Οι πρώτες σκέψεις για το «Κύπελλο Εορτών», ο πόλεμος που τα σταμάτησε όλα, ο λιμός που «θέριζε», το πρώτο Κύπελλο Χριστουγέννων, η boxing day της Ελλάδας, ο χαμός στα γήπεδα και το τελευταίο μεγάλο τουρνουά. Ο Zastro κάνει photostopστις γιορτές των δεκαετιών του ’50 και του ’60.
Κάποτε το ποδόσφαιρο στην Αθήνα ήταν γιορτή, άγγιζε τα όρια του κοινωνικού και κοσμικού γεγονότος. Άλλοτε ήταν η διέξοδος από τα πολύ σοβαρά προβλήματα που ταλάνιζαν την ελληνική κοινωνία, μια ευκαιρία για κάτι το «καινούριο», το εξωτικό, το πρωτόλειο υπό την έννοια ότι οι Έλληνες πολύ δύσκολα και πολύ σπάνια είχαν την ευκαιρία να δουν από κοντά ομάδες της αλλοδαπής και ο κάθε σύλλογος ακόμη και από τα Βαλκάνια αντιμετωπιζόταν σαν κάτι μαγικό, που αποτελούσε το απαραίτητο συστατικό για να βρεθεί το ποδόσφαιρο σε ευθεία γραμμή με τη γιορτινή ατμόσφαιρα μιας Αθήνας που διαρκώς άλλαζε, εξελισσόταν και εκμοντερνιζόταν.
Τα Χριστούγεννα εν αντιθέσει με την ευρεία παράδοση, πάντοτε ήταν αγαπημένη γιορτή των Ελλήνων, η γιορτή που μικροί και μεγάλοι ανέμεναν με λαχτάρα. Καθένας είχε τη δική του αποστολή: από νωρίς το πρωί την παραμονή τα πιτσιρίκια γυρνούσαν στις γειτονιές με τα αυτοσχέδια τρίγωνα και τα χάρτινα καραβάκια, έμπαιναν στις αυλές, τραγουδούσαν τα κάλαντα στις νοικοκυρές που απ’ το πρωί πάλευαν με τα γλυκά. «Καλήν εσπέραν άρχοντες». Τα παιδιά το τραγουδούσαν ολόκληρο, δεν άφηναν λέξη απ’έξω μήπως εκτός από το γλυκό τους ταρτάρουν και καμιά δεκάρα στα αρχοντόσπιτα. Ο πατέρας συνήθως έλειπε, είχε κατέβει στην αγορά από νωρίς για τα ψώνια.
Συνήθως οι Αθηναίοι έπαιρναν το τραμ και κατέβαιναν στου «Κίκιζα», το παντοπωλείο ολόκληρης της πόλης σχεδόν, Λένορμαν και Παλαμηδίου στο Μεταξουργείο. Πριν τον πόλεμο ξεκίνησε να λειτουργεί, έφτασε στο σημείο να απασχολεί πάνω από 20 υπαλλήλους και ότι δεν έβρισκαν οι Αθηναίοι στα μπακάλικα της γειτονιάς, θα το έβρισκαν σίγουρα στου «Κίκιζα».
Φορούσαν το καλό τους το κοστούμι και από Κολοκυνθού κατέβαιναν στη στάση «κίκιζα» όπως λεγόταν από στόμα σε στόμα. Έξω από αυτό το ιδιότυπο πρώτο super market της πρωτεύουσας, το αδιαχώρητο. Τις γιορτινές μέρες όπως τα Χριστούγεννα, μέχρι και Αστυφύλακας ήταν απ’ έξω για να διευκολύνει την εξυπηρέτηση των πελατών. Εκεί συνωστιζόταν ο κύριος όγκος των Αθηναίων.
Το «Κύπελλο Εορτών» και ο πόλεμος
Οι (λίγοι) έχοντες, οι πλούσιοι και οι τυχεροί, εξυπηρετούνταν από το Παντοπωλείο της «ελίτ», εκείνο του Θανόπουλου στα Χαυτεία, Σταδίου και Αιόλου γωνία, που προμήθευε τρόφιμα και τη βασιλική οικογένεια. Μέχρι και χαβιάρι έβρισκες στου Θανόπουλου, απέναντι από το «βασιλικό φωτογραφείο του Μωραΐτη».
