Ένας στους δύο νέους Έλληνες (ηλικίας 18-35 ετών) δηλώνει ότι βασική πηγή του εισοδήματός του αποτελεί η οικονομική στήριξη από γονείς ή συγγενείς, σύμφωνα με έρευνα για την ανεργία των νέων και τις διαγενεακές σχέσεις στην Ελλάδα, την οποία δημοσιεύει η «ΔιαΝΕΟσις».
Ειδικότερα, βάσει της έρευνας το 48,2% των νέων δηλώνει ως βασική πηγή εισοδήματος την οικονομική στήριξη από γονείς ή συγγενείς, το 44,5% τη μισθωτή εργασία, το 15,1% την αυτοαπασχολούμενη εργασία, το 14% την οικονομική στήριξη από σύζυγο/σύντροφο, το 7,3% το επίδομα ανεργίας, το 6,9% άλλες κοινωνικές παροχές, το 5,3% τα εισοδήματα από επενδύσεις/αποταμιεύσεις/κληρονομιά και το 2,7% την αποζημίωση για απόλυση.
Το 34,8% των νέων εκτιμά ότι το βιοτικό του επίπεδο στο μέλλον θα είναι παρόμοιο με το βιοτικό επίπεδο των γονιών του, ενώ το 23,9% θεωρεί ότι θα είναι καλύτερο και το 12,7% πολύ καλύτερο. Αντίθετα το 19,7% θεωρεί ότι το βιοτικό του επίπεδο θα είναι χειρότερο σε σύγκριση με των γονιών του, ενώ το 8,9% εκτιμά ότι θα είναι πολύ χειρότερο.
Από τους άνεργους νέους μόνο το 15% θεωρεί πιθανό να βρει δουλειά τους επόμενους 6 μήνες.
Το 41% των νέων δηλώνει διατεθειμένο να μετακομίσει σε άλλη χώρα για να βρει δουλειά, ενώ το 46% σε άλλη περιοχή της Ελλάδας.
Όπως προκύπτει επίσης από την έρευνα οι νέοι σε σχέση με τους γονείς τους:
- δηλώνουν λίγο περισσότερο αριστεροί και πολύ λιγότερο θρησκευόμενοι
- έχουν λίγο καλύτερο επίπεδο εκπαίδευσης
- συμμετέχουν λιγότερο σε εθελοντικές ή συλλογικές δράσεις (πλην των πολιτικών)
- εμπιστεύονται λιγότερο τους θεσμούς
- συμμετέχουν λιγότερο σε πολιτιστικά δρώμενα.
Σύμφωνα ακόμη με τα ευρήματα της έρευνας, ο συνδυασμός χαμηλής μόρφωσης, οικονομικής ανεπάρκειας και έλλειψης εμπιστοσύνης στους θεσμούς στους γονείς, έχει ως αποτέλεσμα πολύ υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στα παιδιά τους, σε σχέση με τα παιδιά γονέων με διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Σημειώνεται ότι η έρευνα της ΔιαΝΕΟσις διενεργήθηκε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού έργου CUPESSE, από την MRB, σε δείγμα περίπου 1.500 νέων Ελλήνων από όλες τις περιφέρειες της χώρας και σε δείγμα 500 γονέων.