεται ανάμεσα στα 1310 – 1320.
Ο ναός του Αγίου Νικολάου του Ορφανού δε σώζεται στην αρχική του μορφή (τρίκλιτη βασιλική). Σήμερα ο ναός είναι ένα μονόχωρο ξυλόστεγο κτίσμα με περίστωο που απολήγει σε δύο παρεκκλήσια στα ανατολικά. Η τοιχοδομία είναι ακανόνιστη από σειρές πλίνθων και λίθων και λίγα κεραμοπλαστικά στα ανατολικά. Εσωτερικά ο κεντρικός χώρος επικοινωνεί με τις πλάγιες στοές μέσω δίλοβων ανοιγμάτων που κοσμούνται από θεοδοσιανά κιονόκρανα με ζωγραφικό διάκοσμο. Το μαρμάρινο τέμπλο που φέρει γραπτό διάκοσμο συνδέεται με τη φάση κατασκευής του ναού. Κάτω από το δάπεδο του περιστώου βρίσκονται πολλοί τάφοι.
Ο άρτια επιμελημένος περίβολος και ασφαλώς το καλοδιατηρημένο κτίσμα αποτελούν πόλο έλξης για πολύ κόσμο. Ο επισκέπτης με την πρώτη ματιά εντυπωσιάζεται από την τοποθεσία του ναού, τον καταπράσινο χώρο και το εσωτερικό αυτού. Ο περίβολος γοητεύει με την απλότητα και συνάμα τη γραφικότητά του. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το πρώτο αντίκρισμα του πλίνθινου ναού. Μόλις περάσει κανείς την ξύλινη πόρτα και οδηγηθεί στο εσωτερικό, αντικρίζει έναν από τους καλύτερα διατηρημένους τοιχογραφικούς διακόσμους παρά το πέρασμα τόσων χρόνων. Οι τοιχογραφίες του ναού αποκαλύφθηκαν το 1957 – 1960 κατά τη διάρκεια εργασιών αποκατάστασης του μνημείου. Οι αγιογραφίες αυτές έχουν συνθετική δύναμη, χρωματικό πλούτο και ενδιαφέρουσα θεματολογία.
Ο αριστουργηματικός τοιχογραφικός διάκοσμός του είναι ένα από τα πληρέστερα διατηρούμενα σύνολα στη Θεσσαλονίκη. Στον κυρίως ναό απεικονίζονται σκηνές του Δωδεκαόρτου, των Παθών, του Αναστάσιμου και του λειτουργικού κύκλου και μορφές αγίων. Σκηνές του Ακαθίστου Ύμνου κοσμούν τη βόρεια στοά, ο Βίος του αγίου Νικολάου και Μηνολόγια τη δυτική, ενώ ορισμένα θαύματα του Χριστού, οι προεικονίσεις της Θεοτόκου και ο βίος του Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτη τη νότια. Οι αφηγηματικές σκηνές χαρακτηρίζονται από γραφικότητα και ζωηρότητα, ενώ οι σκηνές του Πάθους από δραματική ένταση. Στις μεμονωμένες μορφές αναδεικνύεται ο όγκος, η λεπτότητα των χαρακτηριστικών και ο χρωματικός πλούτος.
Οι τοιχογραφίες του ναού αποτελούν έργο της ώριμης παλαιολόγειας Αναγέννησης που συνδέεται με τον καλλιτεχνικό κύκλο των Θεσσαλονικέων ζωγράφων Γεωργίου Καλλιέργη, Μιχαήλ Αστραπά και Ευτύχιου. Ο δημιουργός τους πιθανώς ταυτίζεται με εκείνον που φιλοτέχνησε το καθολικό της σερβικής μονής Χελανδαρίου την εποχή του Μιλιούτιν (1314). Η απεικόνιση στον κυρίως ναό του αγίου Γεωργίου του Γοργού, προστάτη της οικογένειας του Μιλιούτιν, και του αγίου Κλήμη Αχρίδας – θέματα αγαπητά στη σερβική εικονογραφία – και οι σχέσεις του Σέρβου Κράλη με τη Θεσσαλονίκη και την αυτοκρατορική οικογένεια του Ανδρόνικου Β΄ οδήγησαν στοo συσχετισμό της τοιχογράφησης του ναού με το Σέρβο ηγεμόνα αποδεικνύοντας τον κεντρικό ρόλο της Θεσσαλονίκης στην τέχνη των Βαλκανίων.
Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι ο επισκέπτης εισερχόμενος του ναού έχει την αίσθηση ότι αυτός διαιρείται σε τρίτους χώρους: τον κεντρικό και δύο μικρές επεκτάσεις εκ δεξιών και αριστερών αυτού. Στην πραγματικότητα οι «τρεις» αυτοί χώροι αποτελούν το ναό και τα δυο παρεκκλήσια του, του Αγίου Σάββα και της Αγίας Βαρβάρας, όπου οι πιστοί προσέρχονται και προσκυνούν τις εικόνες των Αγίων. Σήμερα ο ναός λειτουργεί κανονικά τις Κυριακές, τα Χριστούγεννα, τη Μεγάλη Εβδομάδα αλλά και σε άλλες μεγάλες γιορτές και η επισκεψιμότητά του είναι πολύ έντονη.
Επισκέπτες κάθε ηλικίας από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό φροντίζουν να παρευρεθούν και να ξεναγηθούν στο χώρο. Η Μεγάλη Παρασκευή η περιφορά του Επιταφίου στα δρομάκια της Άνω Πόλης είναι μοναδική εμπειρία, μα ακόμη πιο όμορφα είναι το βράδυ της Ανάστασης. Ο ναός αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, βρίσκεται στην φροντίδα της 9ης Εφορείας Βυζαντινών.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΑΝΑΤΡΟΠΗ» ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ: ΤΑΣΟΣ ΛΕΟΝΤΙΑΔΗΣ φωτο: press724.gr