Μετά την επικράτηση του Brexit στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουλίου, ένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν είναι η εμπορική και η οικονομική σχέση που θα έχουν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το «διαζύγιο».
Όλοι οι δελφίνοι για τη βρετανική πρωθυπουργία, είτε υποστήριξαν το Brexit είτε Bremain, είναι υπέρ της μεγαλύτερης δυνατής πρόσβασης του Ηνωμένου Βασιλείου στην ενιαία αγορά με δεδομένο ότι σχεδόν οι μισές βρετανικές εξαγωγές έχουν ως προορισμό την υπόλοιπη Ε.Ε. Παράλληλα οι πάροχοι υπηρεσιών, όπως οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρείες, χρειάζονται πρόσβαση ώστε να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται ελεύθερα στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Τι είναι όμως αυτή η περίφημη ενιαία αγορά; Πώς λειτουργεί, ποια είναι τα οφέλη που μας προσφέρει, και τέλος ποια είναι τα διλήμματα που αντιμετωπίζει το Ηνωμένο Βασίλειο;
Τι είναι η ενιαία αγορά;
Η ενιαία αγορά είναι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Προσφέρει στους πολίτες κάθε κράτους-μέλους το δικαίωμα να εργάζονται, να σπουδάζουν, να επιχειρούν και να συναλλάσσονται σε οποιαδήποτε από τις χώρες που την απαρτίζουν.
Η ενιαία αγορά λειτουργεί με ελεύθερα εσωτερικά σύνορα και στη βάση της τελωνειακής ένωσης, κάτι που σημαίνει ότι μία επιχείρηση μπορεί να εξάγει αγαθά σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος επιθυμεί, χωρίς να καταβάλλει δασμούς και χωρίς να υφίσταται περιορισμούς. Η Ε.Ε. επιβάλει κάποια ενιαία ποιοτικά κριτήρια, τους αποκαλούμενους εναρμονισμένους κανόνες, που αποσκοπούν πρωτίστως στην προστασία των καταναλωτών, της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος.
Σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες, που αναλογούν στο 70% της οικονομικής δραστηριότητας στην Ε.Ε., η ενιαία αγορά επιτρέπει στον κάθε πολίτη να ιδρύει επιχείρηση σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος επιθυμεί, αλλά και να παρέχει υπηρεσίες σε όλες τις χώρες-μέλη, κι όχι μόνο εκεί όπου εδρεύει. Οι ίδιες ελευθερίες ισχύουν για την ίδρυση θυγατρικών εταιρειών και για συνεργασίες με τοπικούς εργολάβους.
Παρά ταύτα, η ενοποίηση στο μέτωπο των υπηρεσιών υπολείπεται σε σχέση με το μέτωπο των αγαθών. Σε πολλά κράτη-μέλη υπάρχουν ακόμα εθνικές αγορές σε κλάδους όπως η ενέργεια και οι μεταφορές, ενώ παράλληλα ανά χώρα υπάρχουν διαφορετικά καθεστώτα που διέπουν τη φορολόγηση και τη λειτουργία του ηλεκτρονικού εμπορίου.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, με περισσότερους από 500 εκατομμύρια κατοίκους και ΑΕΠ που βρίσκεται στη ζώνη των 18 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, η Ε.Ε. είναι το πλουσιότερο οικονομικό μπλοκ στον κόσμο και πολύτιμη αγορά για κάθε επιχείρηση.
Ποια είναι λοιπόν τα πρώτα διλήμματα για τη Βρετανία;
1.Μετανάστευση
Οι θεμέλιοι λίθοι της ενιαίας αγοράς είναι οι περίφημες «τέσσερις ελευθερίες», δηλαδή η ελευθερία κίνησης για αγαθά, υπηρεσίες, κεφάλαια και ανθρώπους.
Με δεδομένο όμως ότι πολλοί Βρετανοί ψήφισαν υπέρ του Brexit θέλοντας να περιορίσουν την κοινοτική μετανάστευση, θα είναι πολιτικά πολύ δύσκολο για το Λονδίνο να διαπραγματευτεί με τις Βρυξέλλες μία νέα σχέση που θα επιτρέπει την ελεύθερη είσοδο ευρωπαίων μεταναστών σε βρετανικό έδαφος.
Στη Σύνοδο Κορυφής της προηγούμενης εβδομάδας, οι ηγέτες των 27 εταίρων κατέστησαν σαφές ότι η Βρετανία δεν θα έχει πρόσβαση στην ενιαία αγορά εάν δεν δεχτεί και τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες, κάτι που προμηνύει δύσκολες διαπραγματεύσεις.
Παρά ταύτα, υπάρχουν ευρωπαϊκές φωνές που φαντάζουν διατεθειμένες να είναι πιο ανεκτικές στο ζήτημα της ελεύθερης μετανάστευσης, όπως του Αλέν Ζιπέ, φαβορί για την υποψηφιότητα της γαλλικής κεντροδεξιάς στις προεδρικές εκλογές του 2017. Ο κ. Ζιπέ έχει δηλώσει ότι είναι διατεθειμένος να παραβλέψει την ελευθερία μετακίνησης ανθρώπων για να πετύχει μία καλή συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο.
2.Σχέσεις με κανόνες και πολλά «αγκάθια»
Ένα ακόμα δύσκολο ερώτημα που καλείται να απαντήσει το Λονδίνο αφορά ακριβώς τη σχέση που θα έχει με την Ε.Ε., ακόμα κι αν βρεθεί λύση στο θέμα της μετανάστευσης.