Η αστική και ευγενής Αθήνα ψώνιζε το «χαβιάρι Γέλβας», το αυγοτάραχο, τα καλύτερα τυριά. Οι κυρίες της εποχής έστελναν το προσωπικό, σε κάποιες η επιχείρηση διέθετε και το αυτοκίνητό της για να μεταφέρει τα ψώνια του γιορτινού τραπεζιού στα αρχοντικά και τις επαύλεις. Ούτε λόγος ασφαλώς για ποδόσφαιρο, αυτό ανήκε αποκλειστικά στους «πληβείους», σ’ εκείνους που δεν είχαν άλλη διέξοδο διασκέδασης.
Άλλωστε εκείνα τα χρόνια, το άθλημα δεν ήταν διαδεδομένο, μπορεί να υπήρχαν και οι τρεις σημερινοί «μεγάλοι», αλλά η ΑΕΚ ήταν η ομάδα των προσφύγων, ο Ολυμπιακός του Πειραιά (που εκείνη την εποχή θεωρούνταν τελείως διαφορετικό και ξεχωριστό πράγμα από την Αθήνα) και ο Παναθηναϊκός η ομάδα κυρίως των Αθηναίων αστών. Υπήρχε ο πολύ δυνατός Πανιώνιος, επίσης σωματείο προσφύγων, ο Απόλλων Αθηνών, ο Ατρόμητος Πειραιά, πολλές ομάδες στα σπάργανα γιατί το ποδόσφαιρο γοήτευε τις λαϊκές τάξεις. Ήδη από το 1926 που συστάθηκε η ΕΠΟ, το ποδόσφαιρο αποτελούσε ατραξιόν για τον Έλληνα και τον Αθηναίο, βαθμηδόν αύξανε τους οπαδούς του και από στόμα σε στόμα γεννιούνταν οι καινούριοι ήρωες. Λίγα χρόνια μετά και μετά το πέρας του Εθνικού Πρωταθλήματος του 1939/40 γεννήθηκε η πρώτη σκέψη για ένα «Κύπελλο Εορτών», μια χριστουγεννιάτικη γιορτή με τη συμμετοχή όλων.
Τα έσοδα θα ήταν πολλά, ο κόσμος θα ήταν χαρούμενος, η ατμόσφαιρα γιορτινή και οι πολίτες με το 13ο μισθό στην τσέπη θα επέτρεπαν μια οικογενειακή οικονομική «εκτροπή» για ένα εισιτήριο της μιας και των δύο δραχμών. Όλα όμως τα σταμάτησε ο πόλεμος. Κι αν στην αρχή η Αθήνα δεν αντιμετώπιζε εμφανές πρόβλημα αφού το μέτωπο ήταν μακριά, τον Απρίλη του 1941 οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα και κάθε συζήτηση για οτιδήποτε έλαβε τέλος. Η αντίσταση από τους αποκαμωμένους Έλληνες μηδαμινή, είχε ξεκινήσει η εποχή του τρόμου, της ανέχειας, της τρομοκρατίας, της αυθαιρεσίας. Οι εισβολείς υφάρπαξαν κάθε λογής αγαθό οδηγώντας την οικονομία στον όλεθρο, η πείνα τον πρώτο χειμώνα της κατοχής καταδίκασε σε θάνατο χιλιάδες Αθηναίους, η Ελλάδα ψυχορραγούσε, που καιρός για ποδόσφαιρο.
Στους δρόμους της πρωτεύουσας είχαν βρεθεί αρκετοί νέοι πρόσφυγες, ενώ οι πρόσφυγες από το ’22 προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους στις παράγκες στις φτωχικές συνοικίες. Το γήπεδο της Λεωφόρου είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο, λίγο παραπέρα, στο Πεδίο του Άρεως από το φθινόπωρο του 1941 εμφανίστηκαν τα συσσίτια. Σταγόνα στον ωκεανό της πείνας. Αυξάνονταν οι λιμοκτονούντες, αυξάνονταν, οι εικόνες της εποχής με τα καροτσάκια να κουβαλούν αραδιασμένα πτώματα από τους δρόμους για το νεκροταφεία είναι αποτρόπαιες. Ο λιμός καταγράφηκε ως μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές τραγωδίες στον Β” Παγκόσμιο Πόλεμο, περισσότεροι από 350 χιλιάδες άνθρωποι ξεψύχησαν από την πείνα.
