Εκατόν σαράντα μικροί ναοί (εκκλησάκια), κοινοτικοί, μοναστηριακά μετόχια ή ναΐδρια, που συνέθεταν τα συγκροτήματα των οικιών των αριστοκρατικών οικογενειών της πόλης, κοσμούσαν έως πριν από λίγα χρόνια την πόλη των Αθηνών, «μίαν πόλιν», όπως έγραφε ο δήμαρχος Αθηναίων Α. Πλυτάς, «που απηρτήζετο εν όλω από 160 οικοδομικάς νησίδας και εκατοικείτο από 8.000 χριστιανούς κατοίκους».
«Αι εκκλησίαι των παλαιών Αθηνών», σημείωνε στα 1940 ο διοικητής πρωτευούσης Κώστας Κοτζιάς, «έχουν την ωραίαν ιστορίαν, την οποίαν κατέστησε δραματικήν τούτο κυρίως το απίστευτον γεγονός: ότι ελληνικαί χείρες επραγματοποίησαν αμέσως με τους πρώτους μετά την απελευθέρωσιν χρόνους την καταστροφήν και εξαφάνισίν των».
«Ολαι ευρέθησαν κατά την απελευθέρωσιν της πόλεως εφθαρμέναι ή ηρειπωμέναι από τον επαναστατικόν αγώνα. Ολαι όμως ήτο δυνατόν να επανορθωθούν, όπως επηνωρθώθησαν όσαι υπάρχουσαι μέχρι σήμερον εκκλησίαι, η Καπνικαρέα, οι Αγιοι Θεόδωροι. Επηρεασμένη όμως η αρχαιολογία από το πνεύμα του κλασικισμού, το οποίον επεκράτει τότε εις τα γράμματα και εις τας τέχνας, και φανατικώς αντιμαχομένη τον ρομαντισμόν, που ηγάπα τα ιστορικά μνημεία, εστράφη εναντίον των με περιφρόνησιν και με μίσος» (Κώστας Μπίρης).
Ιστορική πορεία
Ανάμεσα στα εκκλησάκια που χάθηκαν, μαζί με σημαντικές πληροφορίες και μαρτυρίες της ιστορικής πορείας της πόλης, είναι η Παναγία του Πετρίτη (Παναγιά στην Πέτρα, στην περιοχή Μετς), που είχε κτιστεί στον αρχαίο ιωνικό ναό της Αγροτέρας Αρτέμιδος, η Σωτείρα της Παζαρόπορτας (ή Αγιος Σωτήρ), στη μεσημβρινή πύλη της Ρωμαϊκής Αγοράς, οι Αγιοι Ασώματοι στα Σκαλιά, στο μεσημβρινό άκρο της κιονοστοιχίας της δυτικής πλευράς της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, καθώς και η Αγία Θέκλα (Αγία Αγαθόκλεια ή Αγία του Οικονόμου), μέσα στο οικοδομικό τρίγωνο των οδών Ερμού, Αγίας και Κέβητος, στην περιοχή του Ψυρρή.
Από το εκκλησάκι της Αγίας Θέκλας είχε διασωθεί μόνον η εικόνα της αγίας των Αθηνών και είχε τοποθετηθεί στο Μοναστηράκι (Παντάνασσα ή Μεγάλο Μοναστήρι, στην ομώνυμη πλατεία). Σύμφωνα με πληροφορία του Κυριακού Πιττάκη: «Την εικόνα της αγίας Αγαθοκλείας ή Θέκλης, όπερ καθ’ ημάς είναι το αυτό, ότε επυρπολήθησαν αι Αθήναι υπό των Τούρκων, ημείς οι ενορίται σώσαντες αυτήν εις Αθήνας, ως πάτριον παλλάδιον, μεταφέραμεν εις Σαλαμίνα. Μετά δε την απελευθέρωσιν των Αθηνών, επαναφέραντες αυτήν εις Αθήνας, εθέσαμεν εν τη παρακειμένη εκκλησία επικαλουμένη το Μεγάλον Μοναστήριον».
Ο Κυριακός Πιττάκης, γόνος παλαιάς αθηναϊκής οικογένειας, ο οποίος συμμετείχε ως αγωνιστής στην Επανάσταση του 1821, θεωρείται ο ιδρυτής της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και είχε αντικρούσει τις θεωρίες του Φαλμεράιερ, με την ταξινόμηση ενός τεράστιου υλικού διάσπαρτων μνημείων. Είχε νυμφευθεί την Αικατερίνη Μακρή, αδελφή της Τερέζας, η οποία ενέπνευσε τον Λόρδο Βύρωνα («Κόρη των Αθηνών») κατά την παραμονή του στην Αθήνα, στην οικία Προκόπη Μακρή (οδός Αγίας Θέκλας 14).
