Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας-Dreamers,από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης
Αν επιμέναμε να διαβάζουμε σωστά τον τίτλο της κωμωδίας του Σαίξπηρ, ίσως θα βρίσκαμε ευκολότερα το κλειδί για να αποκρυπτογραφήσουμε τα σήματα που εκπέμπει. Η νύχτα που ξημερώνει του Αι Γιαννιού είναι σημαδιακή για ολόκληρο τον ευρωπαικό χώρο. Γιορτή λαικη, αγροτική, γιορτή της καρποφορίας των δέντρων, μέρα του Κλήδονα.
Χωρίς αυτό το κλειδί η «καλοκαιρινή νύχτα» του Σαίξπηρ κινδυνεύει να μείνει ερμητικά κλειστή. Γιατί αυτή είναι η αιτία για όλα. Αυτή επιτρέπει την συνάντηση και την αλληλεπίδραση των τριών ομάδων που κινούνται στην σκηνή. Των Αθηναίων ευγενών, των μαστόρων και των ξωτικών.
Ο Σαίξπηρ τις παρουσιάζει μία- μία στη σκηνή, όπως μπαίνουν τα μουσικά θέματα. Ύστερα αναπτύσσει μια πολυδαίδαλη φούγκα. Οι ευγενείς είναι τα ξύλινα πνευστά, οι μαστόροι τα χάλκινα, τα ξωτικά τα έγχορδα, ο Πούκ η διαπασών. Τρείς κόσμοι που συμφύρονται, συγχέονται, χωνεύονται μέσα στο δάσος και γίνονται τελικά φύση. Είναι η φύση στα στοιχεία της. Ορατά και αόρατα.
Όταν οι κόσμοι αυτοί, με την αυγή, χωρίζονται, όταν η μέρα «τακτοποιεί» της νύχτας την παρεκτροπή, όταν η σύμβαση ανέβει πάλι στο βάθρο της για να κυβερνήσει θεούς και ανθρώπους, οι τελευταίοι θα ντρέπονται, θα κρύβουν το πρόσωπο τους θα θάβουν βαθιά μέσα τους τη νυχτερινή απολύτρωση.
Όταν το ερωτικό κουαρτέτο των νέων ξυπνήσει από την ονειρική περιπλάνηση, όταν επανασυνδεθεί με την πραγματικότητα, θα ξαναντυθεί την σύμβαση και θα περιγελάσει την παράσταση των μαστόρων. Εκείνοι που την νύχτα «γδύθηκαν» το άτομο τους θα απαιτήσουν ένα φεγγάρι και ένα τοίχο από τους αυτοσχέδιους θεατρίνους, οι οποίοι, άθελα τους, δίνουν ένα μέγιστο και τελευταίο μάθημα: πως με την τέχνη μπορείς να βρείς το άλλο και την ημέρα, κάθε μέρα.
Η παράσταση του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης καταφέρνει να κινήσει το ενδιαφέρον εκ των ενόντων, χωρίς πολυδάπανα σκηνικά ή κοστούμια εντυπωσιασμού.Η σκηνοθεσία του Στέλιου Χατζηαδαμίδη κατορθώνει να βρεί ένα ικανοποιητικό σημείο ισορροπίας μεταξύ του χιούμορ και της συγκίνησης.
Αναφορικά με το καστ των ηθοποιών σαφώς ξεχώριζε, ανάμεσα στην τεράδα των νεαρών ευγενών, η Ελένη,η οποία ήταν εξαιρετική και στον δεύτερο ρόλο της ως αρχιμάστορας. Κινησιολογικά ήταν άψογη, με σωστή αίσθηση συγχρονισμού και έναν αυθορμητισμό που κέρδιζε τον θεατή από τα πρώτα λεπτά. Επίσης όλα τα μέλη της ομάδας των μαστόρων ερμήνευσαν με μπρίο και ενάργεια τους ρόλους τους. Λιγότερο πειστικοί φάνηκαν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας των ευγενών και τα ξωτικά.
Τέλος, στα θετικά της παράστασης συγκαταλέγεται και η ενδιαφέρουσα πρωτότυπη μουσική του Αδάμ Σιάγα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