Η Γεωργία Βασιλειάδου, η «ομορφότερη άσχημη» όπως την αποκαλούσαν, αποτελούσε μαζί με τον Βασίλη Αυλωνίτη και τον Μίμη Φωτόπουλο ένα από τα τρία «ιερά τέρατα» του ελληνικού κινηματογράφου. Όλοι θυμόμαστε τις ταινίες της, «Η ωραία των Αθηνών», «Ο Κλέαρχος η Μαρίνα κι ο κοντός», «H θεία απ’ το Σικάγο», «Κορίτσια της παντρειάς», «H κυρά μας η μαμή», η «Καφετζού» και άλλες πολλές, που άφησαν εποχή και εξακολουθούν να παίζουν μέχρι και τις μέρες μας, αφήνοντας τους πάντες εντυπωσιασμένους με το εξαιρετικό υποκριτικό της ταλέντο.
Φέτος συμπληρώνονται 120 χρόνια από τη γέννηση της ηθοποιού, που γνώριζε από καλό χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Κι αυτό το αποδεικνύουν όχι μόνο οι ρόλοι της, αλλά και η καθημερινότητά της. Κάποτε ο Νίκος Τσιφόρος της είχε πει: «Βρε Γεωργία το σκέφτηκες ποτέ να κάνεις πλαστική προσώπου;» Και η Βασιλειάδου του απάντησε: «Κι εσύ σκέφτηκες ότι τότε οι κωμωδίες σου θα πήγαιναν στράφι;».
Η αξέχαστη Γεωργία Βασιλειάδου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιανουαρίου του 1897. Το πραγματικό της όνομα ήταν Γεωργία Αθανασίου. Η ίδια υποχρεώθηκε να αφήσει νωρίς το σχολείο για να εργαστεί σε κατάστημα και να βοηθήσει την πολυμελή οικογένειά της, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα της (ο οποίος ήταν αξιωματικός του ιππικού) από πτώση αλόγου. Παντρεύτηκε δύο φορές κι απέκτησε μια κόρη, τη Φωτεινή, ενώ έμενε στο Μαρούσι.
Η Γεωργία Βασιλειάδου, όμως, δεν καταγόταν από την Αθήνα, αλλά από τον Τρύφο Αιτωλοακαρνανίας. Ήταν κόρη του Αποστόλη Κουτρούλη του γένους Αθανασίου. Είχε τέσσερις αδερφές και τρεις αδερφούς. Όταν παντρεύτηκε για δεύτερη φορά κράτησε το όνομα του πρώτου συζύγου της, Βασιλειάδη. Πολλοί λένε ωστόσο, ότι το Βασιλειάδου ήταν ψευδώνυμο κι όχι το όνομα του πρώτου συζύγου της. Όπως και να έχει, πάντως, η μεγάλη ηθοποιός καταξιώθηκε με αυτό το όνομα.
Οι πληροφορίες για τη ζωή της Γεωργίας Βασιλειάδου είναι συγκεχυμένες, και στο διαδίκτυο κυκλοφορούν πολλές λανθασμένες υποθέσεις. Τη δεκαετία του 1930, η μεγάλη ηθοποιός έκανε τα πρώτα της βήματα στο θεατρικό σανίδι. Σύμφωνα με μαρτυρίες ντόπιων, ένας θεατρικός θίασος («μπουλούκι» όπως το αποκαλούσαν τότε) ήρθε στο χωριό και ανακάλυψε το ταλέντο της. Όταν λοιπόν εκείνη αποφάσισε να τους ακολουθήσει στην Αθήνα, ο πατέρας της την έδιωξε από το σπίτι. Ξεγραμμένη από την οικογένειά της και με μόνη ελπίδα τα όνειρά της, αγωνίστηκε ολομόναχη στον αγώνα της ζωής, σκληραγωγήθηκε και τελικά βγήκε νικήτρια.
