Η Ελλάδα παράγει μεγάλο αριθμό επιστημόνων αλλά δεν μπορεί να τους αξιοποιήσει. Αυτό αποτυπώνεται στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα. Στο ίδιο συμπέρασμα κατατείνει έρευνα δύο Ελλήνων πανεπιστημιακών -του Γιώργου Κόλλια και του Γιάννη Λάμπρη-, που έχει δημοσιευθεί στο τεύχος του Δεκεμβρίου του έγκριτου περιοδικού Nature Immunology.
Ειδικότερα, σχεδόν για όλες τις χώρες του κόσμου, η σχέση μεταξύ χρηματοδότησης ως ποσοστού ΑΕΠ και αριθμού επιστημόνων/ ερευνητών είναι γραμμική. Δηλαδή, όσο περισσότερα χρήματα δίνει κάθε κράτος, τόσο περισσότερους επιστήμονες παράγει. Ωστόσο, η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση, καθώς δεν παρατηρείται αυτή η γραμμική σχέση. Συγκριτικά με την Ευρώπη, η Ελλάδα έχει αναλογικά καλύτερα μεγέθη στον τομέα της εκπαίδευσης ενώ στο σκέλος της έρευνας βρίσκεται στο καλύτερο άκρο του ευρωπαϊκού χάρτη, αφού παράγει πάρα πολλούς επιστήμονες συγκριτικά με τα χρήματα που δίνει.
Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της τελευταίας έκθεσης της Ε.Ε. για την Παιδεία στην Ελλάδα, η κρατική χρηματοδότηση αντιστοιχεί στο 4,5% του ΑΕΠ όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 5%. Επίσης, τα κονδύλια για την παιδεία αντιστοιχούν στο 7,6% του συνόλου των κρατικών δαπανών (π.χ. λόγω προγράμματος δημοσίων επενδύσεων), ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 10,3%. Ωστόσο, παρά το χρηματοδοτικό χάσμα, ο αριθμός των ατόμων μεταξύ 30-34 ετών που έχουν σπουδάσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι ο ίδιος σε Ελλάδα και Ευρώπη (37,2% στη χώρα μας – 37,9% ο ευρωπαϊκός μέσος όρος).
Αντίστοιχη είναι η εικόνα ως προς τις δαπάνες για την έρευνα και την ανάπτυξη, με την Ελλάδα να διαθέτει ποσό που αντιστοιχεί στο 0,6% του ΑΕΠ αλλά να βρίσκεται πολύ υψηλά στην παραγωγή ερευνητικού προϊόντος. Παρά τη μείωση της χρηματοδότησης, η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των πρώτων θέσεων ως προς τις επιστημονικές δημοσιεύσεις σε διεθνή περιοδικά. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (αντλεί δεδομένα από τη βάση Web of Science), το 2012 έγιναν 11.138 ελληνικές δημοσιεύσεις στα διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Με βάση τον αριθμό των δημοσιεύσεων σε σχέση με την εθνική δαπάνη για έρευνα και ανάπτυξη και συγκριτικά με το ερευνητικό δυναμικό στη χώρα, η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ετσι, όσον αφορά τον αριθμό των δημοσιεύσεων, για κάθε εκατομμύριο νομισματικής μονάδας που δαπανάται για έρευνα και ανάπτυξη στις χώρες της Ε.Ε., η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση μετά την Κροατία και τη Ρουμανία. Οσον αφορά τον αριθμό των δημοσιεύσεων ανά ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης ερευνητή για κάθε χώρα, η Ελλάδα εμφανίζεται στην έκτη θέση, μετά τις Ολλανδία, Κροατία, Ιταλία, Ιρλανδία και Σουηδία.
«H υψηλού επιπέδου επιστημονική έρευνα και η μετάφρασή της σε καινοτομία αποτελεί αδιαμφισβήτητα την ικανή αλλά και την αναγκαία συνθήκη για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας από καταναλωτική σε παραγωγική» λέει μιλώντας στην «Κ» ο Γιώργος Κόλλιας, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, καθηγητής Πειραματικής Φυσιολογίας στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, ο οποίος συνυπογράφει, μαζί με τον καθηγητή Ανοσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια Γιάννη Λάμπρη, τη δημοσίευση στο Nature Immunology. «Πιστεύω ότι οι τρεις άξονες στους οποίους δεν επικεντρώνεται η τρέχουσα πολιτική έρευνας στην Ελλάδα και στους οποίους θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή είναι κατά πρώτον, η αξιολόγηση, η χρηματοδότηση και η υλοποίηση των δημόσιων επενδύσεων να βασίζονται απαραίτητα σε αυστηρή και αντικειμενική τεκμηρίωση των αναπτυξιακών στοχεύσεων. Επίσης, η αναδιάρθρωση υποδομών και ανθρώπινου δυναμικού θα πρέπει να προηγηθεί της υλοποίησης όποιων νέων στρατηγικών επενδύσεων. Ως τρίτο άξονα, η χώρα θα πρέπει να επιδιώξει με συγκεκριμένα εργαλεία και κίνητρα την άμεση εισροή σημαντικού αριθμού νέων ερευνητικών ομάδων που θα πλαισιώσουν επιτυχημένες ερευνητικές δομές σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα» παρατηρεί ο κ. Κόλλιας.
Και όμως στην Ελλάδα «καταστρέφουμε» ή χάνουμε (με τη φυγή τους στο εξωτερικό) πολλά μυαλά λόγω των χρόνιων παθογενειών του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, όπως η παπαγαλία, και η έλλειψη στρατηγικής (πολλές σπουδές χρειάζονται εκσυγχρονισμό), και έλλειψης ανταγωνιστικότητάς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η κατάσταση θα αναστραφεί με τολμηρές αποφάσεις και όχι ιδεοληψίες και συντεχνιασμούς.
Πηγή: kathimerini