Η διώρυγα της Νέας Ποτίδαιας, που ενώνει τον Τορωναίο κόλπο με τον Θερμαϊκό μαγνητίζει τα βλέμματα όσων περνούν από εκεί. Παράλληλα, η μοναδική θέα πάνω από τη γέφυρα προκαλεί τον επισκέπτη να σταματήσει για λίγο να θαυμάσει το υπέροχο τοπίο. Δεν είναι τυχαίο που η πόλη αυτή, η οποία είχε ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή από την αρχαιότητα λόγω της γεωγραφικής της θέσης, ήταν γνωστή ως «Πόρτες της Κασσάνδρας». Ποια είναι όμως η ιστορία της διώρυγας της Κασσάνδρας;
“Οι πόρτες της Κασσάνδρας”
H διώρυγα της Κασσάνδρας είναι από τα δημοφιλέστερα αξιοθέατα της Χαλκιδικής. Πήρε το όνομά της από τη χερσόνησο, που παλαιότερα ονομαζόταν Παλλήνη και Φλέγρα. Η διώρυγα έχει μήκος 1.250 μέτρα και πλάτος 40 μέτρα. Σκοπός ήταν να διευκολύνει τη ναυσιπλοΐα και να προστατεύει την πόλη.
Την τελική της μορφή πήρε τη διετία 1935-1937 ενώ η γέφυρα κατασκευάστηκε μισό αιώνα αργότερα το 1970. Μέχρι τότε, οι κάτοικοι περνούσαν την αντίπερα όχθη με φέρι μποτ. Στο στενότερο σημείο της χερσονήσου, βρίσκεται ο παραθαλάσσιος οικισμός της Νέας Ποτιδαίας, ο οποίος ήταν γνωστός ως «Οι Πόρτες της Κασσάνδρας».
Τα αρχαία χρόνια αποικήθηκε από τους Κορίνθιους και είχε ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, καθώς βρισκόταν σε στρατηγική θέση, η οποία ήταν πλούσια σε κυνήγι και αλιεία. Πήρε μέρος στη μάχη των Πλαταιών και αργότερα αποστάτησε από την Αθηναϊκή συμμαχία. Ωστόσο, υπέστη μεγάλες καταστροφές όταν κατακτήθηκε από τους Μακεδόνες του Φιλίππου.
Ο Κάσσανδρος ανέλαβε την ανοικοδόμηση της πόλης και της έδωσε το όνομά του «Κασσάνδρεια». Τότε, υπολογίζεται ότι κατασκευάστηκε και η διώρυγα. Κατά μήκος της είναι εμφανές το διατείχισμα της αρχαίας πόλης, το οποίο χτίστηκε από τον Ιουστινιανό για να εμποδίσει τις επιδρομές των βαρβάρων, καθώς οι Ούννοι ισοπέδωσαν την πόλη το 540 μ.Χ. Θεωρείται το σημαντικότερο οχυρωματικό έργο της Χαλκιδικής, όπου οχυρώθηκαν για έξι μήνες οι επαναστατημένοι Έλληνες της περιοχής.
Τον Νοέμβριο 1821 οι Έλληνες ηττήθηκαν και η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς. Οι Τούρκοι πυρπόλησαν σπίτια, λεηλάτησαν τις περιουσίες και έσφαξαν τους κατοίκους της περιοχή, και το γεγονός έγινε γνωστό ως το «ολοκαύτωμα της Κασσάνδρας». Αρχές του περασμένου αιώνα η πόλη χτίστηκε ξανά από πρόσφυγες της ανατολικής Θράκης και ονομάστηκε Νέα Ποτιδαία.
Στην εσωτερική πλευρά του δρόμου που χωρίζει την πόλη από τη διώρυγα βρίσκεται το Ιουστινιάνειο τείχος, από το οποίο σώζονται κυρίως τμήματα από την οχύρωση της εισόδου στη χερσόνησο. Το τείχος καταλήγει δυτικά στο λιμάνι και ο δυτικότερος πύργος του βρέχεται από τη θάλασσα. Σε κοντινή απόσταση, ένα χιλιόμετρο νοτιοανατολικά της πόλης, βρίσκεται το εξωκκλήσι των Ταξιαρχών, χτισμένο το 1872, με υλικά από την αρχαία Ποτίδαια.
Η ιστορία της Ποτίδαιας
Η Ποτίδαια ήταν αρχαία δωρική πόλη που ιδρύθηκε από Κορίνθιους αποίκους γύρω στο 600 π.Χ., και ίσως επί εποχής του Περιάνδρου, στα δυτικά της Χαλκιδικής, που τότε ανήκε στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης.