Όσο θέριζε ο λιμός, οι Αθηναίοι που δεν είχαν πρόσβαση στην αγροτική παραγωγή βρέθηκαν σε τραγικό αδιέξοδο. Ακόμη και οι «έχοντες», ακόμη και η αστική τάξη που υποτίθεται είχε τα μέσα για κάτι καλύτερο. Η αγορά δεν μπορούσε να καλύψει τις υπέρογκες ανάγκες των πολιτών, οι ελλείψεις που έφταναν στην εσκεμμένη και μη εξαφάνιση προϊόντων αύξησαν τρομακτικά τις τιμές και οι μαυραγορίτες βασίλευσαν.
Αστικές και μεσοαστικές οικογένειες που μέχρι πρότινος παράγγελναν αυγοτάραχο στο Θανόπουλο και αγόραζαν κρέας στου Κίκιζα, πουλούσαν τα πάντα, κινητά και ακίνητα σε εξευτελιστικές τιμές. Ολόκληρες οικογένειες εξαφανίστηκαν, η μαύρη αγορά και οι τοκογλύφοι ξεκλήρισαν όσους δεν διέλυσε ο λιμός. Το ποδόσφαιρο πλέον είχε αποκτήσει άλλη σημασία, διαφορετική έννοια.
Το πρώτο Κύπελλο Χριστουγέννων
Ήταν η ευκαιρία να ξεχαστεί ο λαός, ορισμένοι αποδίδουν την πρώτη απόπειρα για τη διοργάνωση του «Κυπέλλου Εορτών» (που αργότερα ονομάστηκε Κύπελλο Χριστουγέννων) το Δεκέμβριο του 1943, σε μια προσπάθεια του καθεστώτος να κρατά πειθήνιο και ευχαριστημένο το λαό. Γεγονός είναι ότι ο κόσμος είχε ελάχιστες διεξόδους και το τουρνουά εκείνον το Δεκέμβριο ήταν πραγματικά μάννα εξ ουρανού για τα μικρά παιδάκια που δεν άντεχαν άλλο τις εικόνες με τα καρότσια να μεταφέρουν τους ανήμπορους. Ανήμερα των Χριστουγέννων ήρθε και το πρώτο μεγάλο παιχνίδι στη Λεωφόρο: Ολυμπιακός Παναθηναϊκός. Πάνω από 10 χιλιάδες άνθρωποι ήταν παρόντες, ο Ολυμπιακός νίκησε με 5-2 και κατέκτησε το πρώτο άτυπο Κύπελλο Χριστουγέννων εν μέσω κραυγών χαράς από τους οπαδούς του, εκδρομείς από τον Πειραιά.
Την επόμενη χρονιά, οι εικόνες ήταν εξ ολοκλήρου διαφορετικές, η Ελλάδα ανέπνεε πληγωμένη μεν, αλλά ελεύθερη. Ήδη από τη 12η Οκτωβρίου 1944 ο λαός πλημμύρισε τους δρόμους γιορτάζοντας την επιβίωση από τη θηριωδία. Η διοργάνωση του Κυπέλλου Χριστουγέννων αναμενόταν εορταστική, απολύτως εναρμονισμένη με το κλίμα της εποχής. Κι όμως, για μια ακόμη φορά, η Ελλάδα και δη η Αθήνα δεν ανέπνευσε για πολύ τον αέρα της ελευθερίας και της διαγραφόμενης ευημερίας. Ξέσπασαν τα «Δεκεμβριανά» μία σειρά ένοπλων συγκρούσεων διάρκειας 33 ημερών στην Αθήνα το διάστημα Δεκεμβρίου 1944 – Ιανουαρίου 1945, η μοναδική ιστορικά περίπτωση κατά την οποία σημειώθηκαν πολεμικές συγκρούσεις τέτοιας έκτασης στην Αθήνα από καταβολής ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Η κατάκτηση του τουρνουά από την ΑΕΚ πέρασε σε δεύτερη μοίρα, άλλωστε η Λεωφόρος είχε ανατιναχτεί 23 Δεκεμβρίου, αφού παραπλεύρως βρίσκονταν οι φυλακές Αβέρωφ, ο στόχος των ανταρτών εξ αρχής. Ξανά το ποδόσφαιρο σε δεύτερη και τρίτη μοίρα, φυσικό επακόλουθο της εξαιρετικά έκρυθμης κατάστασης στην Αθήνα, η αναπόφευκτη ματαίωση κάθε τουρνουά. Πράγματι για μια διετία, το «Κύπελλο Εορτών» δεν διοργανώθηκε, τα παιδιά άλλωστε ήταν κλειδαμπαρωμένα στο σπίτι, οι γονείς δεν τα άφηναν καν να βγουν τα κάλαντα υπό το φόβο κάποιας αδέσποτης σφαίρας. Δεν μπορούσε, δεν άντεχε η Αθήνα να σηκώσει και τον εμφύλιο μετά την κατοχή.
