«Στην ιδιαίτερη σημερινή συγκυρία, ο αναστοχασμός της ΕΑΜικής εμπειρίας μπορεί να συνεισφέρει σε όσα ταλανίζουν την Αριστερά, τους ανθρώπους της και γενικότερα την κοινωνία στις μέρες της κρίσης και των μνημονίων. Αφήνω στην άκρη, ίσως για κάποια άλλη φορά, τη »λαθολογία»
που ακολουθεί τις ήττες και που στις μέρες μας επανήλθε μέσα από μια ακόμη διάσπαση αλλά και μια στάση που καταγράφεται ως »αριστερή μελαγχολία»» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η ιστορικός Ιωάννα Παπαθανασίου, μιλώντας για την επέτειο σήμερα των 74 χρόνων από την ίδρυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ).
«Ένα πατριωτικό λαϊκό κίνημα γεννήθηκε στις 27 του Σεπτέμβρη του 1941. Ήταν ένα κίνημα με εθνικό χαρακτήρα που απέκτησε στη διαδρομή του σαφή κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, ένα παλλαϊκό μέτωπο που απάντησε στην ανάγκη του ελληνικού λαού για αντίσταση στους κατακτητές και αφύπνισε τις συνειδήσεις καλλιεργώντας, ταυτόχρονα με τις αρχές της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας, αξίες όπως η συλλογικότητα, η συμμετοχή στα κοινά και η αλληλεγγύη» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η διευθύντρια ερευνών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών: «Τα ακρωνύμια του ΕΑΜ, τα τρία γράμματα που φώτισαν την ελληνική γενιά, όπως λένε οι στίχοι του Βασίλη Ρώτα στο θούριό του, αντιλάλησαν με μια φωνή σε όλη τη χώρα τον αγώνα »για την Ελλάδα, το δίκιο και τη λευτεριά» στις παραμονές και στις μέρες της απελευθέρωσης.
Το κίνημα αυτό με τον »ανησυχητικά» πλειοψηφικό χαρακτήρα πολεμήθηκε σκληρά και ηττήθηκε δύο φορές, στα Δεκεμβριανά και στον εμφύλιο, πριν αναγεννηθεί μέσα από τις διώξεις και τον κατατρεγμό και οδηγήσει, το 1958, την ΕΔΑ στην αξιωματική αντιπολίτευση. Ίσως γι’ αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία να σταθούμε σήμερα σε όσα ανακαλεί στη συλλογική μνήμη η τυπική επέτειος της δημιουργίας του, καθώς ο αναστοχασμός για το »τι ήταν και τι ήθελε το ΕΑΜ», σήμερα το 2015 συμπίπτει με την πρώτη, μετά την ΠΕΕΑ, κυβέρνηση της Αριστεράς, με την ήττα της στις διαπραγματεύσεις με την Ευρώπη των μνημονίων, αλλά και με τις αναζητήσεις για έξοδο από την κρίση» υπογραμμίζει η Ιωάννα Παπαθανασίου.
Η γιγάντωση του ΕΑΜ
«Η άρνηση των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας να ενταχθούν ή ακόμα να συνεργασθούν με το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο δεν έβαλε τροχοπέδη στην ανάπτυξη και εξάπλωσή του. Τροχοπέδη δεν έβαλε ούτε η πολεμική που κλιμακώθηκε εναντίον του από το καλοκαίρι του 1943, ούτε οι εμφύλιες συγκρούσεις που ξέσπασαν ανάμεσα στο ένοπλο σκέλος του, τον ΕΛΑΣ, τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ, τα τάγματα Ασφαλείας και τα τμήματα των ένοπλων δοσιλόγων.
Η ανάγκη για την πατριωτική αντίσταση που συνομολογήθηκε για μια ακόμη φορά με μυστικότητα εκείνο το βράδυ της 27ης Σεπτεμβρίου στο σπιτάκι της οδού Ιπποκράτους και κατέληξε στην υπογραφή της ιδρυτικής πράξης από αντιπροσώπους του ΚΚΕ, του Σοσιαλιστικού και του Αγροτικού Κόμματος και της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας, ήταν πανελλήνια υπόθεση και για το λόγο αυτό υπερέβη ταχύτατα τόσο τους κινδύνους των καιρών όσο και τις πολιτικές αντιθέσεις. Με έμβλημά το τσαρούχι στην αρχή και στη συνέχεια με το προγραμματικό κείμενό του, όπως αυτό αποτυπώθηκε στο φυλλάδιο «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» από τον Δημήτρη Γληνό, το ΕΑΜ έβαλε τις ρίζες του στην πρωτεύουσα και στον αστικό χώρο πριν εκταθεί στην ύπαιθρο και την ορεινή ενδοχώρα. Βασικός φορέας της αντίστασης μετουσιώθηκε ταυτόχρονα σε φορέα ενός νέου πολιτισμού και μέσα σε τρία μόλις χρόνια γιγαντώθηκε δημιουργώντας νέες πρωτότυπες δομές, όπως ο ΕΛΑΣ και η Επιμελητεία του Αντάρτη, η Εθνική Αλληλεγγύη, η ΕΠΟΝ και από την άνοιξη του 1944, η κυβέρνηση του βουνού, η ΠΕΕΑ, και το Εθνικό Συμβούλιο. Τις παραμονές της απελευθέρωσης της χώρας, περισσότερα από τρία εκατομμύρια άτομα, νέοι, γέροι και μεσήλικες, από λαϊκά κυρίως στρώματα, μεσοαστοί και αγρότες σηκώνουν τις σημαίες του ΕΑΜ».
