Οι ασθενείς με νόσο του Crohn έχουν συχνά ήπια γνωστική λειτουργία συγκριτικά με τους ανθρώπους που δεν υποφέρουν από τη νόσο, σύμφωνα με αυστραλιανή μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο United European Gastroenterology Journal.
Ερευνητές του Τμήματος Γαστρεντερολογίας και Ηπατολογίας του Πανεπιστημίου Monash αναζήτησαν τυχόν γνωστικές διαταραχές σε ασθενείς με τη νόσο του Crohn, σε σύγκριση με υγιείς ανθρώπους, και, αναζήτησαν δυνητικά τροποποιήσιμους παράγοντες που συμβάλλουν στη γνωστική δυσλειτουργία.
Να σημειωθεί ότι, συχνά οι ασθενείς αναφερουν προβλήματα συγκέντρωσης και θόλωσης της σκέψης, χωρίς ωστόσο να είναι γνωστοί μέχρι σήμερα οι υποκείμενοι μηχανισμοί της παρατηρημένης γνωστικής δυσκολίας.
Στη μελέτη συμπεριλήφθησαν 49 ασθενείς και 31 υγιείς άνθρωποι, μέσης ηλικίας 44 ετών και 43, αντίστοιχα. Η γνωστική έκπτωση των ασθενών αξιολογήθηκε με εξέταση SCIT, ένα τεστ που ανιχνεύει την ήπια γνωστική έκπτωση.
Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι οι ασθενείς με νόσο του Crohn είχαν χρόνους απόκρισης που ήταν 10% πιο αργοί από αυτούς που είχαν τα άτομα στην ομάδα ελέγχου. Στην πραγματικότητα, ο χρόνος απόκρισης τους ήταν ακόμη πιο αργός από ό,τι αυτός που παρατηρήθηκε σε υγιείς εθελοντές με αλκοόλ στο αίμα πάνω από 0,05 g/100 ml, που είναι πάνω από το νόμιμο όριο οδήγησης στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπλέον, η επιστημονική ομάδα διαπίστωσε ότι ορισμένες έμμεσες συνέπειες της νόσου -συμπεριλαμβανομένης της κακής ποιότητας του ύπνου, του άγχους, της επιδείνωσης των συμπτωμάτων και της διάρκειας της νόσου- σχετίζονται επίσης με αυξημένη νοητική βλάβη.
«Τα αποτελέσματα αυτά ενισχύουν την άποψη ότι η νόσος του Crohn επιφέρει ένα ευρύ φάσμα συνεπειών που επηρεάζει τους ασθενείς όχι μόνο εντός αλλά και εκτός του πεπτικού σωλήνα», σχολιάζει ο Ντάνιελ βαν Λανγκενμπεργκ, επικεφαλής ερευνητής της μελέτης.
«Τα ευρήματα φαίνεται να συνάδουν με πειράματα που έδειξαν ότι η φλεγμονή του εντέρου επιφέρει μια αύξηση της φλεγμονώδους δραστηριότητας του ιππόκαμπου στον εγκέφαλο. Αυτή, με τη σειρά της, μπορεί να ευθύνεται για τους πιο αργούς χρόνους απόκρισης που παρατηρήθηκαν στη μελέτη», συμπληρώνει.
«Η νόσος του Crohn ή κοκκιωματώδης κολίτιδα ή τοπική εντερίτιδα, μία από τις δύο κύριες μορφές των Ιδιοπαθών Φλεγμονωδών Νόσων του Εντέρου (ΙΦΝΕ), είναι μια νόσος που προκαλεί φλεγμονή του βλεννογόνου του εντέρου, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κοιλιακό πόνο, σοβαρή διάρροια (αιματηρή σε σοβαρές περιπτώσεις), κόπωση και απώλεια βάρους. Στατιστικά εμφανίζεται συχνότερα σε ανθρώπους κάτω των 30 ετών και είναι δυνητικά απειλητική για τη ζωή. Το κάπνισμα είναι ο πιο σημαντικός και συνάμα ελεγχόμενος παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη της νόσου του Crohn. Η κακή αυτή συνήθεια μπορεί, επίσης, να επιδεινώσει τη νόσο, με αποτέλεσμα την αύξηση των πιθανοτήτων υποβολής του ασθενή σε χειρουργική επέμβαση. Γενετικοί, αλλά και περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η διαμονή σε αστικό ή βιομηχανικό περιβάλλον, αποτελούν επιπλέον παράγοντες κινδύνου εμφάνισης της νόσου.
Η φλεγμονή που προκαλείται από τη νόσο του Crohn μπορεί να αφορά το σύνολο ή περιοχές του εντέρου σε διαφορετικούς ανθρώπους. Εκτός από τα κλασικά συμπτώματα, οι ασθενείς παραπονούνται συχνά ότι δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν, σύμπτωμα που τις περισσότερες φορές αγνοείται από τους κλινικούς γιατρούς.
Η αναγνώριση της έκπτωσης στη γνωστική λειτουργία είναι σημαντική, ακόμη και αν αυτή είναι ήπια, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο ατυχημάτων», σχολιάζει ο γενικός χειρουργός Δρ Αναστάσιος Ξιάρχος πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής.
Πηγή: health.in.gr