Η τελευταία παράσταση του «Νουρέγιεφ» (Φωτό-video)
Ήταν 9 Νοεμβρίου 1990 όταν ο Βασίλης Χατζηπαναγής σταμάτησε οριστικά την καριέρα του… Aξίζει τον κόπο να γυρίσουμε κλεψύδρα ανάποδα και θυμηθούμε την ποδοσφαιρική διαδρομή του «Νουρέγιεφ»…
Με την μπάλα στα πόδια χόρευε. Ο χαρακτηρισμός «Νουρέγιεφ» δεν προέκυψε τυχαία και ήταν πέρα για εύστοχος. Έκανε μαγικά πράγματα, ασύλληπτα για τα ελληνικά δεδομένα και το ταλέντο του ήταν αδιανόητο. Για πολλούς είναι ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε ποτέ στην χώρα μας και όχι άδικα. Ένας πραγματικός αρτίστας…
Το ημερολόγιο έγραφε 9 Νοεμβρίου 1990, όταν ο Βασίλης Χατζηπαναγής πήρε την απόφαση να βάλει «τίτλους τέλους» στην ποδοσφαιρική διαδρομή του. Δεν πήρε τα τρόπαια που αναλογούσαν στα προσόντα του, πιθανότατα δεν έπαιξε στο επίπεδο που θα μπορούσε. Αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στον Ηρακλή (του). Ιερό τοτέμ για τον «γηραίο», σύμβολο και καμάρι του.
«Στην καριέρα μου όλα ήταν ένα λάθος. Πολλοί λένε ότι άλλοι εκμεταλλεύτηκαν το ταλέντο μου χωρίς εγώ να κερδίσω τίποτε και μάλλον έχουν δίκιο. Η καριέρα μου θα ήταν σίγουρα καλύτερη, αν δεν εμπιστευόμουν τυφλά ανθρώπους που τελικά στην πορεία απέδειξαν ότι δεν το άξιζαν», είχε πει στον Στράτο Σεφτελή στα πλαίσια του βιβλίου αφιερώματος «Οι 50 κορυφαίοι» από τις εκδόσεις του «Εθνοσπόρ». Ποτέ δεν θα μάθουμε μέχρι που μπορούσε να φτάσει, αν άνοιγε τα «φτερά» του και κυνηγούσε το ταβάνι του.
Είχε έρθει με τρένο από την Τασκένδη στην Ελλάδα 22 Νοεμβρίου 1975. Τον περίμενε πολύς κόσμος στο σταθμό. Περίπου 3.000 φίλοι του Ηρακλή ήταν εκεί μέχρι τη 01:00, όταν και έφτασε. Ήταν αναγνωρισμένος παίκτης στη Σοβιετική Ένωση, αγωνιζόμενος στην Παχτακόρ και στην Ελλάδα ήρθε για το βήμα παρπάνω. Τον περίμενε μέχρι και η γιαγιά του, την οποία δεν είχε γνωρίσει μέχρι τότε. Οι γονείς του, Κυριάκος και Χρύσα, ήταν Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες. Είχε μείνει άναυδος από την αποθέωση που είχε γνωρίσει. Ο κόσμος τον αγάπησε και το έδειξε με την παρουσία του στις κερκίδες του Καυτανζογλείου Σταδίου όπου λόγω των εμφανίσεών του έρχονταν και φίλαθλοι από άλλες ομάδες για να τον δουν.
Ο ίδιος με κυπριακή καταγωγή από την Άχνα της Αμμόχωστου, ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από τη Δυναμό Τασκένδης και το 1972 πήγε στην Παχτακόρ όπου έμεινε μέχρι το 1975. Λίγο πριν έρθει στον Ηρακλή, είχε κάνει απίθανα πράγματα στο εμφατικό 5-0 απέναντι στην Ντιναμό Κιέβου που προερχόταν από την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων και του Ευρωπαϊκού Σούπερ Καπ απέναντι στην Μπάγερν Μονάχου. Σε εκείνο το ματς, ο «Βάσια» πέτυχε ένα γκολ και μοίρασε τέσσερις ασίστ, αποτελώντας μέλος αφιέρωματος του «France Football». Ο Ηρακλής αποκτούσε έναν παίκτη που θα έμελλε να γίνει το λαμπερό αστέρι του για μια 15ετία.
Πως όμως είχε προκύψει το ενδιαφέρον για τον Χατζηπαναγή; Όπως είχε πει πριν πριν δυο χρόνια στο Sport24.gr ο τότε πρόεδρος του Ηρακλή, Νίκος Ατματζίδη «μάθαμε για τον Χατζηπαναγή από έναν Ηρακληδέα που μας είχε ειδοποιήσει. Και έτσι χρειάστηκε να ταξιδέψω πέντε φορές στην Τασκένδη για να μιλήσουμε από κοντά με τον πατέρα του να είναι παρών. Μας έπεισε με τα όσα μας είπε για τις ικανότητες του Βασίλη που είχαμε αποφασίσει να τον φέρουμε στον Ηρακλή χωρίς να τον δούμε ποτέ να παίζει αλλά γνωρίζοντας ότι πρόκειται για έναν μεγάλο ποδοσφαιριστή. Όπως και τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν».
