Οι γυναίκες που κάνουν περιστασιακή κατάχρηση αλκοόλ πριν την εγκυμοσύνη διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο απόκτησης παιδιού με υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα και άλλες αλλαγές στην λειτουργία της γλυκόζης που συντελούν μακροπρόθεσμα σε πιθανότητα διαβήτη κατά την ενήλικη ζωή.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν αμερικανοί ερευνητές μετά από πειράματα που έκαναν σε ποντίκια.
Οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου Rutgers παρουσίασαν τη μελέτη τους στο 99οετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Ενδοκρινολογίας στο Ορλάντο των ΗΠΑ.
Η περιστασιακή κατάχρηση αλκοόλ δυστυχώς είναι δημοφιλής πρακτική κατανάλωσης αλκοόλ σε πολλές δυτικές χώρες, ειδικά στην ηλικιακή ομάδα των 18-44 ετών. Σύμφωνα με έρευνα των Αμερικανικών Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) του 2012, το 15% των μη εγκύων γυναικών και το 1,4% των εγκύων ανέφεραν ακατάσχετη περιστασιακή κατανάλωση αλκοόλ τουλάχιστον μια φορά τον μήνα.
Ειδικά στην περίπτωση των γυναικών, η ακατάσχετη περιστασιακή κατανάλωση αλκοόλ αντιστοιχεί σε τέσσερα ή περισσότερα ποτά εντός δύο ωρών.
Οι ερευνητές για να αξιολογήσουν την προ κύησης επίδραση της ακατάσχετης κατανάλωσης αλκοόλ μελέτησαν μια ομάδα αρουραίων, διότι έχουν όμοια διαδικασία λειτουργίας της γλυκόζης με τους ανθρώπους. Για τέσσερις εβδομάδες χορηγούσαν στα πειραματόζωα διατροφή που περιείχε 6,7% αλκοόλ, ποσότητα που αύξανε το αλκοόλ στο αίμα τους σε επίπεδα όμοια με αυτά της περιστασιακής ακατάσχετης κατανάλωσης αλκοόλ στους ανθρώπους. Στη συνέχεια το αλκοόλ αφαιρέθηκε από τη διατροφή των τρωκτικών και έπειτα από τρεις εβδομάδες (διάστημα αντίστοιχο με επτά μήνες για τους ανθρώπους) κυοφόρησαν. Οι απόγονοι των πειραματόζωων συγκρίθηκαν με ομάδα ελέγχου.
Όταν πια οι απόγονοι είχαν ενηλικιωθεί, οι ερευνητές με εργαστηριακές τεχνικές αξιολόγησαν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και την ινσουλίνη καθώς επίσης τη γλυκαγόνη και την λεπτίνη. Η γλυκαγόνη διεγείρει το ήπαρ για να μετατρέψει το γλυκογόνο σε γλυκόζη και να εισέλθει στην αιματική ροή, αυξάνοντας έτσι τα επίπεδα της στο αίμα. Αν και η βασική λειτουργία της λεπτίνη είναι η αναστολή της όρεξης, επίσης μειώνει την επαγόμενη από τη γλυκόζη παραγωγή της ινσουλίνης από το πάγκρεας.
Οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι, τα πειραματόζωα που είχαν εκτεθεί στο αλκοόλ πριν την κυοφορία είχαν συμπτώματα μη φυσιολογικής ομοιόστασης της γλυκόζης. Η τροποποιημένη λειτουργία της γλυκόζης συνεπαγόταν αυξημένα επίπεδα γλυκόζης, μειωμένη ινσουλίνη στο αίμα και τον παγκρεατικό ιστό, μειωμένα επίπεδα γλυκαγόνης στο αίμα και αυξημένα στον παγκρεατικό ιστό, καθώς και αυξημένα επίπεδα της λεπτίνης στο αίμα.
Τέλος, η προ κύησης έκθεση στο αλκοόλ αύξανε την έκφραση ορισμένων δεικτών φλεγμονής στον παγκρεατικό ιστό, κατάσταση που μπορεί να μειώνει την παραγωγή της ινσουλίνης και την δράση της στο ήπαρ με αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα.
«Τα ευρήματα μας δείχνουν ότι οι επιπτώσεις της μητρικής κατάχρησης αλκοόλ πριν την εγκυμοσύνη μπορούν να επηρεάσουν τους απογόνους προκαλώντας μάλιστα δια βίου αλλαγές στην ομοιόσταση της γλυκόζης των απογόνων και πιθανόν αυξημένη επιρρέπεια στον διαβήτη», υπογραμμίζεται στα συμπεράσματα της μελέτης.