ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Αδιέξοδο από την κόντρα Βερολίνου-ΔΝΤ: Παραπομπή αξιολόγησης, δόσης, χρέους στη συνεδρίαση του Eurogroup στις 15 Ιουνίου

Σε αδιέξοδο κατέληξε χθες η συνεδρίαση του Εurougroup για την Ελλάδα, δεδομένου ότι δεν βρέθηκε κοινός τόπος στο θέμα του χρέους μεταξύ της Γερμανίας και του ΔΝΤ, με αποτέλεσμα να γίνει παραπομπή του θέματος στην επόμενη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, στις 15 Ιουνίου.

Παράλληλα έμεινε ανοιχτή η β’ αξιολόγηση, που οδήγησε και στο «πάγωμα» της εκταμίευσης της δόσης.

«Σημειώθηκε πολύ μεγάλη πρόοδος, φτάσαμε πολύ κοντά σε συμφωνία, ωστόσο δεν κατέστη δυνατή η προσέγγιση των θέσεων στο θέμα των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους», ανέφερε ο πρόεδρος του Εurogroup, Γερούν Nτέισελμπλουμ, ο οποίος εμφανίστηκε αισιόδοξος για συνολική συμφωνία στις 15 Ιουνίου.

Είχαν προηγηθεί αλλεπάλληλες διμερείς και πολυμερείς διαβουλεύσεις για περίπου πέντε ώρες, στις οποίες έλαβαν μέρος ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο Γερούν Ντέισελμπλουμ, ο Γάλλος υπουργός Μπρινό Λεμέρ και ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν.

Σύμφωνα με τον κ. Ντέισελμπλουμ, η συμφωνία προσέκρουσε στη μεγαλύτερη σαφήνεια που ζητούσε το ΔΝΤ για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, που θα πρέπει να λάβουν οι Ευρωπαίοι. Επιβεβαίωσε ότι μεταξύ των μέτρων που συζητήθηκαν είναι η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων του ΕΤΧΣ (δεύτερη διάσωση Ελλάδας), η μετατροπή των κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά και η επιστροφή των κερδών της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα που έχουν στη διάθεσή τους.

Ο κ. Ντέισελμπλουμ δεν θέλησε να αποκαλύψει τα σημεία της διαφωνίας, γιατί εάν το έκανε, όπως είπε, θα υποθήκευε τις προσπάθειες επίτευξης συμφωνίας στις 15 Ιουνίου.

Ωστόσο, διαφωνίες υπάρχουν και στο θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων, γιατί ναι μεν υπάρχει συμφωνία μέχρι το 2022 στα 3,5% του ΑΕΠ ετησίως, αλλά όχι για τη συνέχεια, αφού το ΔΝΤ επιμένει ότι πρέπει να είναι χαμηλότερα του 2% ετησίως και η Γερμανία θέλει 2,6%. Ωστόσο, το πρόβλημα αυτό μπορεί να ξεπεραστεί πιο εύκολα.

Όμως, αυτό είχε ως αποτέλεσμα η συζήτηση να εστιαστεί στον καθορισμό της διάρκειας κατά την οποία η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, όπου φαίνεται ότι ο κοινός τόπος είναι μέχρι το τέλος του 2022.

Αντίθετα, εκεί που είχαν κολλήσει οι συζητήσεις μέχρι αργά χθες το βράδυ ήταν στην απαίτηση των Γερμανών να επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσματα κατά μέσο όρο 2,6% ετησίως για δεκαετίες και ο λόγος ήταν εμφανής, όσο πιο μεγάλα είναι τα πλεονάσματα τόσο μικρότερη η ανάγκη ελάφρυνσης του χρέους.

Με την προσέγγιση αυτή διαφωνούσε κατηγορηματικά το ΔΝΤ ζητώντας να πλεονάσματα να καθοριστούν στη ζώνη του 1,5% του ΑΕΠ ετησίως, ενώ ο κ. Ντέισελμπλουμ αναζητούσε μια συμβιβαστική λύση.

