Tου Γκίντεον Ράχμαν(*)
Από τη Μόσχα ως τη Μανίλα, από το Πεκίνο ως τη Βουδαπέστη, κι από την Άγκυρα ως το Νέο Δελχί, οι ισχυροί εθνικιστές ηγέτες είναι και πάλι της μόδας. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες εκλέξουν την άλλη εβδομάδα τον Ντόναλντ Τραμπ, δεν θα εγκαινιάσουν μια τάση, απλώς θα την ακολουθήσουν.
Η γοητεία που ασκούν οι ισχυροί άνδρες παρατηρείται τόσο στις δημοκρατίες όσο και στα αυταρχικά καθεστώτα. Η Κίνα έκανε την περασμένη εβδομάδα ένα επικίνδυνο βήμα προς τον προσωποποιημένο αυταρχισμό ανακοινώνοντας ότι ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αντιπροσωπεύει πλέον τον «ηγετικό πυρήνα» του Κομμουνιστικού Κόμματος, έναν τίτλο με έντονο μαοϊκό χρώμα. Ο πρόεδρος Σι δέχθηκε πριν από λίγες ημέρες τον Ροντρίγο Ντουτέρτε, πρόεδρο των Φιλιππίνων, έναν άνθρωπο που τρέφει ελάχιστο σεβασμό για τον νόμο και συμβολίζει με τον καλύτερο τρόπο τη νέα γενιά αυταρχικών ηγετών. Ο προστάτης άγιος των τελευταίων, βέβαια, είναι ο Βλαντίμιρ Πούτιν, που ο προσωποποιημένος τρόπος διακυβέρνησής του διατηρεί μερικά από τα εξωτερικά γνωρίσματα της δημοκρατίας.
Το ίδιο μίγμα δημοκρατικών μορφών και αυταρχικού ρεαλισμού συναντά κανείς και σε άλλους ισχυρούς άνδρες, όπως ο Ταγίπ Ερντογάν της Τουρκίας και, σε μικρότερο βαθμό, ο Βίκτορ Ορμπαν της Ουγγαρίας. Υπάρχουν τέλος οι ισχυροί άνδρες που λειτουργούν σε πραγματικά δημοκρατικά συστήματα, όπως ο Ναρέντρα Μόντι της Ινδίας και ο Σίνζο Αμπε της Ιαπωνίας, η πολιτική τους απήχηση όμως κινείται γύρω από την ιδέα της αποφασιστικής ηγεσίας, με μια ιδέα εθνικισμού.
Το πρόβλημα είναι ότι το πολιτικό στιλ του Τραμπ έχει πολλά κοινά σημεία με το στιλ των πλέον αυταρχικών ισχυρών ανδρών του κόσμου, όπως είναι ο Πούτιν και ο Ερντογάν. Οι τελευταίοι ισχυρίζονται ότι ο έξω κόσμος είναι γεμάτος με εχθρικές δυνάμεις που συνωμοτούν εναντίον των χωρών τους. Υποδεικνύουν όμως και «εσωτερικούς εχθρούς», που υποτίθεται ότι συνεργάζονται με τους εξωτερικούς. Ο Πούτιν και ο Ερντογάν, όπως και ο Σι, υπόσχονται επίσης να ηγηθούν εκστρατειών εθνικής αναγέννησης και να πάρουν την εκδίκησή τους για εξευτελισμούς του παρελθόντος στα χέρια ξένων.
Ο Τραμπ έχει υιοθετήσει ένα παρόμοιο πολιτικό αφήγημα, το οποίο περιέχει τα ίδια στοιχεία εθνικισμού, αυτολύπησης, θεωριών συνωμοσίας και υποσχέσεων για εθνική ανανέωση. Υποστηρίζει ότι ο κόσμος κοροϊδεύει τις Ηνωμένες Πολιτείες και υπόσχεται να κάνει τη χώρα ξανά μεγάλη.
Ο ρεπουμπλικανός υποψήφιος για την προεδρία επιμένει ότι ολόκληρο το αμερικανικό σύστημα είναι διεφθαρμένο και υπόσχεται να «αποξηράνει το έλος». Αυτή η (συχνά κυνική) υπόσχεση του ελέγχου των διεφθαρμένων ελίτ είναι ένα κοινό σημείο των νέων ισχυρών ανδρών. Ο Πούτιν έχει στήσει θεατρικές συγκρούσεις με τους ρώσους ολιγάρχες. Ο Σι έχει εξαπολύσει μια σφοδρή εκστρατεία εναντίον της διαφθοράς.
Οι παραλληλισμοί με τη δεκαετία του ’30 είναι, δυστυχώς, προφανείς. Τότε, το οικονομικό σοκ από την Ύφεση είχε προκαλέσει τη ριζοσπαστικοποίηση της παγκόσμιας πολιτικής. Κάτι ανάλογο φαίνεται πως έγινε μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η αίσθηση ότι έχει αυξηθεί πάλι η απειλή της διεθνούς σύγκρουσης στην Ευρώπης, τη Μέση Ανατολή και την Ασία ενίσχυσε το αίτημα για ισχυρούς ηγέτες.
Οι ισχυροί άνδρες δίνουν ένα άλλο χρώμα στη διεθνή διπλωματία, καθώς έχουν την τάση να λύνουν τις διαφορές σε διαπροσωπικό επίπεδο, αδιαφορώντας για τους θεσμούς και τη διεθνή νομοθεσία. Ο Τραμπ, για παράδειγμα, έχει δηλώσει ότι θέλει να συναντηθεί το ταχύτερο με τον Πούτιν. Μια ανάλογη προσέγγιση ακολουθεί και ο Αμπε: κάλεσε τον Πούτιν τον ερχόμενο μήνα στην Ιαπωνία, σε μια προσπάθεια να τον πείσει να επιστρέψει στην Ιαπωνία μερικά νησιά που κατέχει η χώρα του από το 1945.
Αυτό το είδος της προσωπικής διπλωματίας μπορεί να είναι συναρπαστικό, είναι όμως και εγγενώς ασταθές. Οι συμφωνίες που κλείνουν οι ισχυροί άνδρες μερικές φορές τινάζονται στον αέρα.
Η άνοδος των ισχυρών ανδρών συνοδεύεται περιέργως από τη μόδα ισχυρών γυναικών με πολύ πιο χαμηλότονο και συναινετικό στιλ. Το πιο προφανές παράδειγμα είναι η Αγγελα Μέρκελ. Η εκλογή της Χίλαρι Κλίντον θα αποτελέσει έτσι ένα πλήγμα στη λατρεία των ισχυρών ανδρών. Άλλος ένας λόγος να προσευχηθούμε για τη νίκη της.
(Πηγή: Financial Times) – ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ο Γκίντεον Ράχμαν είναι αρθρογράφος των Financial Times