Η πολιτική μετώπων του ΚΚΕ
Στην ερώτηση πώς μετά από μια αυστηρότατη δικτατορία του Ι. Μεταξά, το επαναστατικό και τριτοδιεθνιστικό ΚΚΕ κατάφερε και ανασυγκροτήθηκε και έκανε άνοιγμα και σε άλλες δυνάμεις μέσα στην Κατοχή, η Ιωάννα Παπαθανασίου τονίζει:
«Σε αντίθεση με όσα επιμελώς προώθησαν οι επίσημες εκδοχές της κομματικής ιστορίας, η ανασυγκρότηση τού αποδιαρθρωμένου από την δικτατορία του Μεταξά ΚΚΕ και πολύ περισσότερο η δημιουργία του εθνικο-απελευθερωτικού μετώπου δεν υπήρξαν αποτέλεσμα αυτόματων διεργασιών ούτε υπάκουσαν σε μια αυστηρή χρονική ακολουθία. Το ΚΚΕ δεν »μάτωσε» μόνο από τα μέτρα και τις μεθόδους της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Αιμορράγησε και από τις εσωκομματικές έριδες και τις ασυνέχειες που προκάλεσε στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το σύμφωνο Μολότωφ – Ρίμπεντροπ σε όλα τα ανά την Ευρώπη κόμματα – τμήματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς και βρήκε τον ασφαλή βηματισμό του προς την Αντίσταση και τη δημιουργία του εθνικο-απελευθερωτικού μετώπου, το καλοκαίρι του 1941, ένα σχεδόν χρόνο μετά το προσκλητήριο του έγκλειστου αρχηγού του για την ανεπιφύλακτη συμμετοχή των κομμουνιστών στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο.
Ωστόσο, παρά τα εσωτερικά προβλήματα, ο δρόμος της συνεργασίας με τους όμορους πολιτικούς χώρους, κυρίως τους σοσιαλιστές και τους αγροτιστές, αλλά και με το ”υγιές” κομμάτι της εθνικής αστικής τάξης είχε ήδη ανοίξει πολύ πριν την έναρξη του πολέμου και, στα καθ’ ημάς, πριν την δικτατορία του Μεταξά. Οι πρώτοι καρποί των αποφάσεων του 7ου Συνεδρίου της Κομιντέρν, το καλοκαίρι του 1934, είχαν ήδη διαφανεί μέσα από την σύμπραξη των λαϊκών μετώπων στην Ευρώπη και στην ελληνική πολιτική ζωή μέσα από την υπογραφή του συμφώνου Σοφούλη – Σκλάβαινα. Αυτές οι παρακαταθήκες, όμως, θα έμοιαζαν ασήμαντες ή ακόμα κενές περιεχομένου χωρίς τις μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές ανατροπές που έφερε ο πόλεμος και η Κατοχή, ανατροπές οι οποίες επέτρεψαν τη ριζοσπαστικοποίηση και την ένταξη στα μετωπικά σχήματα που η κομμουνιστική Αριστερά είχε τα αντανακλαστικά να συγκροτήσει. Στη συνέχεια της μαζικής στράτευσης, οι δομές που δημιουργήθηκαν έθεσαν τους όρους ευρύτερων αντιστάσεων, επικίνδυνων για τους αντιπάλους, οι οποίες έπρεπε πάση θυσία να αποφευχθούν.»
Για τη σημασία της μνήμης του ΕΑΜ σήμερα
«Το ΕΑΜ δεν υπάρχει μόνο στις χιλιάδες σελίδες όπου αποτυπώνεται η ιστορία του, όπως δεν υπάρχει μόνο στη μνήμη των τελευταίων εν ζωή επονιτών και επονιτισών που εξακολουθούν να μας υπενθυμίζουν τη σημασία του. Στην ιδιαίτερη σημερινή συγκυρία, όπως έλεγα και στην αρχή της συζήτησής μας, ο αναστοχασμός της ΕΑΜικής εμπειρίας μπορεί να συνεισφέρει σε όσα ταλανίζουν την Αριστερά, τους ανθρώπους της και γενικότερα την κοινωνία στις μέρες της κρίσης και των μνημονίων. Αφήνω στην άκρη, ίσως για κάποια άλλη φορά, τη «λαθολογία» και περιορίζομαι στα προβλήματα που σώρευσαν στην κοινωνία τα μνημόνια και στο ζήτημα της ανθρωπιστικής κρίσης. Αν η αναζήτηση των “ισοδύναμων” αποτελεί καθήκον και όχι λεκτικό σχήμα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, κάποιες δομές κοινωνικής δικτύωσης στις μέρες μας παραπέμπουν σε αντίστοιχα σχήματα που υιοθετήθηκαν από το ΕΑΜ και την Εθνική Αλληλεγγύη στην “ελεύθερη Ελλάδα”.
Το παράδειγμα της Θεσσαλίας είναι χαρακτηριστικό: μέσα στο 1944, λειτούργησαν 121 λαϊκά ιατρεία, 177 φαρμακεία, 17 αναρρωτήρια- θεραπευτήρια, 6 νοσοκομεία, 5 βρεφικοί σταθμοί και οργανώθηκαν δεκάδες λαϊκά και παιδικά συσσίτια για περίπου 12.000 άπορους και 8.000 παιδιά. Σε μια χώρα λεηλατημένη ύστερα από τριάμισι χρόνια Κατοχής, το ΕΑΜ και οι συνιστώσες του έδιναν ελπίδα και αξιοπρέπεια μέσα στα ερείπια του πολέμου και οργάνωναν το κράτος που ναυάγησε από την υποθηκευμένη εν τη γενέσει της κυβέρνηση “εθνικής ενότητας” του Γεωργίου Παπανδρέου.»