Η κατάσταση έδειχνε να ομαλοποιείται προς το τέλος του 1946, διοργανώθηκαν κάποιοι φιλικοί αγώνες περίπου εορταστικού χαρακτήρα, ο Πανιώνιος θριάμβευσε επί του Ολυμπιακού, ο Εθνικός κέρδισε την ΑΕΚ που τύποις αργότερα κατέκτησε το φιλικό τουρνουά, επικρατώντας του Ολυμπιακού με 3-0. Επισήμως, η ΑΕΚ κατέκτησε το Κύπελλο το 1947, χρονιά που ο θεσμός δείχνει να παγιώνεται στις συνειδήσεις και το θυμικό των Αθηναίων. Την επόμενη σεζόν ο Ολυμπιακός «εκδικήθηκε» και κατέκτησε το Κύπελλο εν μέσω αποθέωσης, σιγά σιγά άλλωστε η Αθήνα επέστρεφε στην κανονικότητά της, τα παιδιά έπαψαν να είναι κλεισμένα στα σπίτια τους, δεν υπήρχαν απαγορευμένες περιοχές, η «Σκομπία» (εξ αιτίας του Αρχηγείου του Βρετανού Στρατηγού Σκόμπυ, το Κολωνάκι είχε μετονομαστεί σε Σκομπία) ξαναέγινε κέντρο της Αθήνας, η αγορά έδειχνε να ξαναπαίρνει μπρος με αργούς αλλά αισιόδοξους ρυθμούς.
Οι πρώτες σκέψεις και για συμμετοχή ξένων ομάδων στο τουρνουά επανήλθαν, το ενδιαφέρον και πάλι επέστρεφε στα προκατοχικά επίπεδα και η ατμόσφαιρα στην Αθήνα ξαναποκτούσε χριστουγεννιάτικο χρώμα. Οι φούρνοι της Αθήνας τα Χριστούγεννα ξαναγέμιζαν με λιχουδιές τις λαμαρίνες τους, τσουρέκια, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, ο φούρνος έμοιαζε με παραμυθένιο κόσμο για τα στερημένα παιδικά μάτια στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Οι ανακατεμένες μυρωδιές ξεχύνονταν απ’ τους φούρνους στα στενά και τους γύρω δρόμους, οι γειτονιές ξαναποκτούσαν χρώμα, τα παιδιά δειλά ξαναξεκίνησαν να παίρνουν το τριγωνάκι τους και να αμολιώνται από νωρίς το πρωί για τα κάλαντα. Κι αν δεκάρα-δεκάρα μάζευαν τα χρήματα, αγόραζαν έναν λουκουμά και μετά στριμώχνονταν στη φτηνή θύρα για να δουν τους εξωτικούς Αυστριακούς της Βίννερ που θα έπαιζε με τις ελληνικές ομάδες.
Η boxing day της Ελλάδας
Η τριπλέτα του ΠΟΚ έκλεισε τις κατακτήσεις της το Δεκέμβρη του 1949, με τον Παναθηναϊκό να στέφεται πανηγυρικά νικητής του Κυπέλλου Χριστουγέννων. Μπορεί για την ΕΠΟ να ήταν «Κύπελλο Εορτών», από στόμα σε στόμα όμως, οι Αθηναίοι το ονόμασαν Κύπελλο Χριστουγέννων και έτσι έμεινε στο μνημονικό, μέχρι που άλλαξε και η ονομασία του.