Το πρόβλημα είναι ότι ακόμα και μερική πρόσβαση στην ενιαία αγορά συνεπάγεται συμμόρφωση με τουλάχιστον κάποιους από τους κανόνες που τη διέπουν, κάτι που επίσης φαντάζει πολιτικά δύσκολο για το Λονδίνο, καθότι ένα από τα κύρια επιχειρήματα των Brexiters ήταν ότι χρειάζεται αποδέσμευση από τις ρυθμίσεις που επιβάλουν οι Βρυξέλλες.
Ακόμα όμως κι αν υποθέσουμε ότι η Βρετανία θα υπογράψει γρήγορα μία εμπορική συμφωνία με την Ε.Ε., οι περισσότερες εμπορικές συνθήκες εσκεμμένα εξαιρούν τον τομέα των υπηρεσιών, που παράγει περίπου το 80% του βρετανικού ΑΕΠ. Οι διαπραγματεύσεις για τις υπηρεσίες μπορεί να αποδειχτούν σαφώς πιο δύσκολες, και όλες οι συμφωνίες τέτοιου είδους που έχει υπογράψει έως τώρα η Ε.Ε. θέτουν ως προϋπόθεση την ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων και εναρμονισμένους ρυθμιστικούς κανόνες.
Επιπλέον, αν το Ηνωμένο Βασίλειο τελικά δεχτεί έστω κάποιους από τους κανόνες της Ε.Ε. ως αντάλλαγμα για μερική πρόσβαση στην ενιαία αγορά, αυτό θα σημαίνει ότι θα είναι υποχρεωμένο να συμμορφώνεται με κανόνες στη διαμόρφωση των οποίων δεν θα έχει κανένα λόγο, καθώς δεν θα βρίσκεται πια στο ίδιο τραπέζι με τους «27».
Αυτό το μοντέλο, που παραπέμπει στη σχέση της Νορβηγίας με την Ε.Ε., μπορεί στο μέλλον να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα για τις βρετανικές επιχειρήσεις, καθώς οι ευρωπαϊκές ρυθμίσεις συχνά αναθεωρούνται και τροποποιούνται.
Συνεπώς, οι βρετανοί εξαγωγείς μπορεί στο μέλλον να βρεθούν αντιμέτωποι ένα διπλό ρυθμιστικό καθεστώς, ένα βρετανικό και ένα ευρωπαϊκό, για την ασφάλεια των προϊόντων τους ή και άλλα ζητήματα, κάτι που θα προκαλεί αυξημένο κόστος και απώλεια χρόνου.
3.Τράπεζες χωρίς διαβατήριο;
Ίσως το μεγαλύτερο πλήγμα θα το υποστούν οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες, που έχουν επί δεκαετίες μετατρέψει το Σίτι του Λονδίνου σε χρηματοπιστωτική πρωτεύουσα της Ευρώπης, κι όχι μόνο.
Οι τράπεζες που έχουν ως έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και στην υπόλοιπη ενιαία αγορά χάρη στο αποκαλούμενο «διαβατήριο», που αφορά ειδικά εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα μπορεί να απαιτείται ξεχωριστό διαβατήριο για παροχή συμβουλών πάνω σε κάθε τύπο επενδυτικών προϊόντων.
Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορέσει να προστατεύσει την πρόσβαση των τραπεζών στην ενιαία αγορά, τότε τα «διαβατήρια» θα χαθούν θέτοντας – εν μέρει τουλάχιστον – σε κίνδυνο το σημερινό στάτους του Λονδίνου.
Και ποια η διαφορά εάν δεν είχαμε την ενιαία αγορά;
Η οικονομική επίδραση της ενιαίας αγοράς είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί, όμως μία μελέτη του υπουργείου Οικονομικών της Βρετανίας εκτίμησε ότι το εμπόριο αγαθών ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. είναι 73% μεγαλύτερο από ό,τι θα ήταν εάν οι ευρωπαϊκές χώρες ανήκαν σε μία απλή ζώνη ελεύθερου εμπορίου, η οποία καταργεί μεν τους δασμούς, όμως επιτρέπει την ύπαρξη άλλων περιορισμών.
Η ίδια μελέτη υπολογίζει ότι αντίστοιχα το εμπόριο υπηρεσιών είναι 16% μεγαλύτερο στην ενιαία αγορά από ό,τι θα ήταν σε ζώνη ελεύθερου εμπορίου.
Παρόμοια ανάλυση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εμπόριο στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο – που πέραν των «28» περιλαμβάνει επίσης τη Νορβηγία, την Ισλανδία και το Λιχτενστάιν – είναι 60% μεγαλύτερο από ό,τι θα ήταν εάν οι εταίροι βασίζονταν απλώς στους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Σε πρόσφατη ανάλυσή του για τις συνέπειες του Brexit, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δίνει δύο θεωρητικά σενάρια για τη μετά-Brexit εποχή. Στο πρώτο, το Λονδίνο πετυχαίνει εμπορική συμφωνία που επιτρέπει αρκετά μεγάλη πρόσβαση στην ενιαία αγορά – στο μοντέλο της Νορβηγίας – όμως έστω κι έτσι η βρετανική οικονομία είναι έξι χρόνια από σήμερα 1,4% μικρότερη από ό,τι θα ήταν αν είχε παραμείνει στην Ε.Ε.
Το δεύτερο σενάριο, που προβλέπει δύσκολη διαπραγμάτευση με την Ε.Ε. και τελικά αναγκαστική επιστροφή στους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, το ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου το 2021 είναι 4,5% μικρότερο από ό,τι θα ήταν εάν η χώρα είχε παραμείνει στην ενιαία αγορά.