Μαζί με τον προσφάτως εκλιπόντα φωτογράφο Γιάννη Κυριακίδη και λίγους ακόμη εκλεκτούς συναδέλφους, ο Μιχάλης Παππούς έχει υπάρξει για τη Θεσσαλονίκη τα “μάτια” της πόλης για περισσότερα από πενήντα χρόνια. Καταγράφοντας με το φωτογραφικό του φακό μεγάλα και μικρά συμβάντα, ιστορικά γεγονότα και όσα ορίζουν την καθημερινότητα, έχει δημιουργήσει μια πολύτιμη συλλογή από ντοκουμέντα μιας εποχής που έχει πια χαθεί και μιας ιστορίας που εξακολουθεί να γράφεται.
Συνέντευξη του φωτογράφου Μιχάλη Παππού στην Ηλέκτρα-Αθηνά Αντωνιάδου
Ο Μιχάλης Παππούς λατρεύει τη Θεσσαλονίκη. Το παραλιακό μέτωπο με την απρόσκοπτη θέα στη θάλασσα και τον ορίζοντα, τον συναρπάζει. Οι άνθρωποι που κατά δεκάδες περνούν νωχελικά μπροστά από το φακό του, αποτελούν για κείνον ζωντανά φωτογραφικά κάδρα, ενώ τα χρώματα που βάφουν τον ουρανό την ώρα του ηλιοβασιλέματος αποτυπώνονται με την κάμερά του, έχοντας σωθεί σε όλο τους το μεγαλείο μέσα από ένα απλό, μαγικό “κλικ”.
Συναντήσαμε τον διακεκριμένο φωτογράφο στο γραφείο του στο κέντρο της πόλης, όπου παραμένει ενεργός και μάχιμος, για μια σύντομη συνέντευξη σχετικά με τη μακρόχρονη πορεία του στο χώρο της φωτογραφίας, που τόσα χρόνια υπηρετεί.
“Πότε και με ποια αφορμή μπήκε μέσα σας το ‘σαράκι’ της φωτογραφίας;”
“Δέκα χρονώ έζησα για πρώτη φορά το κλίμα του φωτογραφείου, πιάνοντας δουλειά το καλοκαίρι ως βοηθός στο γραφείο του Γιάννη Πένα στις Σέρρες, απ’ όπου κατάγομαι. Πλένοντας και στεγνώνοντας φωτογραφίες πέρασα τις “καλοκαιρινές διακοπές”, όπως τις λέμε σήμερα. Τότε, βέβαια, ο όρος δεν υπήρχε, οι περισσότερες οικογένειες ήταν φτωχές και από μικροί δουλεύαμε για να ενισχύσουμε το οικογενειακό εισόδημα. Ψάχνοντας, λοιπόν, δουλειά, μου πρότειναν μια θέση βοηθού κουρέα: θα ξεσκόνιζα το σβέρκο των πελατών μετά το κούρεμα, κερδίζοντας μία δραχμή πουρμπουάρ. Η θέση όμως είχε πιαστεί… έτσι, κατέληξα στο φωτογραφείο”.
“Πώς εξελίχθηκε εκείνο το πρώιμο παιδικό ‘φλερτ’ με τη φωτογραφική τέχνη;”
Στο γυμνάσιο συνέχισα, τα καλοκαίρια στο γραφείο και τους χειμώνες σχολείο το πρωί, δουλειά το απόγεμα. Άρχισα να εργάζομαι για τον Φώτη Ρίζο ως εργαστηριακός βοηθός, κι έβγαζα ταυτόχρονα χαρτζιλίκι τραβώντας και πουλώντας φωτογραφίες στους συμμαθητές μου. Στη 2α γυμνασίου, ο Ρίζος άρχισε να βλέπει πως του έβγαζα αρκετή και καλή δουλειά, αλλά καθώς είχα και την υποχρέωση του σχολείου, μια μέρα μου είπε: ‘Διάλεξε, ή θ’ ασχοληθείς με το σχολείο ή με τη φωτογραφία’. Στο σπίτι, εν τω μεταξύ, πήγαινα ήδη μισθό και αυτό του άρεσε του πατέρα μου. Έτσι, δε με πίεσε να συνεχίσω το σχολείο και από τα δεκατέσσερα άρχισα να δουλεύω συστηματικά ως φωτογράφος”.
“Στη Θεσσαλονίκη πότε ήρθατε;”
“Το 1963, με την προτροπή του αδερφού μου, ο οποίος άνοιξε τότε φωτογραφείο στη Χαριλάου”.
“Δηλαδή, 61 χρόνια φωτογράφος το σύνολο;”
“61 χρόνια φωτογράφος, απο το 1955. Επαγγελματικά από το 1959 και στη Θεσσαλονίκη από το 1963 …πενήντα τρία χρόνια”.