Η διοργάνωση του 1950 είναι πανηγυρική, για πρώτη φορά διαρκεί πάνω από 2 εβδομάδες, το γήπεδο γεμίζει, ο κόσμος διψάει για διασκέδαση και ποδόσφαιρο. Το 1950 είναι η χρονιά που η Ελλάδα αποκτά και με τη βούλα τη δική της boxing day. Θαρρείς και οι ομάδες το έκαναν επίτηδες, η πρώτη πανηγυρική διοργάνωση δεν είχε νικητή, ισοβάθμισαν όλοι στην πρώτη θέση, δεν είχε προβλεφθεί από κανέναν τι θα συνέβαινε σε περίπτωση ισοβαθμίας, δεν υπήρχε καν κανονισμός.
Η δεκαετία του ’50 είναι ουσιαστικά το διάστημα της μεγάλης αλλαγής, ο προπομπός της ευημερίας των 60’ς, οι Έλληνες ορθοποδούν και παρότι πληγωμένοι και χωρισμένοι στα δυο πολιτικά, προσπαθούν να τα βρουν στο ποδόσφαιρο. Ο Ολυμπιακός ξεκινούσε να χτίζει το μύθο του, η δεκαετία του ’50 είναι εκείνη που θα του χαρίσει το προσωνύμιο «Θρύλος», μαζί με τα 7 Πρωταθλήματα στη δεκαετία του ’50 θα κατακτήσει και 6 Κύπελλα Χριστουγέννων.
Η ομάδα με το Θανάση Μέρμηγκα και κυρίως το Γιώργο Ανδριανόπουλο επικεφαλής, είναι κυρίαρχη στο ελληνικό ποδόσφαιρο και υπό τις οδηγίες των αδελφών Γιάννη και Βαγγέλη Χέλμη, συστήνει στους φιλάθλους μια πλειάδα πολύ σημαντικών και πρωτοπόρων ποδοσφαιριστών της εποχής: Μπέμπης, Μουράτης, Ρωσσίδης, Δαρίβας, Κοτρίδης, Ψύχος, ο γνωστός και σήμερα Σάββας Θεοδωρίδης, ένας «εστέτ» τερματοφύλακας, ένας μεγαλοαστός που βοηθούσε ακόμη και συμπαίκτες του, χαρτζηλίκωνε οπαδούς του Ολυμπιακού, ήταν εκ των μοναδικών εκπροσώπων της αστικής τάξης στην ομάδα του λιμανιού.
Μια αστική τάξη που προϊόντος του χρόνου είχε ξαναστηθεί στα πόδια της και πλέον είχε αφήσει πίσω της τα απόνερα της κατοχής και του καταστροφικού εμφυλίου. Είχαν εμφανιστεί τα πρώτα ρεβεγιόν, οι πρώτες συνάξεις στα μεγάλα ξενοδοχεία, οι περίφημες γιορτές του Δημήτρη Λεβίδη, μεγάλου αυλάρχη του Βασιλιά Παύλου στο Χαρβάτι (έτσι λεγόταν τότε η Παιανία) ή του Σοφοκλή Παπανικολάου, επιμελητή της Βασιλικής Χορηγίας στο Παλαιό Ψυχικό. Δείπνος, χορός, απαστράπτουσες τουαλέτες για τις κυρίες, σμόκιν για τους κυρίους, μιας αθηναϊκής ελίτ που σιγά σιγά έκανε την επανεμφάνισή της στο προσκήνιο. Το ποδόσφαιρο γι’ αυτές τις τάξεις ήταν «λαϊκό», δεν είχε θέση στις συζητήσεις και τα ενδιαφέροντα, όλοι αυτοί οι άνθρωποι άλλωστε, έκαναν μια ζωή που απευθυνόταν σε ολίγους και εκλεκτούς.