Το 479 π.Χ. πολιορκήθηκε από τον Αρτάβαζο που ηγούνταν μεγάλης στρατιάς και συνόδευε τον Ξέρξη τον οποίον όμως η πόλη αντιμετώπισε νικηφόρα. Αργότερα υποχρεώθηκε να ενταχθεί στην Αθηναϊκή Συμμαχία, στην πραγματικότητα ως πόλη φόρου υποτελής. Παρά όμως την υποτέλειά της αυτή προς τους Αθηναίους, η Ποτίδαια συνέχισε να διατηρεί άριστες σχέσεις με την μητρόπολή της την Κόρινθο. Έτσι το 432 π.Χ. η Ποτίδαια αποστάτησε από την Αθηναϊκή Συμμαχία, συμμαχώντας με την Κόρινθο και τον Περδίκα. Η αποστασία παρέσυρε και άλλες πόλεις με συνέπεια να αποτελέσει μια από τις αιτίες του Πελοποννησιακού πολέμου.
Το 430 π.Χ., μετά τη Μάχη της Ποτίδαιας, η πόλη αναγκάσθηκε να παραδοθεί λόγω λιμού που είχε ενσκήψει όπου κατά τον Θουκυδίδη οι κάτοικοι έφθασαν στο σημείο να τρώνε πτώματα. Στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου η Ποτίδαια περιήλθε στον έλεγχο των Λακεδαιμονίων, οπότε και συμμετείχε στο Κοινό των Χαλκιδέων. Το 363 π.Χ. οι Αθηναίοι την ανακατέλαβαν αλλά το 356 π.Χ. αναγκάσθηκαν να την εγκαταλείψουν στον Φίλιππο, ο οποίος την κατέστρεψε και παραχώρησε τα εδάφη της στην Όλυνθο.
Αργότερα, ο Μακεδόνας βασιλιάς Κάσσανδρος έχτισε στην ίδια τοποθεσία την Κασσάνδρεια το 316 π.Χ., μαζί με την Θεσσαλονίκη και την Ουρανούπολη. Στην νέα πόλη ενσωματώθηκε όχι μόνο η παλιά Ποτίδαια, αλλά και οι επιζώντες της Ολύνθου και οι άλλες πόλεις της Παλλήνης. Ο Μακεδών βασιλεύς προίκισε τη νέα του πόλη με πλούσια καλλιεργήσιμη γη και κάθε λογής δικαιώματα. Από ιστορικές μαρτυρίες μαθαίνουμε ότι η ελληνιστική Κασσάνδρεια διέθετε βουλή, νομοφύλακες, στρατηγούς, ταμίες, δήμους και φυλές.
Αργότερα, το 288 π.Χ. βρήκε εκεί καταφύγιο ο ηττημένος από τον Πύρρο, Δημήτριος Πολιορκητής, όπου αφού μεταμφιέστηκε, αγκυροβόλησε από το λιμάνι της για την νότια Ελλάδα. Έτσι προσωρινά η Κασσάνδρεια έπεσε στα χέρια του νικητή. Αργότερα φαίνεται πως την χάρισε ο Λυσίμαχος στην σύζυγό του Αρσινόη. Πολύ πιθανόν κατά την χρονική εκείνη περίοδο, η κόρη του Ευρυδίκη, χάρισε την ελευθερία στην πόλη που προσωρινά μετονομάστηκε σε Ευρυδίκεια. Κατά την διάρκεια της Λυσιμάχειας κατοχής, αναφέρεται στην Κασσάνδρεια- Ευρυδίκεια ένα επώνυμο ιερατείο. Το 281 π.Χ. μετά τον θάνατο του συζύγου της και του Σελεύκου, η Αρσινόη αφού μεταμφιέστηκε ρακένδυτη, έφυγε λαθραία από την Έφεσο και βρήκε καταφύγιο στην μακεδονική πόλη μαζί με τους υιούς της, ελπίζοντας πως οι Μακεδόνες θα όριζαν βασιλέα τον μεγαλύτερο υιό της που ήταν 18. Σε διάστημα λίγου καιρού (280/79 π.Χ.) η αδύναμη πλέον Αρσινόη -πιεζόμενη εδώ και καιρό από τον ετεροθαλή της αδελφό Πτολεμαίο Κεραυνό να την νυμφευθεί- τον υποδέχθηκε στην Κασσάνδρεια. Όμως ο Πτολεμαίος, αφού την νυμφεύθηκε και την έστεψε βασίλισσα της Μακεδονίας, δολοφόνησε εν ψυχρώ τα παιδιά της Φίλιππο και Λυσίμαχο, αθετώντας τους όρκους που είχε πάρει. Έκτοτε ήταν στην κυριαρχία του Πτολεμαίου (280-279 π.Χ.).