“Τι σας εμπνέει σε αυτή την πόλη;”
“Η Θεσσαλονίκη είναι ένας απέραντος καμβάς για το φωτογράφο, ιδιαίτερα η παραλία της, από τη λεωφόρο Νίκης μέχρι απέναντι, προς τον Όλυμπο. Και όχι μόνο η τοπιογραφία, αλλά και οι άνθρωποι που κάνουν τη βόλτα τους, τα ποδήλατα, οι χώροι όπου δεν κυκλοφορούν αυτοκίνητα και κινείται ο κόσμος. Είναι ένα θέμα απίστευτα όμορφο και για τον ερασιτέχνη, αλλά και για τον επαγγελματία. Ορισμένες φορές, κυρίως τους χειμερινούς μήνες, εκείνα τα φώτα του ουρανού λίγο πριν από το σούρουπο είναι μαγευτικά. Ύστερα είναι και η Άνω Πόλη, η Νέα Κρήνη… Θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχισμένο που επέλεξα να ζήσω εδώ, το οποίο εν πολλοίς οφείλω και στον αδερφό μου, που υπήρξε ένας απ’ τους βασικούς δασκάλους μου. Πόλη χωρίς θάλασσα… δε λέει.
Τα τσιμέντα και το γκρίζο δε με ενοχλούν. Δεν τα βλέπω, τα μάτια μου είναι προς τον Όλυμπο”.
“Από όλα τα γνωστά πρόσωπα που έχετε φωτογραφίσει, ποια σας έρχονται πρόχειρα στο νου;”
“Είχα μπλέξει κυρίως με τους πολιτικούς που έρχονταν στη βόρεια Ελλάδα: από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στον Καραμανλή τον νεότερο, τον Παπανδρέου τον νεώτερο, το Σαμαρά, και τα λοιπά. Ο Τσίπρας… προς το παρόν μου ‘χει ξεφύγει!”
“Κάποια γεγονότα στη Θεσσαλονίκη που αποτυπώσατε και σας έμειναν;”
“Εγώ ήμουν πολύ τυχερός, γιατί ως νέος φωτορεπόρτερ στην αγορά των εφημερίδων και των περιοδικών της πόλης είχα δύο μεγάλες επιτυχίες, που με βοήθησαν να ανέλθω. Η πρώτη ήταν στις 18 Απριλίου του 1973 στο γήπεδο της Τούμπας, όπου είχα τραβήξει τη φωτογραφία με τον Κούδα που βραβεύτηκε σε ευρωπαϊκό διαγωνισμό ως η “καλύτερη αθλητική φωτογραφία της χρονιάς”. Όχι τόσο για την ποιότητά της, όσο για την ετοιμότητα, γιατί τα γήπεδα εκείνη την εποχή είχαν ελάχιστο φωτισμό, δε μας βοηθούσαν στη δουλειά. Για να γράψει αυτή η εικόνα είχα εκβιάσει το φιλμ, το ‘πουσάρισα’.
Η δεύτερη και πρώτη χρονολογικά ήταν στις 6 Απριλίου 1971, όταν ένας τύπος που είχε σκοτώσει μια γυναίκα σ’ ένα έγκλημα πάθους, πήγε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και αυτοκτόνησε πέφτοντας από το κτήριο της Παλιάς Φιλοσοφικής. Τράβηξα τη μακάβρια φωτογραφία, την ώρα που έκανε τη βουτιά στο κενό. Ήταν επιτυχία το να είσαι για δεύτερο μόλις χρόνο στην αγορά, να συναγωνίζεσαι τον Κυριακίδη, έναν κολοσσό της φωτοδημοσιογραφίας, και να τον κερδίζεις σε αυτό το θέμα. Γιατί η είδηση αυτή εξελισσόταν σε δύο μέτωπα κι εκείνος κάλυπτε το πρώτο, το μέρος όπου βρέθηκε το πτώμα της κοπέλας, ενώ εγώ τυχαία βρέθηκα στο δεύτερο.
Άλλες φορές με κέρδιζε αυτός, θυμάμαι στις μεγάλες πλημμύρες που είχαν γίνει στην Κρύα Βρύση, κοντά στην Έδεσσα όπου, όντας πιο έμπειρος, είχε προωθηθεί με ένα τανκς του στρατού και την ΕΤ3, ενώ εγώ ακολουθούσα από απόσταση τριακοσίων μέτρων. Έτσι, τους βλέπαμε από μακριά πώς φωτογράφιζαν τους ανθρώπους να πνίγονται, ενώ δε μπορούσε να τους βοηθήσει κανείς. Την επομένη, το φωτορεπορτάζ το είχε ο Κυριακίδης”.