Για τον υπόλοιπο κόσμο, τα Χριστούγεννα ήταν κατά βάση μια οικογενειακή, ανθρώπινη γιορτή, ήταν οι μυρωδιές από τις βασιλόπιτες και τα γλυκά στα διάσημα ζαχαροπλαστεία της εποχής, του «Φλόκα», του «Μπόκολα» στην πλατεία Κολωνακίου, του «Ζόναρς» στην Πανεπιστημίου. Ήταν της μόδας οι δυσεύρετες «κασετίνες» (χειροποίητο παντεσπάνι με ολόκληρα φουντούκια, τυλιγμένο με πραγματική σοκολάτα) για τις οποίες τρελαίνονταν τα παιδιά. Πιο πολύ όμως και από τις πάστες και τα γλυκά, τα αγόρια ήθελαν γήπεδο. Μέχρι το 1959 άλλωστε δεν είχε θεσμοθετηθεί η Α΄ Εθνική (που ήταν και η αιτία που το Κύπελλο Χριστουγέννων τελικά έφθινε και εν τέλει ματαιώθηκε επ’ αόριστον) και η μοναδική ευκαιρία για μαζεμένα ντέρμπι ήταν αυτά τα ιδιότυπα «Κύπελλα» που είχαν βρει οι ομάδες για να βελτιώσουν τα έσοδά τους.
Χαμός και «δίψα» για ποδόσφαιρο
Στα μέσα της δεκαετίας και οι τρεις του πρώην ΠΟΚ ξαναθέριεψαν, οι μάχες ήταν ομηρικές. Πρώτα ο Παναθηναϊκός του Πανάκη, του αρχηγού Παπαντωνίου, του Λινοξυλάκη (κατέκτησε το Κύπελλο το 1955), μετά η απαστράπτουσα ΑΕΚ του Κανάκη, του Πουλή, του Σταματιάδη (τροπαιούχος το 1956), ο Ολυμπιακός του Υφαντή, του Πολυχρονίου, του Ποσειδώνα (επέστρεψε στους τίτλους το 1957), το Κύπελλο Χριστουγέννων έγινε η αγαπημένη συνήθεια των φιλάθλων, που περιχαρείς και παρασυρόμενοι από το εορταστικό κλίμα γκρέμιζαν τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας συνήθως για να παρακολουθήσουν ποδόσφαιρο. Πατεράδες με τα παιδιά τους, οι μάνες πίσω στο σπίτι να προετοιμάζουν το γιορτινό τραπέζι, με τις γαλοπούλες να επαναεμφανίζονται στο μενού, τα φώτα στα σπίτια να παραμένουν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, τα τραγούδια και τα μαγαζιά να αναστενάζουν μέχρι το ξημέρωμα.
Προκαλεί νοσταλγία εκείνη η Αθήνα, είναι κάτι ξένο, παράταιρο με τη σημερινή εικόνα της, ειδικά σε σχέση με κάποιες γειτονιές και σημεία που τότε γνώριζαν μεγάλες δόξες. Όπως για παράδειγμα το ξενοδοχείο «Σεσίλ» και τα ξακουστά του χριστουγεννιάτικα ρεβεγιόν, όπου κατέφθαναν τα χαρακτηριστικά αυτοκίνητα της εποχής και έβγαιναν από μέσα ωραίες κυρίες με μακριές τουαλέτες.
Υπήρχε βέβαια και η Αθήνα της φτώχειας, εκείνη που τα έβγαζε πέρα δύσκολα, μόνο και μόνο όμως που ο εμφύλιος και οι Γερμανοί ήταν ένας εφιάλτης που πέρασε, ο κόσμος ήταν ευτυχισμένος, εκτιμούσε τη ζωή γιατί είχε γνωρίσει και την άλλη όψη του νομίσματος. Τι κι αν τα φανταχτερά ξενοδοχεία ήταν το σημείο συνάντησης των πλουσίων, τα σπίτια ακόμη και στις προσφυγικές συνοικίες των Αμπελόκηπων, γνώριζαν πιένες.
Στο γήπεδο χαμός. Ομάδες ξακουστές που οι φίλαθλοι γνώριζαν από τις εφημερίδες, έρχονταν για συμμετοχή σε σπουδαία φιλικά, συναισθανόμενες την πραγματικότητα έπαιζαν το ρόλο του «filler» στα χριστουγεννιάτικα τουρνουά. Ο Ολυμπιακός ήταν οδοστρωτήρας: κατέκτησε σερί τα τέσσερα τελευταία Κύπελλα Χριστουγέννων, του ξέφυγε μόνο εκείνο του 1958 που παραλίγο να κατακτήσει ο Απόλλων μετά από έναν δραματικό ισόπαλο αγώνα εναντίον της Ραπίντ Βιέννης. Τελικά το Κύπελλο δεν απονεμήθηκε σε κανέναν, ισοβάθμησε ο Απόλλωνας με τον Παναθηναϊκό στην πρώτη θέση και (ακόμα) δεν προβλεπόταν μπαράζ. Δεν είχε όμως καμία σημασία, ακόμη και στον αγώνα του Απόλλωνα, η Λεωφόρος είχε πάνω από 15 χιλιάδες κόσμο, το κοινό διψούσε για ποδόσφαιρο, τα Χριστούγεννά του τα είχε συνδυάσει με ποδόσφαιρο.
