Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 9 του ν.δ. 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων), όπως ισχύει και του άρθρου 48 παρ. 1 του ν. 4174/2013, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. έχει την υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξη των ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο καθώς και τη διακοπή της παραγραφής τους, ανεξάρτητα από την αιτία προέλευσης αυτών, λαμβάνοντας όλα τα προβλεπόμενα αναγκαστικά, ποινικά και λοιπά μέτρα κατά των οφειλετών, μεταξύ των οποίων και η κατάσχεση εις χείρας τρίτων.Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. σε συνδυασμό με την αριθμ. Δ6Α 1054391 ΕΞ 2014/1.4.2014 Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, παρέχεται η ευχέρεια στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. μετά από σχετική αίτηση του οφειλέτη να περιορίσει με αιτιολογημένη Απόφασή του το ποσό ή ποσοστό της κατάσχεσης που του επιβλήθηκε υπό προϋποθέσεις που ορίζονται στην ΠΟΛ.1092/3.4.2014 εγκύκλιο της Διοίκησης.
Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 38 του ν. 4315/2014 (ΦΕΚ. 269Α’) οι οικονομικές ενισχύσεις, αποζημιώσεις και βοηθήματα που προβλέπονται από το ν.δ. 57/1973 και την 2673/2001 κ.υ.α. στο πλαίσιο υλοποίησης προγραμμάτων κοινωνικής προστασίας, σε σεισμόπληκτους, πλημμυροπαθείς, πυροπαθείς κλπ., οι οικονομικές ενισχύσεις του προγράμματος ένδειας, καθώς και οι επιχορηγήσεις για Ν.Π.Ι.Δ. κοινωνικής φροντίδας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ή χρηματοδοτήσεις για άστεγους, σίτιση και παροχή τροφίμων που καταβάλλονται στους πολίτες δικαιούχους ή στους φορείς από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας μέσω των Δήμων ή των Περιφερειών, δεν κατάσχονται ούτε συμψηφίζονται με οφειλές των Δήμων ή των Περιφερειών αυτών προς το Δημόσιο, Ασφαλιστικά Ταμεία, Πιστωτικά Ιδρύματα ή άλλους τρίτους. Η ισχύς της παρούσας διάταξης αρχίζει από την 1η Δεκεμβρίου 2014. Τυχόν συμψηφισθέντα ή κατασχεθέντα ποσά δεν αναζητούνται αλλά αποδίδονται στους δικαιούχους πολίτες ή φορείς, από τους Δήμους ή τις Περιφέρειες υπέρ των οποίων κατασχέθηκαν ή συμψηφίστηκαν.
Σε κάθε περίπτωση επισημαίνεται ότι τα ακατάσχετα θα πρέπει να προβλέπονται από ρητή διάταξη νόμου, καθώς αποτελούν εξαίρεση από τον κανόνα, αφού δυσχεραίνουν ουσιαστικά ή ακόμα και αποκλείουν την παροχή έννομης προστασίας στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης και ως εκ τούτου, σε περίπτωση επιβολής από το Δημόσιο κατασχέσεων σε τραπεζικούς λογαριασμούς εις χείρας πιστωτικών ιδρυμάτων ως τρίτων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και ποσά Δωρεάν Κρατικής Αρωγής (Δ.Κ.Α.), ο φορέας που τα χορηγεί, οφείλει να ενημερώνει τα πιστωτικά ιδρύματα για το ακατάσχετο αυτών καθώς και για το νομοθετικό πλαίσιο που ρητά το προβλέπει.
Αποδεικτικό ενημερότητας, χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν.4174/2013 (ΦΕΚ170Α’) Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας -Κ.Φ.Δ. – και τα οριζόμενα στην κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα Απόφαση Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ΠΟΛ.1274/27.12.2013 ΦΕΚ 3398 Β’, όπως ισχύουν.
Σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα ως άνω Απόφαση ΠΟΛ.1274/27.12.2013, (περ. ζ’ της παρ. 1 του δεύτερου άρθρου αυτής) οι δικαιούχοι των κατά τις κείμενες διατάξεις ακατάσχετων χρηματικών απαιτήσεων, απαλλάσσονται από την υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικού ενημερότητας, με την επίκληση τυχόν ειδικών εν ισχύ διατάξεων, όπως αυτές προσδιορίζονται από την υπηρεσία που διενεργεί την εκκαθάριση. Οι κατά περίπτωση σχετικές απαλλαγές ή ο χαρακτηρισμός απαιτήσεων ως ακατάσχετων / ασυμψήφιστων έχουν προωθηθεί από τις αρμόδιες Υπηρεσίες/Υπουργεία που εποπτεύουν ή εκκαθαρίζουν τις σχετικές πληρωμές προς τα νομικά αυτά πρόσωπα, καθώς λόγους εξαίρεσης δύναται να εισηγηθούν / αξιολογήσουν αιτιολογημένα μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι φορείς, ώστε να διασφαλίζονται αφενός η εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίο χορηγείται η επιχορήγηση, αλλά και τα συμφέροντα του Δημοσίου αφετέρου.
Στις απαλλαγές – εξαιρέσεις από την υποχρεωτική προσκόμιση αποδεικτικού ενημερότητας (άρθρο 2 της Απόφασης ΓΓΔΕ ΠΟΛ.1274/27.12.2013, όπως ισχύει) έχουν οριστεί περιορισμένες εξαιρέσεις και έκτοτε έχουν εξαιρεθεί από την υποχρεωτική προσκόμιση αποδεικτικού ενημερότητας πρόσωπα ή κατηγορίες απαιτήσεων μόνο με ρητή διάταξη και μόνο για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος αρμοδιότητας των Υπηρεσιών/Φορέων που επισπεύδουν τις εν λόγω διατάξεις.
Αναφορικά με θέματα συμψηφισμού, υπενθυμίζουμε ότι η έννοια και οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού, όπως ισχύουν ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 83 του ν.δ. 356/1974 ΦΕΚ 90Α’ (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει, στις οποίες παραπέμπει και το άρθρο 48 του ν.4174/2013 ΦΕΚ 170 Α’ (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας), όπως ισχύει, και συμπληρώνονται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρο 440 επόμενα).
Επισημαίνεται, ότι η νομική βάση του συμψηφισμού τόσο στο ουσιαστικό δίκαιο (Αστικός Κώδικας) όσο και στο αναγκαστικό (Κ.Ε.Δ.Ε.) στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαιότητας και ότι συμψηφισμός απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, έναντι βεβαιωμένων οφειλών προς αυτό (ληξιπρόθεσμων ή μη, καθώς και βεβαιωμένων οφειλών που έχουν τεθεί σε καθεστώς αναστολής είσπραξης), δύναται να αναταχθεί σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη και αποδεικνύεται από τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή από δημόσιο έγγραφο. Ο συμψηφισμός μπορεί να διενεργείται και αυτεπάγγελτα με πράξη του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ.
Εν κατακλείδι, επισημαίνουμε, ότι εφόσον δεν προβλέπεται ρητά από ειδικές διατάξεις το ακατάσχετο απαιτήσεων κατά του Δημοσίου οι Δ.Ο.Υ. υποχρεούνται να εξοφλούν χρηματικά εντάλματα (τα οποία έχουν παραμείνει σε αυτές, παρά τη διαδικασία της 2/113934α/0026/31.12.2013 εγκυκλίου και τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθ. 2 του π.δ. 155/2013 και στο άρθρο 4 της 2/107929/0026/1.12.2013 Απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών, περί εξόφλησης χρηματικών ενταλμάτων) διά συμψηφισμού, αυτεπαγγέλτως, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ, όπως ισχύουν, εφόσον υφίστανται βεβαιωμένες οφειλές προς το Δημόσιο.