Σε μικρή απόσταση, στη διασταύρωση των οδών Αγίας Ελεούσης και Κακουργιοδικείου, λειτουργούσε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ο ευμεγέθης και ιστορικός ενοριακός ναός της Αγίας Ελεούσας, όπου -σύμφωνα με πληροφορίες- είχαν βαπτισθεί οι θυγατέρες του Προκόπη Μακρή. Στη θέση του ναού της Αγίας Ελεούσας (Παναγίας Ελεούσας) ο Κυριακός Πιττάκης αναφέρει ότι υπήρχε βωμός αφιερωμένος στη Φιλανθρωπία.
Το Κακουργιοδικείο
Η στέγη του ευρύχωρου ναού κατέρρευσε την περίοδο της Επανάστασης, το κτίσμα είχε ερειπωθεί και λόγω της έλλειψης κατάλληλων κτισμάτων, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας, αποφασίσθηκε στο 1835 να μεταβληθεί σε αίθουσα συνεδριάσεων του Κακουργιοδικείου, επειδή «ειδικά στο Κακουργιοδικείο, είναι ο τόπος όπου και ο λαός συχνάζει. Η φύσις των υποθέσεων αι οποίαι το απασχολούν και προπάντων ο τρόπος με τον οποίον δικάζει το εξυψώνουν εις την φαντασίαν, εις τον σεβασμόν, εις την περιέργειαν, εις την συγκίνησιν, εις τον φόβο. Η αίθουσα του Κακουργιοδικείου είναι κατ’ εξοχήν το ιερόν της δικαιοσύνης, όπου ο εισερχόμενος νομίζει ότι βλέπει την θεάν με την ρομφαίαν και με τον ζυγόν να αποδίδει αυτοπροσώπως και ιδιοχείρως εις ένα έκαστον το δίκαιον».
Το διώροφο νεοκλασικό κτίριο, το οποίο περιέκλεισε ουσιαστικά τις τρεις κόγχες του ιερού και τον αύλειο χώρο, που παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως κοιμητήριο, οικοδομήθηκε σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν. Ο ναός της Αγίας Ελεούσας κάλυψε για μικρό χρονικό διάστημα τις λειτουργικές ανάγκες του συλλόγου «Ο Μέγας Βασίλειος», ενώ στο κτίριο του Κακουργιοδικείου στεγάζεται πλέον, μετά τις πρόσφατες εργασίες αποκατάστασης, η Βιβλιοθήκη της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Εκτός από την Αγία Ελεούσα, τέσσερις ακόμη ναοί των Αθηνών επρόκειτο να στεγάσουν τα δικαστήρια της χώρας: ο Αγιος Αθανάσιος Ψυρρή (στη διασταύρωση των οδών Αριστοφάνους και Αγίων Αναργύρων, που λειτούργησε ως ενοριακός ναός και κατεδαφίσθηκε τελικά στα 1856), ο ναός της Γεννήσεως του Χριστού, του Χριστοκοπίδη, το εκκλησάκι των Εισοδίων της Θεοτόκου (της Βλασσαρούς), πολύ κοντά στον ναό του Θησέως (στην ανατολική πλευρά της οδού Επωνύμων ή Ευωνύμων, μεταξύ Θησείου και Στοάς του Αττάλου), το οποίο είχε λειτουργήσει ως ενοριακός ναός στην περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Μετά την απελευθέρωση και για σύντομο χρονικό διάστημα στέγασε το Πρωτοδικείο και αργότερα επισκευάστηκε και λειτούργησε πάλι ως ενοριακός ναός της ομώνυμης συνοικίας. Κατεδαφίστηκε κατά τη διάρκεια των ανασκαφών της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής, στον χώρο της Αρχαίας Αγοράς. Η εικόνα της Παναγίας φυλάσσεται στον ναό του Αγίου Φιλίππου, στην οδό Αδριανού (απέναντι από τη Στοά του Αττάλου) και το εκκλησάκι των Αγίων Ασωμάτων (ή Αγιος Ασώματος, στα Σκαλιά), καθολικό παλαιάς μονής που είχε προσαρτηθεί στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, πιθανώς κτητορική της οικογένειας Χαλκοκονδύλη (10ος-11ος αιώνας), το οποίο τελικά κατεδαφίσθηκε το 1842 και ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για την αποθήκευση αρχαιολογικών ευρημάτων κατά την πρόοδο των ανασκαφών. Μικρό τμήμα τοιχογραφίας διακρίνεται ακόμη στην πρόσοψη της Βιβλιοθήκης, κοντά στην πύλη της Αγοράς.
Πηγή: δημοκρατία