Το τελευταίο τουρνουά
Το τουρνουά του 1958 ήταν ουσιαστικά και το τελευταίο μεγάλο τουρνουά, μπαίνοντας στη δεκαετία του ’60 όλα είχαν αλλάξει, μαζί και το ποδόσφαιρο που έγινε περισσότερο ημι-επαγγελματικό παρά ερασιτεχνικό. Οι ποδοσφαιριστές εξελίσσονταν πολύ γρήγορα σε πρόσωπα αναγνωρίσιμα, ανακηρύσσονταν σε «Ζεν Πρεμιέ» της εποχής, όπως ο απαράμιλλος Μίμης Στεφανάκος που έφτασε μέχρι να παίξει και στον κινηματογράφο. Οκτώβρη του 1960 μάλιστα παντρεύτηκε και τη θρυλική Μάρθα Καραγιάννη, σε έναν γάμο που απασχόλησε, όλη την Ελλάδα.
Οι αστέρες της μπάλας ήταν πια αστέρες του σινεμά, ο θεσμός ενός Κυπέλλου που αποτελούσε κοινωνικό και κοσμικό γεγονός, έπαψε να έχει νόημα. Οι Αθηναίοι πια είχαν επιλογές, τα παιδιά πήγαιναν στον κινηματογράφο με τους γονείς τους, τα ζαχαροπλαστεία ολοένα και πλήθαιναν, το «Μινιόν» εξυπηρετούσε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, με καραβάνια από την επαρχία να καταφθάνουν στην Αθήνα για τα χριστουγεννιάτικα ψώνια. Μαζί με την Αθήνα του μαρασμού και των αντιφάσεων, έσβησε και το Κύπελλο Χριστουγέννων, έδωσε τη θέση του στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Α΄ Εθνικής, οι ξένες ομάδες επισκέπτονταν τη χώρα μας όχι πια για φιλικά, αλλά για τα Κύπελλα Ευρώπης. Η Αθήνα, η Ελλάδα, ο κόσμος ολόκληρος είχε προχωρήσει, είχε αφήσει πίσω του το χάος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, την ανέχεια, τη δυστυχία.
Τα Χριστούγεννα ήταν η μοναδική παράδοση που παρέμενε πάντοτε εκεί, με στέρεες βάσεις, η πιο μεγάλη οικογενειακή γιορτή των Ελλήνων, η περίοδος που ακόμη και οι πιο σκληροί μαλακώνουν, βάζουν λίγο νερό στο κρασί τους και ανοίγουν την καρδιά τους. Έτσι ήταν πάντοτε η Ελλάδα, είχε περιόδους με τα πάνω και κάτω, συν τω χρόνω ανακάλυψε και μελαγχολία στα Χριστούγεννα, που πια είναι «για τα παιδιά» όπως λένε οι περισσότεροι που ακουμπούν στην πραγματικότητα. Πάντα υπήρχε μια αδιόρατη μελαγχολία στα Χριστούγεννα, απλώς σε δύσκολους καιρούς βγάζει το μαγικό αόρατο μανδύα και γίνεται λίγο ορατή. Δεν έχει σημασία, η ζωή είναι γεμάτη στιγμές, το ποδόσφαιρο σε πολύ δύσκολους καιρούς κοντά 70 χρόνια πριν, χάρισε μοναδικές στιγμές με τους πιονιέρους του στον κόσμο. Οι στιγμές είναι πολύτιμες γιατί στις στιγμές κρύβονται οι αναμνήσεις, οι θύμησες, αυτό που ορίζει ο καθένας ως ευτυχία. Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα σε όλους. Ζήστε τις στιγμές.
Πηγή: contra.gr