Με δεδομένη και την οικονομική δυσπραγία μεγάλου ποσοστού των πολιτών στη χώρα μας, η αλήθεια είναι ότι η πλειονότητα των ανθρώπων κατατάσσει την επένδυση στα λάστιχα στις τελευταίες θέσεις των στοιχείων ασφαλείας.
Η αντίληψη είναι λίγο πολύ γνωστή, «όσο το λάστιχο δεν έχει καραφλιάσει και υπάρχει λίγος “μπακλαβάς» την κάνει τη δουλειά του. Άλλωστε, πόσες μέρες το χρόνο βρέχει στην Ελλάδα;».
Είναι σχεδόν σαν να ξεχνάμε ότι το καουτσούκ που ντύνει της ζάντες δεν είναι μόνο για να κυλάει σε σαγρέ άσφαλτο, με χαμηλό θόρυβο κύλισης και την ανάλογη άνεση. Αλλά επίσης εγγυάται ότι θα υπάρχει η βέλτιστη πρόσφυση μεταξύ των δύο επιφανειών που έρχονται σε επαφή μεταξύ τους. Και αν κάποιος μπορούσε να τοποθετήσει το αυτοκίνητό του σε ένα γυάλινο πάτωμα και πήγαινε από κάτω για να δει πόση από την επιφάνειά του ελαστικού έρχεται σε επαφή με το πάτωμα, τότε θα έβαζε πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη στην επόμενη αλλαγή ελαστικών.
Όλα φυσικά ξεκινούν από την αγορά του σωστού τύπου του ελαστικού από έναν κατασκευαστή εγνωσμένης αξίας, αλλά τα πράγματα δεν τελειώνουν εδώ. Τα λάστιχα χρειάζεται να επιθεωρούνται τακτικά για να διαπιστώνεις την κατάστασή τους και να τα αντικαθιστάς όταν φθαρούν. Αλλά πότε είναι φθαρμένο ένα λάστιχο;
Ανεξάρτητα με το τι υποστηρίζει ή καλύτερα ορίζει ο ΚΟΚ, οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε τον κανόνα των «τριών χιλιοστών». Αλλά είναι πράγματι έτσι με τη σημερινή τεχνολογία ή απλώς επιβιώνει ως κλισέ μεταξύ των παλαιοτέρων και περνά στους νεότερους; Αυτό μας λέει η Michelin, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει λόγος να βιαζόμαστε να αλλάξουμε τα λάστιχα και ότι χρειάζεται να τα αξιοποιούμε στο έπακρο.
Η γαλλική εταιρεία μάλιστα λανσάρισε το πρόγραμμα «Η αλήθεια για τα φθαρμένα ελαστικά». Μια επικοινωνία με την οποία πιέζει τους μηχανισμούς δοκιμών της αυτοκινητοβιομηχανίας και τις οργανώσεις καταναλωτών να ξεκινήσουν να δοκιμάζουν τα ελαστικά όταν αυτά βρίσκονται στο νόμιμο όριό τους.
Εφόσον η επιφάνεια των δρόμων στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη είναι κυρίως στεγνή, ο δείκτης ασφαλείας πρέπει να είναι πώς κρατούν τα λάστιχα κάτω από αυτές τις συνθήκες. Ευτυχώς, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι, οι επιδόσεις τους στην πραγματικότητα αυξάνονται. Ένα μεταχειρισμένο λάστιχο θα έχει μικρότερη απόσταση επιβράδυνσης σε στεγνό δρόμο, θα καταναλώνει λιγότερο καύσιμο και θα κάνει λιγότερο θόρυβο.
Αλλά τι γίνεται στη βροχή; H Michelin επισημαίνει ότι ένα καλό λάστιχο δεν θα έχει τέτοια φθορά που να επηρεάζονται οι επιδόσεις του στο φρενάρισμα στο βρεγμένο σε σημαντικό επίπεδο. Μπορεί να μην αποδίδει το ίδιο καλά, όπως εάν θα ήταν καινούργιο, αλλά θέτοντας τον κίνδυνο ασφαλείας και τη συνολική επίδοση του ελαστικού σε όλα τα στάδια της ζωής του σε ένα πλαίσιο, καθιστά αυτές τις μικρές απώλειες ανούσιες.
Η Michelin ανέθεσε στην Ernst & Young να υπολογίσει πόσα χρήματα θα μπορούσαν να χάσουν οι Ευρωπαίοι οδηγοί αλλάζοντας τα λάστιχα στα αυτοκίνητά τους όταν η χάραξη φτάνει στα 3 mm, αντί των 1,6 mm που θέτει εκείνη ως όριο και η απώλεια είναι αστρονομική: 6,9 δισεκατομμύρια ευρώ.
Εάν δε σε αυτά προσθέσεις το επιπλέον καύσιμο που θα κάψεις λόγω της υψηλότερης κατανάλωσης και τα μη ανακυκλώσιμα υλικά, έχεις και σημαντική περιβαλλοντική επιβάρυνση.
Αυτό που μας λέει λοιπόν η Michelin είναι, να αγοράζουμε καλά λάστιχα και να τα χρησιμοποιούμε όσο περισσότερο μπορούμε, αντί να αγοράζουμε φθηνά και να τα αλλάζουμε νωρίτερα. Δεν είναι μόνο πιο οικονομικό, αλλά και ασφαλέστερο.