Αφότου αρνήθηκε να σηκωθεί για την ανάκρουση του εθνικού ύμνου, ο κουόρτερμπακ του αμερικάνικου ποδοσφαίρου Κόλιν Κάπερνικ δέχεται αλλεπάλληλες επικρίσεις διότι αψήφησε το εθνικό σύμβολο και πολιτικοποίησε το άθλημά του, καθώς προστέθηκε σε μια σειρά αθλητών στις ΗΠΑ που αποτόλμησαν μια πράξη πολιτικής διαμαρτυρίας.
Η υπόθεση έχει πλέον πάρει εθνικές διαστάσεις και τη Δευτέρα, ο Ντόναλντ Τραμπ, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων για την προεδρία, χαρακτήρισε «βδελυρή» την πράξη διαμαρτυρίας του αθλητή και τον προέτρεψε να «αναζητήσει μια χώρα που θα του ταιριάζει καλύτερα».
Για ποιο πράγμα ακριβώς επιτέθηκε ο Τραμπ στον παίκτη των San Francisco 49ers;
Διότι παρέμεινε καθισμένος κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου στο Levi’s Stadium, όπου η ομάδα του υποδεχόταν την Παρασκευή τους Green Bay Packers.
Η παράδοση ορίζει ότι οι παίκτες, οι προπονητές και οι θεατές σηκώνονται και αποκαλύπτονται κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου, με το πρόσωπο στραμμένο προς τη σημαία, σε ένδειξη πατριωτισμού. Αλλά ο 28χρονος Κάπερνικ έμεινε καθισμένος στον πάγκο της ομάδας του.
«Δεν μπορώ να δείξω περηφάνια για τη σημαία μιας χώρας που καταπιέζει τους μαύρους» και μέλη άλλων εθνικών και φυλετικών μειονοτήτων, ξεκαθάρισε κατόπιν ο Κάπερνικ.
Ο Λευκός Οίκος πήρε σαφώς αποστάσεις από τον αθλητή, αναγνωρίζοντάς του πάντως το δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του.
Ο Κάπερνικ αναφέρθηκε ρητά στα πρόσφατα κρούσματα αστυνομικής βίας και τους βάρβαρους θανάτους πολλών άοπλων μαύρων. «Κείτονται πτώματα στους δρόμους, και οι δολοφόνοι έχουν άδεια μετ’ αποδοχών», είπε.
Αγώνας εναντίον των ρατσιστικών διακρίσεων
Σε μια χώρα όπου η ελευθερία της έκφρασης προστατεύεται από την πρώτη τροπολογία του Συντάγματος, ο Κάπερνικ απλά επανέλαβε αυτό που καταγγέλλουν πολλοί καλλιτέχνες και ακτιβιστές.
Κι άλλοι επαγγελματίες αθλητές συμμετέχουν στον αγώνα εναντίον των ρατσιστικών διακρίσεων ή της ένοπλης βίας – ανάμεσά τους οι αστέρες του μπάσκετ Ντουέιν Γουέιντ, ΛεΜπρόν Τζέιμς και Καρμέλο Άντονι.
Όμως, αντίθετα με αυτούς τους παίκτες του NBA, ο Κάπερνικ επέλεξε να στείλει το δικό του μήνυμα σε μια ιδιαίτερα συμβολική στιγμή. Και στις ΗΠΑ δεν προσβάλλει κανείς ατιμωρητί τη σημαία, ούτε τον εθνικό ύμνο.
Η Σινέντ Ο’ Κόνορ το είχε ανακαλύψει το 1990, όταν είχε αρνηθεί να ανακρουστεί ο αμερικανικός εθνικός ύμνος πριν από μια συναυλία της. Η Ιρλανδή τραγουδίστρια έκτοτε παραμένει στόχος μιας εκστρατείας μποϊκοτάζ: πολλά αμερικανικά ραδιόφωνα έχουν απαγορεύσει τη μετάδοση οποιουδήποτε τραγουδιού της διά παντός.
