Μέσα σε τρεις μέρες συνειδητοποίησε η Λαμία και η Φθιώτιδα το μήνυμα του πολέμου του 1940. Ήταν τότε που έφτασαν τα πρώτα μηνύματα από το μέτωπο για 3 νεκρούς από την περιοχή.
Η περιοχή βιώνει τα μηνύματα από το μέτωπο καθώς οι άνθρωποι τη διπλανής πόρτας ήταν στο κέντρο των επιχειρήσεων. Οι αναφορές για το μέτωπο και τις εξελίξεις εκεί ήταν άμεσα συνδεδεμένες και με τους ανθρώπους από την Στερεά Ελλάδα που βρίσκονταν στο κέντρο των επιχειρήσεων. Άλλωστε το 42ο Σύνταγμα των Ευζώνων κουβαλά πίσω του μια σημαντική ιστορία.
«Σε αυτό το Σύνταγμα των Ευζώνων καλούνταν οι κληρωτοί στρατεύσιμοι από τα ορεινά χωριά των νομών Φθιώτιδας, Ευρυτανίας, Φωκίδας και Βοιωτίας» σημειώνει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο καθηγητής Κώστας Μπαλωμένος που μελετά για χρόνια τα ιστορικά στοιχεία της περιοχής. Σ’ αυτό το Σύνταγμα από τους Βαλκανικούς πολέμους και από την συγκρότησή του ακόμα, την 23η Δεκεμβρίου του 1913, καλούνταν οι κληρωτοί βουνίσιοι της περιοχής για ευνόητους λόγους.
Το 42ο Σύνταγμα Ευζώνων της Λαμίας κρύβει πίσω του μια τρομακτική ιστορία στη Μικρά Ασία αλλά και στις μάχες της Ουκρανίας, όπου είχε παρουσία, και συγχρόνως μια άλλη ιστορία καθώς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τη διοίκησή του την είχε ο Νικόλαος Πλαστήρας ενώ στην Μιακρασία έγινε γνωστό ως Şeytan asker δηλαδή στρατός του Σατανά. Στον Ν. Πλαστήρα αποδίδουν οι ιστορικοί την ουσιαστική του συγκρότησή τους ως δομημένη στρατιωτική μονάδα ως εκστρατευτικό σώμα.
το 5/42 στη Σμύρνη
διλοχία του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων στην Οντέσα
«Ήταν ο Ν. Πλαστήρας που το οργάνωσε, εξαρχής με το που ανέλαβε τη διοίκησή του το ανασυγκρότησε, το εκπαίδευσε, το εφοδίασε με οπλισμό και υλικά και το μετέτρεψε σε μια γενναία πολεμική δύναμη» λέει χαρακτηριστικά ο κ. Κώστας Μπαλωμένος.
Λίγο μετά την κήρυξη του πολέμου το 1940, το 42ο Σύνταγμα των Ευζώνων βρίσκεται ακριβώς στην πρώτη γραμμή του πολέμου απέναντι στους «Κενταύρους» του Μουσολίνι, μια τεθωρακισμένη Ιταλική μεραρχία. Δέχεται ισχυρό βομβαρδισμό του πυροβολικού και αναγκάζεται να φτάσει λίγο νότια, στο Χάνι Δελβινάκι.
«Μέχρι τις 10 Νοεμβρίου οι Εύζωνες από τη Λαμία και την ευρύτερη περιοχή αναδιπλώθηκαν και έκαναν αποκρούσεις ιταλικών μικροεπιθέσεων συντηρώντας μια συγκεκριμένη τακτική. Από τις 13 Νοεμβρίου άρχισαν οι ελληνικές επιθέσεις και καταλήψεις χωριών. Από 14 Νοεμβρίου και μετά, καθώς εξελίσσεται η μεγάλη αντεπίθεση, συμμετείχε στην κατάληψη όλης της Βόρειας Ηπείρου μέχρι το τέλος της χρονιάς» σημειώνει ο καθηγητής κ. Κώστας Μπαλωμένος.
Στο ημερολόγιο του 42ου Συντάγματος Ευζώνων της Λαμίας καταγράφονται δεκάδες επιθέσεις όλο το επόμενο διάστημα, ακόμη και μέσα στο χειμώνα. Παρά το βαρύ χειμώνα οι Εύζωνες συνεχίζουν έως τα μέσα του Γενάρη της αποκρούσεις, έως ότου να σταθεροποιηθεί η γραμμή από το Πόγραδετς μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος και στη συνέχεια το Σύνταγμα τίθεται ως εφεδρεία.
Από τον Μάρτη που ξεκινάει η εαρινή Ιταλική επίθεση με πολλαπλάσιες δυνάμεις από το Μουσολίνι, το 42ο Σύνταγμα των Ευζώνων βρίσκεται και πάλι στην πρώτη γραμμή αποκρούοντας δεκάδες εχθρικές επιθέσεις. Όλα αυτά μέχρι τις 22 Μαρτίου 1941 που ο Μουσολίνι εγκαταλείπει την Αλβανία, συνειδητοποιώντας το μέγεθος της αποτυχίας. Μετά τη γερμανική εισβολή και την οπισθοχώρηση που διατάχτηκε στα μέσα του Απρίλη, οι Εύζωνες από τη Λαμία και τους γειτονικούς νομούς έχουν φτάσει στο Τεπελένι και υποχώρησαν σε αμυντική διάταξη στο Αργυρόκαστρο αλλά η υποχώρηση συνεχίζονταν με βάση τις εντολές.
