Η οικονομική επιβάρυνση μπορεί να επηρεάσει σημαντικά όχι μόνο την ποιότητα ζωής των ασθενών με καρκίνο κατά τη διάρκεια της θεραπείας τους αλλά και την έκβαση της θεραπείας τους με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο κίνδυνος θνησιμότητας τους, σύμφωνα με μελέτη που έγινε στηνΙταλία, τα αποτελέσματα της οποίας παρουσιάστηκαν στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας στην Κοπεγχάγη την Δευτέρα, 10 Οκτωβρίου.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα από 16 προοπτικές πολυκεντρικές μελέτες στην Ιταλία, στις οποίες συμμετείχαν συνολικά 3670 ασθενείς καρκίνο των πνευμόνων, μαστού ή ωοθηκών. Στα δεδομένα συμπεριλήφθηκε και το ερωτηματολόγιο C30 της ΕΟRTC αναφορικά με την ποιότητα ζωής των ασθενών. Συγκεκριμένα, η 28η ερώτηση ζητούσε από τους ασθενείς να αξιολογήσουν την οικονομική επιβάρυνση που υφίστανται και σχετίζεται με την ασθένεια ή τη θεραπεία τους σε μια κλίμακα από «καθόλου» έως «πάρα πολύ».
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτής της ανάλυσης, το 26% των ασθενών σε παγκόσμιο επίπεδο, αντιμετωπίζει οικονομική επιβάρυνση από την έναρξη της θεραπείας του, γεγονός που συνδέθηκε με 35% μεγαλύτερο κίνδυνο χειρότερης ποιότητας ζωής και μείωσης της θετικής έκβασης της θεραπείας.
Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκε ο όρος «Οικονομική τοξικότητα», που προέρχεται από τις ΗΠΑ και σχετίζεται με το πόσο τοξικός μπορεί να αποβεί ο οικονομικός στραγγαλισμός των ασθενών με καρκίνο για να αντιμετωπίσουν το συνεχώς ανερχόμενο κόστος της ογκολογικής περίθαλψης. Βέβαια ο όρος δεν αφορά μόνον τους Αμερικανούς ασθενείς, αλλά όλους, αν εξετάσουμε το κόστος των νέων φαρμάκων της τελευταίας πενταετίας.
Η «οικονομική τοξικότητα», που ορίζεται ως επιδείνωση των αποτελεσμάτων της οικονομικής κατάστασης, παρατηρήθηκε στο 22,5% των 2.735 απαντήσεων ενός από τα ερωτηματολόγια και συνδέθηκε με αύξηση 20% του κινδύνου θνησιμότητας.
Όπως ανέφερε ο κύριος συγγραφέας της μελέτης, ερευνητής Δρ Francesco Perrone, Διευθυντής της Unità Sperimentazioni Cliniche στο Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου της Νάπολης, η οικονομική επιβάρυνση ενός ασθενή με καρκίνο επηρεάζει την έκβαση της υγείας του. Αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα και σε χώρες των οποίων το Εθνικό Σύστημα Υγεία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών. Γι’ αυτό, όπως είπε ο καθηγητής, είναι καθήκον όλων να κατανοήσουν ποιοι είναι οι καθοριστικοί παράγοντες αυτών των δυσκολιών για να δουν αν κάποιες από αυτές μπορούν να αντιμετωπισθούν.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, οι ερευνητές περίμεναν να βρουν την επίπτωση των οικονομικών προβλημάτων στην ποιότητα ζωής, αλλά με έκπληξη διαπίστωσαν ότι η επιδείνωση των οικονομικών προβλημάτων κατά τη διάρκεια της θεραπείας συσχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Όπως είπε χαρακτηριστικά, «το μέγεθος αυτής της επίπτωσης είναι μικρό αλλά όχι αμελητέο, είναι δηλ. παρόμοια σε μέγεθος με την επίδραση που ώθησε μερικά νέα φάρμακα στην αγορά τα τελευταία είκοσι χρόνια».
Ο κ. Perrone ανέφερε ότι δεν ήταν δυνατόν να διαχωρισθεί επακριβώς η οικονομική τοξικότητα από την επιδείνωση της κλινικής εικόνας και της εξέλιξης της νόσου του ασθενούς, ενώ δήλωσε ότι τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής είναι παρόμοια με άλλες που έχουν γίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Όπως σημείωσε ο κ. Perrone, με βάση την κοινή λογική, οι ογκολόγοι θα πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στη κοινωνική θέση και οικονομικές δυνατότητες των ασθενών τους και να προσπαθήσουν να τους ενημερώσουν σχετικά με τα δικαιώματά τους. Να γνωρίζουν δηλαδή οι ασθενείς ποιες είναι οι παροχές δημόσιας υγείας που δικαιούνται.
Σχολιάζοντας τη μελέτη, ο Δρ Nathan Cherny, από τo Ιατρικό Κέντρο Shaare Zedek της Ιερουσαλήμ, ανέφερε ότι, όπως καταδεικνύει η μελέτη, ακόμα και όταν οι ασθενείς δεν έχουν να πληρώσουν, δηλαδή για παράδειγμα όταν συμμετέχουν σε μια κλινική μελέτη, ακόμα και τότε ένας σημαντικός αριθμός εξ αυτών αρχίζει τη θεραπεία του με κάποια οικονομική επιβάρυνση. Όπως είπε, ο καρκίνος αυξάνει προοδευτικά την οικονομική επιβάρυνση των ασθενών με αποτέλεσμα να μειώνεται η ποιότητα ζωής τους, αλλά και η έκβαση της υγείας τους.