Μετά την εισβολή των Γαλατών στην Μακεδονία (279 π.Χ.) τύραννος στην Κασσάνδρεια κατέστη ο σκληρός Απολλόδωρος (279-277 π.Χ.), ενώ στη συνέχεια όταν ο Αντίγονος έγινε βασιλεύς της Μακεδονίας, ξεκίνησε την πολιορκία της Κασσάνδρειας που κράτησε περίπου δέκα μήνες (277 π.Χ.). Πολιόρκησε την πόλη ανεπιτυχώς, διότι η Σπάρτη συνέδραμε τον Απολλόδωρο. Τελικά ο Αντιγονίδης βασιλεύς άφησε δύναμη υπό τον Φωκέα πειρατή Αμεινία, μαζί με Αιτωλούς πειρατές και 2.000 πεζούς. Ταυτόχρονα παραπλάνησε τον Απολλόδωρο με συνθήκη ειρήνης, γιατί από την δεκάμηνη πολιορκία οι Κασσανδρείς υπέφεραν από έλλειψη τροφίμων. Με αυτό το τέχνασμα ο τύραννος εφησύχασε και με αιφνιδιαστική επίθεση του Αμεινίου, τα ελλιπώς φρουρούμενα τείχη της πόλεως έπεσαν, όπως έπεσε και χωρίς αντίσταση η πόλη.
Το 199 π.Χ. -στα πλαίσια του Β΄ Μακεδονικού πολέμου (200-196 π.Χ.), ο ρωμαϊκός στόλος του Λευκίου Απουστίου που συνέπραξε με τον περγαμηνό του Αττάλου, πολιόρκησαν ανεπιτυχώς την Κασσάνδρεια, χάρη στην πείσμονα αντίσταση της μακεδονικής φρουράς της. Ακόμα, κατά την διάρκεια του τρίτου Μακεδονικού πολέμου (172-168 π.Χ.), τον Ιούνιο του 169 π.Χ., η πόλη μαζί με την Αίνεια, την Θεσσαλονίκη και την Αντιγόνη, απέκρουσαν ηρωικά τις επιθέσεις του ρωμαϊκού στόλου του Γάιου Μάρκιου Φίγλου, στον οποίο συνέδραμαν ο Ευμένης και ο Προυσίας.
Ωστόσο, το 168 π.Χ. η πόλη ακολούθησε την τύχη της λοιπής Μακεδονίας και έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων. Το 43 π.Χ. , με διαταγή του Βρούτου, ο τότε ανθύπατος της Μακεδονίας Q. Hortensius Hortalus ίδρυσε στην Κασσάνδρεια μια αξιόλογη ρωμαϊκή αποικία, η οποία το 30 π.Χ., επί Αυγούστου, ενισχύθηκε με νέους αποίκους, απέκτησε το ιταλικό δίκαιο και έλαβε την επίσημη ονομασία Colonia Iulia Augusta Cassandrensis. Η επικράτεια της αποικίας είχε συμπεριλάβει μέσα στα όριά της ολόκληρη τη χερσόνησο της Παλλήνης, καθώς και τα εδάφη που εκτείνονταν βόρεια από τη διώρυγα ως τους πρόποδες του Χολομώντα και ανατολικά ως τη σημερινή Νικήτη. Έτσι ακολούθησε η εκ νέου ανάπτυξή της. Περίπου τότε κατασκευάστηκε και η σημερινή διώρυγα.
Το 540 μ.Χ. οι Ούννοι εισέβαλαν στην βυζαντινή Μακεδονία και κατέστρεψαν την Κασσάνδρεια. Ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός Α’ την ανοικοδόμησε με ένα ισχυρό κάστρο, το διατείχισμα που σώζεται ακόμη και σήμερα. Το κάστρο της, ήταν ιδιαίτερης σημασίας για την ασφάλεια ολόκληρης της χερσονήσου, δέχτηκε επισκευές από τον Ιωάννη Παλαιολόγο το 1407 και αργότερα από τους Βενετούς που χρησιμοποίησαν την πόλη για ναυτική τους βάση. Το 1430 ήρθε υπό τουρκική κυριαρχία.
