Το ενδεχόμενο αύξησης του σωματικού βάρους λόγω των βραδινών μας διατροφικών ατασθαλιών είναι μάλλον το λιγότερο που πρέπει μας ανησυχεί.
Σύμφωνα με νέα επιστημονικά ευρήματα, όταν το βραδινό γεύμα καταναλώνεται πολύ αργά μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική επιβάρυνση της υγείας μας.
Συγκεκριμένα, οι βασικοί κίνδυνοι είναι η πιθανή αύξηση των επιπέδων της ινσουλίνης και της χοληστερόλης, καθώς και η διατάραξη της διαδικασίας μεταβολισμού των λιπαρών και οι μεταβολές σε ορμονικούς δείκτες που εμπλέκονται στην καρδιοπάθεια, τον διαβήτη και άλλες σοβαρές παθήσεις, διαπίστωσαν επιστήμονες από την Ιατρική Σχολή Πέρελμαν του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια.
Τα νέα ευρήματα παρέχουν τα πρώτα πειραματικά τεκμήρια που υπογραμμίζουν τις μεταβολικές συνέπειες της μακροχρόνιας καθυστέρησης στην κατανάλωση βραδινού και παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του 31ου Συνεδρίου των Επαγγελματικών Ενώσεων Ύπνου (APSS), SLEEP 2017.
«Γνωρίζουμε από μελέτες ότι η έλλειψη ύπνου επηρεάζει αρνητικά το βάρος και τον μεταβολισμό, εν μέρει λόγω του ότι οδηγεί σε κατανάλωση φαγητού τις βραδινές ώρες, όμως τα νέα ευρήματα, στα οποία ελήφθη υπόψη η παράμετρος του ύπνου, δίνουν μια πιο σαφή εικόνα για τα οφέλη που έχει η κατανάλωση φαγητού πιο νωρίς μέσα στην ημέρα» αναφέρει η Νάμνι Γκοέλ, επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας. «Η καθυστέρηση στην κατανάλωση φαγητού προωθεί ένα αρνητικό προφίλ βάρους, ενέργειας και ορμονικών δεικτών –όπως τα υψηλότερα επίπεδα σακχάρου και ινσουλίνης, που εμπλέκονται στον διαβήτη, στη χοληστερόλη και στα τριγλυκερίδια, παράμετροι που με τη σειρά τους συνδέονται με καρδιαγγειακά και άλλα νοσήματα» προσθέτει.
Στο πλαίσιο της μελέτης τους, οι επιστήμονες παρακολούθησαν 9 άτομα με φυσιολογικό βάρος, από τα οποία ζητήθηκε να ακολουθήσουν δύο διαφορετικά προγράμματα γευμάτων: 3 γεύματα και 2 σνακ μεταξύ 8 π.μ. και 7 μ.μ. για οκτώ εβδομάδες και 3 γεύματα και 2 σνακ μεταξύ 12 μ.μ. και 11 μ.μ. για οκτώ εβδομάδες. Ανάμεσα στα δύο προγράμματα μεσολάβησε διάλειμμα δύο εβδομάδων. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης οι συμμετέχοντες ακολούθησαν σταθερό πρόγραμμα ύπνου (11 μ.μ.-9 π.μ.).
Οι επιστήμονες αξιολόγησαν το βάρος, την κατανάλωση ενέργειας (θερμίδων) και τον μεταβολισμό των συμμετεχόντων πριν την έναρξη του πρώτου προγράμματος γευμάτων, μετά την ολοκλήρωση του πρώτου προγράμματος, μετά το διάλειμμα των δύο εβδομάδων και μετά την ολοκλήρωση του δεύτερου προγράμματος.
Το δεύτερο πρόγραμμα γευμάτων, δηλαδή η κατανάλωση φαγητού αργότερα μέσα στην ημέρα, οδήγησε σε αύξηση του σωματικού βάρους, μικρότερη καύση λίπους και επιβάρυνση της μεταβολικής υγείας (ως προς τα επίπεδα ινσουλίνης, σακχάρου, χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων), σε σύγκριση με το πρώτο πρόγραμμα γευμάτων.
Ένα άλλο αξιόλογο εύρημα των επιστημόνων ήταν ότι όταν οι συμμετέχοντες έτρωγαν νωρίτερα παρατηρήθηκε νωρίτερα μέσα στην ημέρα κορύφωση στα επίπεδα της ορμόνης γκρελίνης, η οποία προωθεί το αίσθημα της πείνας, αλλά αργότερα μέσα στην ημέρα κορύφωση στα επίπεδα της ορμόνης λεπτίνης, η οποία προωθεί το αίσθημα του κορεσμού, επομένως το σώμα τους έστελνε «μηνύματα» ώστε να φάνε νωρίτερα και επίσης ένιωθαν χορτάτοι για περισσότερες ώρες.