Σε δυσοίωνα συμπεράσματα καταλήγει η νέα έκθεση για τη διατροφική αξία των ψαριών και τη μελλοντική επάρκεια των αλιευμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, καταλήγοντας στο ότι μέχρι το 2050, τα ψάρια ενδέχεται να πάψουν να αποτελούν βασική πηγή τροφής και πρωτεΐνης για περίπου 800 εκατομμύρια ανθρώπους που προέρχονται κυρίως από αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίοι διατροφικά εξαρτώνται άμεσα από τα προϊόντα της αλιείας.
Η έκθεση, η οποία έχει τον τίτλο «Ψαρεύοντας πρωτεΐνη – Οι επιπτώσεις της θαλάσσιας αλιείας στην παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια έως το 2050» και συντάχθηκε από επιστήμονες του πανεπιστημίου του Κιέλου έπειτα από ανάθεση της WWF Γερμανίας, αναλύει τις δυνατότητες της βιώσιμης αλιείας μέχρι και το 2050, υπογραμμίζοντας πως ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων από φτωχές χώρες θα προτιμά να εξάγει τα ψάρια που αλιεύει και όχι να τα καταναλώνει, μη έχοντας όμως παράλληλα κάποια εναλλακτική πηγή πρωτεϊνών για τη διατροφή του.
Όπως τονίζει η περιβαλλοντική οργάνωση, ήδη το 61% των παγκόσμιων εξαγωγών σε ψάρια προέρχεται από αναπτυσσόμενες χώρες, την ίδια στιγμή που οι κάτοικοί τους εξαρτώνται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από αυτά ως βασική πηγή τροφής και πρωτεΐνης σε σχέση με τους κατοίκους του ανεπτυγμένου κόσμου.
Επομένως, δεδομένου ότι τα Ηνωμένα Εθνη στοχεύουν στην εξάλειψη της παγκόσμιας πείνας έως το 2030, η WWF καλεί τους φορείς λήψης αποφάσεων να θέσουν ως προτεραιότητα το ζήτημα της βελτίωσης της διαχείρισης της παγκόσμιας αλιείας, ώστε να διασφαλιστούν οι πολύτιμοι πόροι των θαλασσών και για τις επόμενες γενιές.