Για το χρέος τα διάφορα σενάρια στο τραπέζι είχαν ως βάση το πλαίσιο της απόφασης του Μαΐου 2016. Χθες συζητήθηκαν οι μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να περιλάβουν, μεταξύ άλλων, τις επιμηκύνσεις του χρόνου αποπληρωμής των δανείων του ΕΤΧΑ (δεύτερο μνημόνιο), την πρόωρη εξαγορά των ακριβών δανείων του ΔΝΤ από τα σαφώς φτηνότερα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, τη μετατροπή των κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά μέσω παράγωγων προϊόντων, και την επιστροφή των κερδών της ΕΚΤ και κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα που αγόρασαν το 2010 σε τιμές πολύ χαμηλότερες της ονομαστικής τους αξίας.

Πάντως, ο κ. Ντέισελμπλουμ, απαντώντας σε σχετική ερώτηση για το ύψος των πλεονασμάτων που υποχρεούται να εμφανίζει η Ελλάδα, είπε πως έως και το 2022 ο «πήχης» τίθεται στο 3,5% του ΑΕΠ, ενώ από το 2023 και μετά θα ισχύει το Δημοσιονομικό Σύμφωνο Σταθερότητας, χωρίς να διευκρινίσει εάν αυτή είναι η τελική συμφωνία.

Σημειώνεται πως με βάση το Σύμφωνο Σταθερότητας τα κράτη – μέλη υποχρεούνται να έχουν ισοσκελισμένους ή πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και, παράλληλα, εάν το χρέος τους υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, να το μειώνουν (το χρέος) κατά 1/20 κάθε χρόνο. Αυτό σημαίνει, στην περίπτωση της Ελλάδας, που έχει χρέος ύψους 326,5 δισ. ευρώ, ότι θα πρέπει να το μειώσει κατά περίπου 16 δισ. ευρώ τον πρώτο χρόνο και ανάλογα στα επόμενα έτη.

Συμφωνήθηκε επίσης ότι το ετήσιο κόστος για την εξυπηρέτηση του χρέους (τόκοι και χρεολύσια) δεν πρέπει να ξεπερνάει το 15%.

Ο πρόεδρος του Εurogroup είπε επίσης ότι το ΔΝΤ θα συμμετάσχει και χρηματοδοτικά στο πρόγραμμα μετά την επίτευξη συμφωνίας.

Όπως σημείωσε, το ΔΝΤ είναι εντυπωσιασμένο από τις μεταρρυθμίσεις των Ελλήνων, ότι είναι έτοιμο να πάει στο Δ.Σ. για ένα πρόγραμμα, αλλά περιμένει τις τελικές συζητήσεις για το χρέος τον Ιούνιο, προτού λάβει την απόφασή του για το εάν θα συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα. Είπε ακόμη ότι δεν υπήρξε δυνατότητα να κλείσουν όλες οι διαφορές χθες το βράδυ.

Πάγωσε και η δόση

Σε σχέση με την εκταμίευση της δόσης, ο κ. Ντέισελμπλουμ είπε ότι μόλις ολοκληρωθεί ο έλεγχος των προαπαιτούμενων θα ξεκινήσει και η διαδικασία εκταμίευσης. Πάντως, στις Βρυξέλλες συνδέεται η δόση και με τη συμμετοχή του ΔΝΤ, δεδομένου ότι θα συμμετάσχει χρηματοδοτικά στο πρόγραμμα.

Σχετικά με τη δόση, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Kλάους Ρέγκλινγκ, αφού ανέφερε ότι σημειώθηκε πρόοδος και θεωρεί ότι είναι καλό πως υπάρχει συμφωνία με την Ελλάδα για το πακέτο πολιτικής, εξέφρασε την άποψη ότι «υπάρχει χρόνος να δουλέψουμε για το θέμα της δόσης», αλλά προειδοποίησε: «Όχι πολύς όμως, γιατί έρχονται οι λήξεις ομολόγων τον Ιούλιο».

