Μισθούς πείνας λαμβάνουν χιλιάδες εργαζόμενοι στη χώρα μας σύμφωνα με όσα προκύπτουν από το ενημερωτικό σημείωμα του υπουργείου Εργασίας προς τη Διεθνή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, στο οποίο απεικονίζονται οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις και η κατάσταση στην ελληνική αγορά εργασίας.
Στα τάρταρα οι μισθοί
Στο ενημερωτικό σημείωμα, υπογραμμίζεται ότι, «με σκοπό την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας και τη διευκόλυνση της επανένταξης των ανέργων στην αγορά εργασίας, ο ονομαστικός κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22% και εισήχθη, το 2012, ακόμα χαμηλότερος μισθός (13% κάτω από το ελάχιστο) για τους νέους κάτω των 25 ετών. Επιπλέον, εισήχθη, το 2013, ένας νέος μηχανισμός καθορισμού του μισθού, που προβλέπει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση αντί των κοινωνικών εταίρων».
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου, τα οποία παρουσιάζει η Ναυτεμπορική, 126.956 εργαζόμενοι αμείβονται με μικτό μηνιαίο μισθό έως 100 ευρώ. Συνολικά 343.760 εργαζόμενοι αμείβονται με μηνιαίους μισθούς από 100 έως και 400 ευρώ μικτά. Ουσιαστικά πρόκειται για εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασία 2, 3 ημερών την εβδομάδα ή ακόμη και μερικών ωρών την εβδομάδα. Επίσης η ίδια πηγή αναφέρει ότι βάση στοιχείων του ΙΚΑ, ο μέσος μισθός για μερική απασχόληση κυμαίνεται από 400 ευρώ μικτά έως και 420 ευρώ μικτά το μήνα. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι στην Ελλάδα ο αριθμός των νεόπτωχων εργαζομένων που αμείβεται με μισθούς έως και 510 ευρώ μικτά ανέρχεται συνολικά σε 432.033 άτομα.
Παράλληλα στο σημείωμα του υπουργείου, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Αθηναϊκού Πρακτορείο, επισημαίνεται ότι σε συνδυασμό με τη βαριά φορολογία, τη μείωση των συντάξεων και των προνοιακών επιδομάτων και τις μεταβολές του δείκτη τιμών, η μείωση των μισθών, ιδιαίτερα του κατώτατου μισθού, οδήγησε στην κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας.
Συγκεκριμένα, η σωρευτική μείωση του ΑΕΠ ανήλθε στο 25% από το 2008, ενώ οι εργαζόμενοι έχασαν περίπου το 50% της αγοραστικής τους δύναμης, το οποίο οδήγησε σε σημαντική μείωση της εσωτερικής ζήτησης. Επιπλέον, η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί και τα νοικοκυριά που βρίσκονται στο κατώτατο επίπεδο της εισοδηματικής κλίμακας έχουν υποστεί σχετικώς μεγαλύτερες απώλειες στο πλαίσιο της συνολικής μείωσης των εσόδων που καταγράφεται στην οικονομία. Οι μειώσεις του κατώτατου μισθού όχι μόνο απέτυχαν να διευκολύνουν την επανείσοδο των ανέργων στην αγορά εργασίας, αλλά, αντίθετα, οδήγησαν σε μία άνευ προηγουμένου αύξηση των επιπέδων της ανεργίας.
Επιπλέον, τα υψηλά επίπεδα της ανεργίας των νέων, καθώς και η απότομη μείωση του κατώτατου μισθού, σε συνδυασμό με την εισαγωγή ενός ακόμα χαμηλότερου μισθού για τους νέους κάτω των 25 ετών, οδήγησε σε σημαντική αύξηση στις μεταναστευτικές ροές των νέων εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τη διάρκεια της περιόδου 2008-2013, 427.000 Έλληνες μετανάστευσαν σε αναζήτηση υψηλότερων αποδοχών και καλύτερων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, ενώ οι ετήσιες ροές διπλασιάστηκαν, μετά το 2010.
Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να κάνει χρήση του ανθρώπινου κεφαλαίου της με υψηλή εξειδίκευση, το οποίο θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας.
Επιπλέον, σύμφωνα με συγκριτικά στοιχεία, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ όπου ο κατώτατος μισθός μειώθηκε, κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αντίθετα, κατά την ίδια περίοδο, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 11,3% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 8,2% στο Βέλγιο, 7,6% στη Γαλλία, 5,6% στην Ολλανδία και πάνω από 20% σε ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Επίσης, άλλες οικονομίες που επηρεάστηκαν σημαντικά από την παγκόσμια ύφεση, μπόρεσαν να αυξήσουν τον κατώτατο μισθό – στην Πορτογαλία και την Ισπανία αυξήθηκε κατά 2%».
Για τις απεργιακές κινητοποιήσεις
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, στο εν λόγω ενημερωτικό σημείωμα τονίζεται ότι υπάρχει μία βαθιά ριζωμένη κοινωνική συναίνεση μεταξύ όλων των κοινωνικών εταίρων και των πολιτικών κομμάτων, που ενισχύεται από το εμπειρικό δεδομένο ότι δεν απαιτούνται ουσιαστικές αλλαγές αναφορικά με τις ομαδικές απολύσεις και το νόμο για τις απεργιακές κινητοποιήσεις.
Επίσης όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί αυταπόδεικτο γεγονός ότι οι «βέλτιστες πρακτικές» που πρέπει να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή, πρέπει να περιλαμβάνουν μόνο αυτές που συμμορφώνονται με το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, με την έννοια των πρόσφατων δηλώσεων του προέδρου Γιούνκερ για μία νέα Ευρώπη που θα παίρνει ΑΑΑ στην κοινωνική αξιολόγηση».
Με βάση τις πληροφορίες του Αθηναϊκού Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, στο ενημερωτικό σημείωμα επισημαίνονται μεταξύ άλλων ότι «το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εξαλείφθηκε σε έξι χρόνια, αλλά είναι, κυρίως, το αποτέλεσμα της δραστικής μείωσης των εισαγωγών, παρά της καλής επίδοσης των εξαγωγών.
Η μείωση των εισαγωγών έχει καθοριστεί από την πτώση της εγχώριας ζήτησης, ενώ η επίδοση των εξαγωγών έχει αποδειχθεί αρκετά ανεξάρτητη από τις τιμές εξαγωγών και, κυρίως, συνδέεται με τη διεθνή ζήτηση. Στα περισσότερα χρόνια, εκτός του 2013 και του 2014, οι αυξήσεις στις εξαγωγές συνοδεύτηκαν από αυξήσεις στην τιμή τους, ενώ οι μειώσεις με μειώσεις στην τιμή τους. Ακριβώς, το αντίθετο από αυτό που προβλέπεται στη θεωρία.
Αυτό σημαίνει ότι η εσωτερική υποτίμηση δεν έχει λειτουργήσει ως μηχανισμός ρύθμισης των εξωτερικών ανισορροπιών. Βελτιώσεις στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών οφείλονται, κυρίως, στην απότομη πτώση της εγχώριας ζήτησης, η οποία αντανακλά τη φτωχοποίηση του πληθυσμού, τα τελευταία χρόνια. Αυτός ο μηχανισμός έχει ήδη αγγίξει τα όρια κοινωνικής βιωσιμότητας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ο ελληνικός δείκτης για την προστασία της απασχόλησης (EPL) είναι οριακά πάνω από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ, μία σαφής ένδειξη ότι δεν χρειάζονται επιπρόσθετες μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας».
Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