Έζησε σε μια εποχή όπου ο λόγος του πατέρα ήταν νόμος απαράβατος. Η μεγάλη ηθοποιός αποτελούσε την δακτυλοδεικτούμενη, το μαύρο πρόβατο του χωριού. Ακόμα κι όταν έγινε διάσημη και επισκέφτηκε το χωριό, οι δικοί της την αντιμετώπιζαν σαν ξένη. Από τότε δεν ξαναγύρισε στο χωριό και δεν ήθελε να έχει επαφές, γι’ αυτόν τον λόγο και ως τόπος γέννησής της αναφέρεται η Αθήνα και όχι ο Τρύφος. Από την στιγμή της αναγνώρισής της θέλησε να κάψει τις μαύρες σελίδες του παρελθόντος της – και το έκανε…
Η νοοτροπία που επικρατούσε τότε για τις γυναίκες ηθοποιούς ή τραγουδίστριες ήταν απαξιωτική. Χαρακτηρίζονταν ως «πριμαντόνες», όχι με την πραγματική σημασία της λέξεως αλλά προσδίδοντας της μια άλλη, υποτιμητική ιδιότητα. Οι γυναίκες δεν είχαν δικαιώματα και θα έπρεπε να υπακούν στις εντολές των ανδρών. Όμως η Γεωργία Βασιλειάδου έκανε την διαφορά, πήγε κόντρα στα κατεστημένα και διεκδίκησε όσα άλλες γυναίκες δεν τόλμησαν ποτέ να κυνηγήσουν στη ζωή τους. Τόλμησε να ζήσει!
Στις αρχές του 20ου αιώνα πολλές ήταν οι γυναίκες που, παρά το έμφυτο ταλέντο τους, αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στην ισχύουσα κατάσταση, σε μία άδικη πραγματικότητα που τους επέβαλε να παραμελήσουν τα όνειρά τους και την επίτευξη καριέρας και να περιοριστούν στη δημιουργία μιας οικογένειας. Η μεγάλη ηθοποιός, παρ’ όλα αυτά, έκανε ένα βήμα παρακάτω, και αν και αρχικά ερχόμενη στην Αθήνα δούλευε σε μαγαζί με κορνίζες για να βγάζει τα προς το ζην, καθώς στις πρώτες της θεατρικές δουλειές δεν πληρωνόταν, κατόρθωσε να αναδειχθεί σε μία από τις κορυφαίες μορφές του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Επομένως, δεν θα πρέπει να θαυμάζουμε τη Γεωργία Βασιλειάδου μόνο για το υποκριτικό της ταλέντο, αλλά και για την ψυχική δύναμη και τον σθεναρό της χαρακτήρα, που τη βοήθησαν να ξεφύγει μέσα από τα περιοριστικά όρια της τοπικής κοινωνίας και να ξεδιπλώσει το «είναι» της και την καλλιτεχνική της υπόσταση, δείχνοντας σε όλους πως και οι γυναίκες έχουν δικαίωμα να εργαστούν και να εκφραστούν ελεύθερα, χωρίς κανέναν περιορισμό.
Σύσσωμος ο καλλιτεχνικός χώρος τη θεωρούσε μία από τις σπουδαιότερες Ελληνίδες ηθοποιούς. Η Γκέλυ Μαυροπούλου μιλώντας για τη Γεωργία Βασιλειάδου τη χαρακτήρισε ως «θελκτική». Η Βασιλειάδου πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου του 1980 και παραμένει ακόμα αξιαγάπητη και ζωντανή στις μνήμες μας μέσα από τις ταινίες της. Κηδεύτηκε παρουσία λίγου κόσμου, ένα βροχερό πρωινό στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Η νέα γενιά του χωριού της αναγνωρίζει σήμερα τη σπουδαιότητα της μεγάλης ηθοποιού και ότι οι παλαιότεροι τής φέρθηκαν άδικα, και όντας πιο ανοιχτόμυαλη θεωρεί αναγκαία τη δημιουργία ενός αγάλματος ή μιας προτομής στη μνήμη της. Δυστυχώς όμως, παρά τις προσπάθειες ορισμένων κατοίκων του χωριού, οι τοπικές αρχές εξακολουθούν να αδιαφορούν, με αποτέλεσμα να μην προβάλλεται αυτή η ιστορική φυσιογνωμία του τόπου και να θάβεται περαιτέρω στον κόσμο της λησμονιάς.
Πηγή: protothema.gr