Από την πλευρά του ο κ. Μοσκοβισί μίλησε για σημαντική πρόοδο, ανέφερε ότι οι ελληνικές αρχές τήρησαν τις δεσμεύσεις τους και τώρα θα πρέπει να κάνουν το ίδιο και οι εταίροι, ενώ δήλωσε πεπεισμένος ότι στην επόμενη συνεδρίαση, στις 15 Ιουνίου, θα υπάρξει συμφωνία. «Ενημέρωσα το Eurogroup ότι τα 104 από τα 140 μέτρα μπορούν να θεωρηθούν “τελειωμένα”. Ακόμα και σήμερα έγινε πρόοδος και φτάσαμε στις 115 ολοκληρωμένες δράσεις. Όλα τα δημοσιονομικά μέτρα φτάνουν το 4% του ΑΕΠ με σκληρές επιλογές σε ό,τι αφορά τις συντάξεις», συμπλήρωσε. «Είμαι σίγουρος ότι σύντομα θα πούμε ότι η Ελλάδα έκανε ό,τι έπρεπε για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση», σημείωσε χαρακτηριστικά. Αναφορικά με το χρέος, έγινε συζήτηση και αναφέρθηκαν περισσότερες λεπτομέρειες. «Δεν φτάσαμε σε συμφωνία, αλλά έγινε πρόοδος και πιστεύουμε ότι θα καταλήξουμε στις 15 Ιουνίου. Υπάρχει καλή βάση για το επόμενο ραντεβού και η Κομισιόν παραμένει έτοιμη να βοηθήσει», ανέφερε ο κ. Μοσκοβισί.

Προσδοκία για τις 15 Ιουνίου

Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε δηλώσεις του μετά το Eurogroup, χαρακτήρισε δύσκολη τη συζήτηση για το χρέος, αλλά εξέφρασε την προσδοκία ότι θα υπάρξει συμβιβαστική λύση σε τρεις εβδομάδες, έως το Eurogroup της 15ης Ιουνίου.

Επίσης, αξιωματούχος της ελληνικής κυβέρνησης από την Αθήνα δήλωσε στο Reuters: «Δεν υπήρξε αρκετή σαφήνεια για τον ελληνικό λαό και τις αγορές στα μέτρα για το χρέος. Πρέπει να γίνει περισσότερη δουλειά».

Προς άρση διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να εισηγηθεί μέσα στις επόμενες μέρες στο Συμβούλιο ECOFIN της Ε.Ε. την κατάργηση της διαδικασίας περί υπερβολικού ελλείμματος που είχε κινηθεί το 2015, δεδομένου ότι το 2016 όχι μόνο η Ελλάδα δεν είχε υπερβολικό έλλειμμα, αλλά κατέγραψε πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης της τάξης του 0,7% του ΑΕΠ.

Ο επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, Πιερ Μοσκοβισί, δήλωσε χθες ότι κανονικά η Κομισιόν θα έπρεπε να εισηγηθεί χθες την κατάργηση της διαδικασίας μαζί με την Πορτογαλία, αλλά δεν το έκανε για νομικούς λόγους.Και αυτό γιατί, όπως εξήγησε, ναι μεν η Ελλάδα δεν είχε υπερβολικό έλλειμμα το 2016, ούτε αναμένεται να έχει το 2017, ωστόσο η εκτίμηση αυτή θα γίνει βεβαιότητα όταν κλείσει και τυπικά το θέμα της δεύτερης αξιολόγησης και της ελάφρυνσης του χρέους. Μόλις γίνει αυτό, η Κομισιόν θα εισηγηθεί την κατάργηση είπε, προσθέτοντας: «Μπορούμε από τώρα να πούμε ότι βρισκόμαστε από τώρα στον δρόμο της κατάργησης της διαδικασίας, αφού η Ελλάδα έχει συμμορφωθεί με τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας».

Υπενθυμίζεται ότι τον Αύγουστο του 2015, δηλαδή μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, το συμβούλιο υπουργών ΕCOFIN μετά από πρόταση της Κομισιόν είχε ζητήσει από την Ελλάδα με την απόφαση 2015/1410 να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2017.

Πηγή: Ναυτεμπορική