Έναν χρόνο μετά την έλευσή του στην Ελλάδα, κατέκτησε το πρώτο και μοναδικό του εν Ελλάδι τρόπαιο στον μυθικό τελικό Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό. Το παιχνίδι έληξε 4-4 μετά το τέλος των 120 λεπτών και η ομάδα της Θεσσαλονίκης επικράτησε στα πέναλτι. Ο «Βάσια» είχε πετύχει δυο γκολ σε εκείνο το παιχνίδι, σμπαραλιάζοντας πολλάκις με τις ντρίμπλες του την «ερυθρόλευκη» άμυνα. Εκείνο το ματς, δεν πρόκειται ποτέ να φύγει από το μυαλό του και δικαιολογημένα. Έναν τίτλο πήρε στην χώρα μας, αφού δεν έπαιξε ποτέ σε κλαμπ που μπορούσε να διεκδικήσει πρωτάθλημα.
Το μεγάλο όνειρό του ήταν η συμμετοχή σε επίσημα ματς με την Εθνική Ελλάδος, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Πριν έρθει στην Ελλάδα είχε συμμετοχές στις σοβιετικές εθνικές ομάδες ελπίδων και εφήβων καθώς και στην Ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης.«Αποτελεί τη μεγαλύτερη πίκρα μου που δεν έπαιξα στην εθνική Ελλάδος που είναι ο καθρέφτης για κάθε παίκτη. Πιστεύω πια σίγουρα πως πλήρωσα κιόλας και τα πολιτικά φρονήματα του πατέρα μου που ήταν αριστερός μέχρι το τέλος της ζωής του», είχε πει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» και συνέχισε:
«Είχα πάει τόσες φορές στη Σοβιετική Ένωση για να πάρω την ελευθέρας αλλά τζίφος. Συνέχεια μου έλεγαν ότι δεν γινόταν να πάρω χαρτί για να παίξω στην Εθνική μας ομάδα, καθώς είχα αγωνιστεί στην Ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης στους αγώνες του Μόντρεαλ και είχαμε πάρει το χάλκινο μετάλλιο. Έλεγαν πως η ΔΟΕ θα ζητούσε πίσω το μετάλλιο».
Την τελευταία του επίσημη εμφάνιση με τον Ηρακλή έκανε στις 26 Οκτωβρίου 1990, την ημέρα των 36ων γενεθλίων του, στον αγώνα για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ με τη Βαλένθια. Όσο και αν ακούγεται παράξενο αυτή ήταν η μοναδική συμμετοχή του Χατζηπαναγή σε παιχνίδι ευρωπαϊκής διοργάνωσης. Το 2003, με την ευκαιρία του εορτασμού των 50 χρόνων από την ίδρυση της UEFA, ανακηρύχθηκε κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 χρόνων από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία.
Το 1984 κλήθηκε και αγωνίστηκε στη Μικτή Κόσμου εναντίον της αμερικανικής ομάδας «Κόσμος Ν. Υόρκης», σε φιλανθρωπικό αγώνα που έγινε στις 22 Ιουλίου 1984 στη Νέα Υερσέη, στο Στάδιο «Τζάιαντς», ενώπιον 40.000 θεατών, από τους οποίους 15.000 Ελληνοαμερικανοί ομογενείς. Συμπαίκτες του ήταν, μεταξύ άλλων, οι: Πίτερ Σίλτον, Ζαν Μαρί Πφαφ, Ρούντι Κρολ, Φέλιξ Μάγκατ, Ούγο Σάντσες, Φιγκερόα, Φραντς Μπεκενμπάουερ, Κέβιν Κίγκαν, Μάριο Κέμπες, Ντομινίκ Ροστό και ο Θωμάς Μαύρος.
Δυο χαρακτηριστικά highlights της καριέρας του ήταν αναμφίβολα η… τριπλή ντρίμπλα του στον Στυλιανόπουλο της ΑΕΚ μέσα στη Νέα Φιλαδέλφεια και η εμφάνισή του σε ένα παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό, όταν ο Ηρακλής υποχρέωσε ο Ηρακλής το «τριφύλλι» στη βαρύτερη ήττα της ιστορίας του με 6-0. Ο Βασίλης Κωνσταντίνου, ο τότε γκολκίπερ του Παναθηναϊκού, είχε βιώσει εφιαλτικές στιγμές, σίγουρα μια από τις χειρότερες της καριέρας του. Πολλοί άλλοι βρέθηκαν στην ίδια θέση, το είχε η μοίρα τους άλλωστε απέναντι σε αυτόν τον βιρτουόζο της «στρογγυλής θεάς». Βασίλη Χατζηπαναγή, σ” ευχαριστούμε…