Του Σπύρου Στατήρη
Πέρσι τέτοιο καιρό, μετά τη μεγάλη ταλαιπωρία μιας ολόκληρης χρονιάς που δεν μας άφησε σε χλωρό κλαρί, ήμασταν σίγουρα αγχωμένοι, κουρασμένοι, αλαφιασμένοι αλλά ακόμη είχαμε την προσδοκία του καλύτερου, την αμήχανη ελπίδα (πόσο «φορέθηκε» και αυτή η λεξούλα…) ότι πάμε σε μια χρονιά που κάτι θα αλλάξει και μάλιστα σε λίγο πιο στέρεες βάσεις, αφού την τρικυμία και τη συντριβή στα βράχια της Δραχμής την είχαμε αποφύγει· τα capital control ούτως ή άλλως είχαν έρθει για να μείνουν, πόσο στραβά θα μπορούσαν να πάνε τα πράγματα; Ε… Και όμως, μάλλον πήγαν. Στο μαραθώνιο της χρονιάς που πέρασε, ανάσα δεν πήραμε και απανεμιά δεν βρήκαμε.
Από τα μπλόκα των αγροτών και τις αποχές των δικηγόρων φτάσαμε στο καλοκαίρι , χωρίς να το πολυκαταλαβουμε, και η χρονιά στην πραγματικότητα ξεκίνησε κάπου εκεί στο Σεπτέμβρη. Βέβαια, όλη αυτή η αναμονή του ενδιάμεσου «σχεδόν τίποτα», καλό δεν μας έκανε. Ούτε, βεβαία, κακό, αλλά λίγο σαν μας δίδαξε την τέχνη του ενδοτισμού· πιο απλά, σαν μας έφερε λίγο ακόμη πιο κοντά στο «Έλα, μωρέ, πάντα έτσι ήμασταν. Γιατί προηγουμένως ήταν καλυτέρα;» Και τέτοια ωραία… Από την άλλη, χίλιες και μία αφορμές μας «χάρισε» ο Αλέξης και ο Πάνος για αντιδικίες και δεκάδες καθημερινούς μικρούς εμφύλιους: το ασφαλιστικό, η παιδεία και ο Φίλης, η Εκκλησία και ο Φίλης, ο Παππάς και οι τηλεοπτικές άδειες (ολέ) , το προσφυγικό και οι Αμυγδαλέζες (ολέ x2) , η 13η σύνταξη (δεν περιγράφω άλλο). Και όμως…Πέρα από τα γνωστά και σχεδόν αναμενόμενα δυο-τρία σκηνικά εκτόνωσης σε Εξάρχεια και γύρωθε Μαξίμου, νηνεμία. Μούδιασμα. Παραίτηση; Μπορεί όλα αυτά μαζί. Μπορεί και λίγο από το καθένα. Μπορεί και τίποτα από αυτά, αλλά κάτι άλλο που μένει να φανεί πως θα το πούμε.
Στα πρόθυρα του 2017, δεν ξέρω αν γίναμε σοφότεροι, φαίνεται όμως ότι γίναμε λίγο πιο αδιάφοροι, λίγο πιο χοντρόπετσοι. Θα πει κάνεις ότι οι γενικεύσεις είναι εύκολες και γι’ αυτό άδικες· ότι όλο και κάπου μες στη χρονιά, κάτι καλό κάναμε, κάπου πιαστήκαμε για να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, κάτι μας βοήθησε να ξαναβρούμε κατεύθυνση και πορεία. Παρ’ ολ’ αυτα, στο μέσο ορό, στη σούμα της χρονιάς, έχω την εντύπωση ότι κάπως «πέσαμε», κάπου χυθήκαμε και χάσαμε.
Το 2017 έρχεται και ήδη τρέμει το φυλλοκάρδι μας. Οι ευχές για μακροημέρευση και καλοτυχία θα περισσέψουν όπως πάντα. Είναι σίγουρο ότι τις έχουμε ανάγκη. Είναι βέβαιο ότι δεν είναι αρκετές. Αισιοδοξία αντλούμε από το γεγονός ότι συνεχίζουμε και αναπνέουμε, για να μην πω από τις συγκρίσεις που κάνουμε – σχεδόν αυτόματα και μαζί ενοχικά – με τους ανθρώπους εκείνους που τα έχουν χάσει όλα και έχουν γίνει μέσα σε ένα καλοκαίρι γείτονες μας σε χώρους υποδοχής, μετεγκατάστασης, επαναπροώθησης και πάει λέγοντας. Αν πρέπει να ευχηθώ κάτι για τη νέα χρονιά, αυτό θα είναι σύνεση και υπομονή, μετριοπάθεια και επιμονή. Αλλά και κάτι ακόμα, λίγο πιο δύσκολο: αρκετά με τις εύκολες «εξυπνάδες», τα τσιτάτα και τις τζαμπαμαγκιες. Βαρέθηκα να βλέπω σηκωμένες μπαντιέρες. Ώρα να δούμε και σηκωμένα μανίκια