Διαδικτυακή επίθεση εναντίον του Κάπερνικ
Ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, ο Κόλιν Κάπερνικ είναι πλέον ο στόχος ενός ατέλειωτου υβρεολόγιου στους ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης, ενώ πολλοί Αμερικανοί απαιτούν πιεστικά από την ομοσπονδία της λίγκας, την NFL, να του επιβάλει αποκλεισμό, αλλά κι από την ομάδα του να τον διώξει. Πολλοί ανήρτησαν βίντεο στα οποία καίνε τη φανέλα του, άλλοι ανήρτησαν φωτογραφίες με ακρωτηριασμένους αμερικανούς στρατιώτες.
Σε μια επιστολή του προς την ομοσπονδία και την ομάδα, ο πρόεδρος της ένωσης των αστυνομικών του Σαν Φρανσίσκο καταδίκασε τις δηλώσεις του Κάπερνικ και απαίτησε να ζητήσει συγγνώμη.
Προς το παρόν, ο παίκτης μπορεί πάντως να υπολογίζει στη στήριξη της ομάδα του, η οποία «αναγνωρίζει το δικαίωμα κάθε προσώπου να επιλέξει» τον τρόπο που συμπεριφέρεται κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου.
Ωστόσο με βάση τα ιστορικά προηγούμενα, ο Κάπερνικ μπορεί να είναι βέβαιος ότι η διαμαρτυρία του θα συνεχίσει να προκαλεί αντιδράσεις για καιρό. Πολύ περισσότερο καθώς δηλώνει πως θα τη συνεχίσει στους επόμενους αγώνες.
Ο επαγγελματίας μπασκετμπολίστας Κρις Τζάκσον, που προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ και άλλαξε το όνομά του σε Μαχμούντ Αμπντούλ-Ραούφ, είχε επίσης κάνει μια παρόμοια πράξη διαμαρτυρίας τη σεζόν 1995-1996, όταν συνέχισε να ζεσταίνεται κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου. Του επιβλήθηκε αποκλεισμός μιας αγωνιστικής και η σχέση του με τους οπαδούς επιδεινώθηκε ραγδαία αμέσως.
Ο Κάπερνικ θα έχει άραγε την ίδια τύχη; Στους κόλπους του αμερικάνικου φούτμπολ, η συμπεριφορά του ήδη διχάζει.
Πριν από τον Κάπερνικ, κι άλλοι πρωταθλητές προκάλεσαν αντιδράσεις όταν αποφάσισαν να στείλουν πολιτικά μηνύματα. Ο θρύλος της πυγμαχίας Μοχάμεντ Αλί πλήρωσε με πολλά χρόνια διακοπής της καριέρας του την άρνησή του να πάει να πολεμήσει στο Βιετνάμ.
Χαραγμένη στη συλλογική μνήμη είναι ακόμη η εικόνα με τις υψωμένες, γαντοφορεμένες γροθιές του Τόμι Σμιθ και του Τζον Κάρλος στο βάθρο των νικητών του τελικού των 200 μέτρων στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού, το 1968. Οι δύο δρομείς, που κατήγγειλαν με αυτή τους τη χειρονομία τον φυλετικό διαχωρισμό, που θεωρητικά είχε τερματιστεί στις ΗΠΑ αλλά ακόμη παρέμενε κραταιός, υπέστησαν μποϊκοτάζ από τα μέσα ενημέρωσης και περιθωριοποιήθηκαν για δεκαετίες, πριν σταδιακά η φήμη τους αποκατασταθεί.
Σε μια συνέντευξή του στο καναδικό περιοδικό Maclean’s, ο ένας από αυτούς τους δυο αθλητές, ο Τόμι Σμιθ, εξέφρασε την υποστήριξή του στον Κάπερνικ. «Ο Κόλιν έκανε μια δήλωση, πολύ σημαντική, και καθόλου ελαφρόμυαλη, για την πραγματικότητα στην κοινωνία στην οποία ζει», είπε.
(Με πληροφορίες από το ΑΜΠΕ)