Στις 26 Απριλίου 1941 κρίθηκε ότι πρέπει να απολυθούν οι έφεδροι αξιωματικοί και οπλίτες που κατάγονται από την Ήπειρο. «Προέκυψε τότε θέμα για το 42ο Σύνταγμα Ευζώνων, του οποίου οι οπλίτες δεν κατάγονταν από την Ήπειρο αλλά από τη Στερεά Ελλάδα» σημειώνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κώστας Μπαλωμένος και συνεχίζει λέγοντας πως «ο διοικητής της μεραρχίας με ευθύνη του, διέταξε να χορηγηθούν απολυτήρια και στους οπλίτες και αξιωματικούς του 42ου Συντάγματος Ευζώνων, γράφοντας όμως ως τόπο καταγωγής τους την περιοχή της Άρτας έτσι ώστε να δικαιολογείται η απόλυση και αυτών ως καταγόμενοι δήθεν από την Ήπειρο. Μάλιστα δόθηκαν και προφορικές εντολές να πάρουν μαζί τους όλα τα ζώα που προέρχονταν από την περιοχή της Λαμίας».
Σύμφωνα με τον κ. Μπαλωμένο οι Εύζωνοι κινήθηκαν μέσα από δύσβατες περιοχές για να φτάσουν τελικά στα χωριά τους σε όλη της Στερεά Ελλάδα περίπου στα μέσα Μαΐου 1941, αποφεύγοντας ωστόσο κατοχικές δυνάμεις.
Από τις νίκες στην εξαθλίωση και την πείνα
Φτάνοντας πίσω στα χωριά τους οι Εύζωνες άρχισαν να βιώνουν τα πρώτα δείγματα των ελλείψεων. Άρχισαν να βλέπουν τις τιμές να ανεβαίνουν, το παρεμπόριο και η μαύρη αγορά να εγκαθίσταται και τους μαυραγορίτες να δημιουργούν σχέσεις με τους κατακτητές για ίδιο όφελος.
Αν και αγροτικές οι περιοχές τους οι ελλείψεις άρχισαν να εμφανίζονται κυρίως από τα αστικά κέντρα, τη Λαμία και τις άλλες μεγάλες πόλεις. Τα βασικά τρόφιμα άρχισαν να απουσιάζουν ενώ οι τιμές εκτοξεύονται στα ύψη. «Η τιμή στο λάδι» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μπαλωμένος «προπολεμικά ήταν 44 δρχ η οκά. Τον Οκτώβριο του 1941 είχε ήδη φτάσει στην περιοχή 800 δρχ. η οκά, το Γενάρη του 1942 έφτασε σε 4.500 δρχ. η οκά και τον Δεκέμβρη του 1942 ανέβηκε σε 14.000 δρχ. η οκά».
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ακόμη και οι θάνατοι από την πείνα άρχισαν να αυξάνονται αλλά και συγχρόνως να αποκτούν και έναν ταξικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία έχει ταξινομήσει ο καθηγητής Κώστας Μπαλωμένος μελετώντας τα αρχεία από τις ενορίες της πόλης της Λαμίας, προκύπτει ότι σε ενορίες οι οποίες υπάρχουν σε αστικές περιοχές οι θάνατοι είναι αριθμητικά λιγότεροι σε σύγκριση με περιφερειακές ενορίες που είναι σε λαϊκές γειτονιές όπου είναι ιδιαίτερα αυξημένοι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του κ. Μπαλωμένου μόνο στην ενορία του Ιερού Ναού της Ευαγγελίστριας που καλύπτει αστική περιοχή της πόλης από τους 24 που απεβίωσαν το 1940 φτάνουμε στους 60 το 1942, αλλά ουσιαστικά οι θάνατοι σε σχέση με τον πληθυσμό είναι σαφώς περιορισμένοι.
Οι αστοί της πόλης έμποροι, γιατροί, δικηγόροι με υψηλά εισοδήματα αντιμετωπίζουν, όπως άλλωστε όλοι οι άλλοι, οικονομικές δυσκολίες και έλλειψη βασικών αγαθών για τη διατροφή τους, ωστόσο μπορούν και ανταποκρίνονται με εντελώς διαφορετικούς τρόπους, πιθανά πληρώνοντας όσο – όσο τα πρώτα είδη.
Σε περιφερειακές ενορίες όπως στην ενορία της Παναγίας Δέσποινας ενώ το 1940 είχαμε 43 θανάτους μεταξύ των οποίων 7 ήταν παιδιά, το 1942 καταγράφονται 102 θάνατοι μεταξύ των οποίων είναι 22 παιδιά.
«Η Λαμία ως πόλη, όπως και οι άλλες περιφερειακές πόλεις, έχοντας κατά βάση την συνδρομή της παραγωγικής δυνατότητας των γύρω χωριών διατήρησε κάποια σχετική αυτονομία βασικών αγαθών. Έχασε μεν ανθρώπους από την πείνα και το κρύο, χωρίς όμως να φτάσει σε κατάσταση λιμού, ούτε να πεθαίνουν οι άνθρωποι στο δρόμο» σημειώνει ο κ. Μπαλωμένος. Συγχρόνως ταξινομώντας τα θύματα εκείνης της περιόδου τονίζει πως «γέροντες ή άρρωστοι ήταν κυρίως τα θύματα της πείνας ή της έλλειψης θέρμανσης και φαρμάκων» και διαπιστώνει συγχρόνως ότι «οι αριθμοί προδίδουν πως τα παιδιά αντιστάθηκαν σχετικά περισσότερο από τους ενήλικες και τις ευάλωτες ομάδες».