“Με το Γιάννη Κυριακίδη, σχέση περισσότερο συνεργασίας ή ανταγωνισμού;”
“Ανταγωνισμού… Στις αρχές, προτού ανοίξω το φωτογραφείο, μου είχε δώσει κάποιες μικρές δουλειές που δεν τις προλάβαινε, αλλά κατόπιν και σε όλη την κοινή μας πορεία στο χώρο, ήμασταν ‘κόντρα’. Ήταν μια ευγενής άμιλλα που είχε και τις σκληρές στιγμές της, αλλά ο Κυριακίδης μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω καλές φωτογραφίες, ώστε να τα καταφέρνω στο συν
αγωνισμό που είχαμε. Αυτό, διότι ιδιαίτερα στη δημοσιογραφική φωτογραφία το σύστημα λειτουργούσε ως εξής: αφού οι φωτογραφίες στέλνονταν στις εφημερίδες, οι δημοσιογράφοι τις άπλωναν σ’ ένα τραπέζι και διάλεγαν τις καλύτερες, χωρίς να βλέπουν ποιος τις έχει τραβήξει, ακόμη κι αν είχαν δεσμευτεί με παραγγελία. Αυτός ο ανταγωνισμός κράτησε για χρόνια.
Υπήρχαν πάρα πολλοί καλοί συνάδελφοι παράλληλα με μας. Εγώ κατάφερα να είμαι ο δεύτερος στην αγορά, αλλά θυμάμαι επίσης το Βασίλη το Μποζίκη, τον Κώστα τον Κούρο, το Γιώργο το Φουρκαλά που κάλυπτε αθλητικά θέματα, κι άλλους τόσους. Αλλά του Κυριακίδη εγώ του κόστιζα, γιατί έμπαινα στις δουλειές του, στα πόδια του…” (χαμόγελο).
“Ο κ. Κυριακίδης είχε ‘πατεντάρει’ ως αναπόσπαστο στοιχείο της δουλειάς του τη σκάλα. Εσείς είχατε ένα αντίστοιχο απαραίτητο ‘αξεσουάρ’;”
“Εγώ ήμουν το αντίθετο από τον Κυριακίδη. Όταν χρειαζόταν η σκάλα τη χρησιμοποιούσα, γιατί πράγματι το ‘από ψηλά’ είναι το κάτι άλλο. Γενικά, η τέχνη της φωτογραφίας είναι η αφαίρεση. Όλοι βλέπουμε ένα πράγμα, αλλά ο καλός φωτογράφος θα κάνει τη σωστή αφαίρεση και θα παρουσιάσει αυτό που πρέπει. Το φως και η αφαίρεση είναι πρωταρχικά στοιχεία της δουλειάς μας”.
“Στην αρχή με φιλμ και ασπρόμαυρα, σήμερα με ψηφιακές μηχανές και φώτοσοπ. Προσαρμοστήκατε εύκολα στη νέα εποχή της φωτογραφίας;”
“Αναγκαστικά. Οι βασικές ανάγκες του photoshop έχουν να κάνουν με την παιδεία που είχα στο σκοτεινό θάλαμο. Στην ουσία είναι σχεδόν το ίδιο. Σήμερα, στον υπολογιστή κάνω τις χρωματικές διορθώσεις μόνος στο άψε-σβήσε, ενώ κάποιες προχωρημένες λειτουργίες του προγράμματος, ρετούς και τα λοιπά, τις αφήνω στους γραφίστες-συνεργάτες μου”.
“Πώς βλέπετε το μέλλον της φωτογραφίας;”
“Από επαγγελματικής άποψης, σκοτεινό. Εν αρχή ην η κρίση. Ο κόσμος κοιτάει πρώτα ν’ αγοράσει ψωμί, κρέας, γάλα. Δεύτερον, η εικόνα απαξιώθηκε, διότι σήμερα ο κάθε πολίτης έχει τη δυνατότητα να την παράγει μόνος του. Στην κάλυψη κάποιας εκδήλωσης, για παράδειγμα, μέχρι εκείνη να τελειώσει, οι καλεσμένοι έχουν ήδη τραβήξει και αναρτήσει στο διαδίκτυο δεκάδες φωτογραφίες. Εμείς συνεχίζουμε να είμαστε εκεί, αλλά οι φωτογραφίες μας δεν έχουν τη ζήτηση που είχαν πριν από 10-15 χρόνια.
Τώρα κάνουμε το σταυρό μας ν’ αλλάξουν οι ταυτότητες, να φύγουμε απ’τη Σένγκεν και ν’ αρχίσει ο κόσμος να βγάζει φωτογραφίες για νέα έγγραφα και διαβατήρια. Το φωτορεπορτάζ πάει, στις ταυτότητες ελπίζουμε!..” (χαμόγελο).
Από το λεύκωμα του Μιχάλη Παππού:
Ο Μιχάλης Παππούς στο γραφείο του, 2016.