Με την Ελληνική Επανάσταση του 1821, η παλιά οχύρωση επισκευάστηκε και επαναχρησιμοποιήθηκε, ενώ την ίδια περίοδο έγινε εκ νέου ανακατασκευή της διώρυγας. Το ίδιο έτος, οι επαναστατημένοι κάτοικοι της Χαλκιδικής, οχυρώθηκαν στο κάστρο. Πάλεψαν σκληρά μέχρι την «αναταραχή της Κασσάνδρας», το γνωστό «ολοκαύτωμα», το οποίο γιορτάζεται με επίσημους εορτασμούς κάθε χρόνο στην επέτειο της 14 Νοεμβρίου.
Η Νέα Ποτίδαια
Σήμερα επάνω στα ερείπια της Ποτίδαιας βρίσκεται η Νέα Ποτίδαια, η οποία παρουσιάζει πλέον μια αλλιώτικη εικόνα. Πεζοδρομημένη, με χώρους ποδηλασίας, κιόσκια, γεφύρια και μια παραλία δύο χιλιομέτρων στα ανατολικά της προσφέρεται για περιπάτους και βουτιές στη θάλασσα. Από τη δυτική πλευρά της αν και η ακτή είναι απότομη λειτουργεί ιχθυόσκαλα και η μαρίνα είναι γεμάτη επαγγελματικά και ερασιτεχνικά πλοιάρια.
Το φρέσκο καλό ψάρι στην περιοχή είναι «εκ των ων ουκ άνευ» και υπάρχουν πολυάριθμες τοπικές ταβέρνες με μαγευτική θέα στον ισθμό όπου μπορεί να το απολαύσει ο επισκέπτης. Οι ρομαντικοί μπορούν να απολαύσουν το ηλιοβασίλεμα κάτω από το φάρο της Νέας Ποτίδαιας, που βρίσκεται στην άκρη της παραλίας και έπειτα να δροσιστούν πίνοντας το ποτό τους σε κάποιο από τα μπαράκια της περιοχής που «αγκαλιάζονται» με τη θάλασσα, παρατηρώντας τα άστρα υπό τους ήχους μελωδικής μουσικής.
Η σημερινή Ποτίδαια αποτελεί όχι μόνο το πέρασμα που οδηγεί στις υπόλοιπες ειδυλλιακές περιοχές της Κασσάνδρας, αλλά και ένα γνωστό θέρετρο διακοπών που συνδυάζει το πράσινο με τα γαλάζιο.
Πληροφορίες για την Κασσάνδρα
Η χερσόνησος της Κασσάνδρας, είναι η πιο πυκνοκατοικημένη από τις τρεις χερσονήσους της Χαλκιδικής. Εκτός από τις δαντελένιες ακτές της που εκτείνονται για αρκετά χιλιόμετρα και τα κρυστάλλινα νερά, προσφέρει έντονη νυχτερινή ζωή με δεκάδες μπαράκια κατά μήκος των ακτών ή μέσα στα χωριά, ιαματικά λουτρά, μεγάλες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, καθώς και ψυχαγωγία στα φεστιβάλ Σάνη και Σίβηρης, το καλοκαίρι.
Η Κασσάνδρα είναι το δυτικότερο άκρο της Χαλκιδικής και βρίσκεται πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη. Η είσοδος στην Κασσάνδρα είναι εντυπωσιακή, καθώς ενώνεται με την Χαλκιδική με τη γέφυρα της Νέας Ποτίδαιας, το πρώτο χωριό που συναντά ο επισκέπτης. Στην ουσία η χερσόνησος της Κασσάνδρας είναι νησί που χωρίζεται από τη στεριά με τη διώρυγα της Ποτίδαιας, απο όπου η πανοραμική θέα είναι εκπληκτική ιδιαίτερα το ηλιοβασίλεμα.
Αξίζει να αναφερθεί ότι το αρχαίο όνομα της Κασσάνδρας ήταν Φλέγρα, το οποίο σημαίνει τόπος φωτιάς. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία η περιοχή ήταν η πατρίδα των Γιγάντων και έγινε πεδίο μάχης κατά την εποχή των γιγαντομαχιών, όταν προσπάθησαν οι γίγαντες να διώξουν τους θεούς από τον Όλυμπο.
Πηγές: iefimerida.gr, mixanitouxronou.gr, halkidiki.com, Βικιπαίδεια