Εδώ και 18 μήνες παρατηρούμε τη διαρκή μείωση των διεθνών τιμών του αργού που από τα 115 δολ. το βαρέλι για το Brent, το διεθνές benchmark, που είχε φθάσει τον Ιούνιο του 2014 αυτή κατακρημνίσθηκε στα 26 δολ. το βαρέλι στα τέλη Ιανουαρίου φέτος.
Έκτοτε η τιμή έχει ανακάμψει κυμαινόμενη στη ζώνη των 32 δολ. με 35 δολ. το βαρέλι τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Οι λόγοι για τη δραματική αυτή μείωση έχουν να κάνουν κυρίως με την απόφαση της Σαουδικής Αραβίας, του de facto ηγέτη του OPEC, να αμυνθεί με κάθε τρόπο στις διάφορες πιέσεις για μείωση της παραγωγής του με στόχο να διατηρήσει ή να επαυξήσει το μερίδιο της στην παγκόσμια αγορά, με αποτέλεσμα την δημιουργία συνθηκών υπερπροσφοράς σε πλανητικό επίπεδο.
Έτσι εδώ και μερικούς μήνες έχουμε εισέλθει για τα καλά σε μία περίοδο χαμηλών τιμών αργού με διακύμανση μεταξύ 28-36 δολ. το βαρέλι έναντι μέσου όρου 105 δολ. το βαρέλι που ήταν κατά την περίοδο 2010-2014. Τα νέα χαμηλά στις τιμές του αργού, και κυρίως η απότομη πτώση τους έχουν δημιουργήσει νέα δεδομένα στις αγορές με αρνητικές επιπτώσεις για τις παραγωγούς χώρες και θετικές για τις πετρελαιοπαραγωγικές.
Παρά το γεγονός ότι η περίοδος χαμηλών διεθνών τιμών αργού που διανύουμε έχει δημιουργήσει τεράστια προβλήματα κυρίως στους παραγωγούς εκτός OPEC, με τις μεγάλες διεθνείς εταιρείες τις IOC να ανακοινώνουν μείωση της κερδοφορίας τους ή και ζημίες, προχωρώντας ταυτόχρονα σε απολύσεις προσωπικού και ακύρωση ερευνητικών έργων (μεproject αξίας πάνω από 400 δισ. δολ. να μετατίθενται για αργότερα ή και να ματαιώνονται), για τις πετρελαιοεισαγωγικές χώρες, οι μειωμένες τιμές προσφέρουν μια ανάσα στην οικονομία τους. Για πετρελαιοεισαγωγικές χώρες, όπως η Ελλάδα, η οποία καλύπτει το 99,9% των αναγκών της από εισαγωγές αργού, οι τιμές στα σημερινά επίπεδα σημαίνουν σημαντική βελτίωση σε δημοσιοοικονομικό επίπεδο βοηθώντας έτσι άμεσα τον περιορισμό των ελλειμμάτων, κάτι που αναμένεται να συμβάλει εν μέρη στην αναχαίτιση της τρέχουσας υφεσιακής ροπής της οικονομίας.
Μέχρι σήμερα η μείωση του λογαριασμού πετρελαιοειδών, δηλαδή του καθαρού κόστους εισαγωγών αργού για κάλυψη της εγχώριας ζήτησης, οφείλετο αποκλειστικά στη μείωση της κατανάλωσης κατά την περίοδο της τρέχουσας ύφεσης. Από 435.000 βαρέλια κατανάλωση την ημέρα που είχε φθάσει το 2007, σήμερα η χώρα δια της βίας καταναλώνει 280.000 βαρέλια, δηλαδή μια μείωση της τάξεως του 36%. Και ενώ για το 2015 δεν υπήρξε αισθητή μείωση στην κατανάλωση, εν τούτοις το κόστος εισαγωγής αργού για εγχώρια κατανάλωση εμφανίζεται μειωμένο κατά σχεδόν 33% σε σύγκριση με το 2014, λόγω της εντυπωσιακής υποχώρησης των διεθνών τιμών. Έτσι το κόστος καθαρών εισαγωγών αργού, δηλαδή αυτό που αντιστοιχεί στην εσωτερική κατανάλωση, έφθασε τα 4,21 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2015 σύμφωνα με στοιχεία του Πίνακα. Βασικά Μεγέθη Ελληνικής Πετρελαϊκής Αγοράς (2010-2015) ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα η ΤτΕ. Δηλαδή παρατηρήθηκε μία εντυπωσιακή μείωση κατά 62% σε σύγκριση με το 2011 (βλέπε Πίνακα).
Πηγές: Τράπεζα της Ελλάδος, ΕΛΣΤΑΤ, BP Statistical Review of World Energy 2015
Κομβικός ο ρόλος του πετρελαίου στον ισοσκελισμό του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών
Μία πράγματι ευχάριστη έκπληξη, στο κατά τα άλλα καταθλιπτικό οικονομικό τοπίο, αποτέλεσε η ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος στις 19/2 περί ισοσκελισμού του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.Εξέλιξη που πρωτίστως αντανακλά την μείωση του κόστους εισαγωγής καυσίμων, αλλά και της επίδρασης τωνcapitalcontrols, που έδρασε ως φρένο στην εισαγωγή αγαθών το Β’ εξάμηνο του 2015 και ασφαλώς στην ανοδική πορεία των εξαγωγών, η οποία αν και οριακή (+3,1%) συνδυαζόμενη όμως με την εντυπωσιακή αύξηση των εισπράξεων από τουριστικές υπηρεσίες (+6,0%), επέδρασε απόλυτα θετικά στη μείωση του ελλείμματος.
Όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία της ΤτΕ, το έλλειμμα του ισοζυγίου μειώθηκε ουσιαστικά αφού από -29,37 δισεκατομμύρια ευρώ που είχε φθάσει το 2009, οπότε ξεκίνησε η κρίση, κατέβηκε στα -7,5 εκατομμύρια ευρώ το 2015! Κομβικός ήταν ο ρόλος του ισοζυγίου καυσίμων, που παρουσίασε σημαντική βελτίωση, λόγω της μείωσης των τιμών του πετρελαίου στη διεθνή αγορά. Έτσι, οι συνολικές (gross) εισαγωγές καυσίμων περιορίστηκαν και αυτές από τα 15,3 δις ευρώ το 2014 στα 10,9 δισ. ευρώ το 2015, ενώ οι εξαγωγές μειώθηκαν από τα 9,49 δισ. ευρώ στα 6,7 δισ. ευρώ. Αυτό είχε ως συνέπεια το έλλειμμα στα καύσιμα να περιοριστεί στα 4,2 δισ. ευρώ το 2015 από 6,3 δισ. ευρώ το 2014 επιβεβαιώνοντας πλήρως τις προβλέψεις μας (βλέπε άρθρο μας στο energia.gr με τίτλο «Οι μειωμένες διεθνείς τιμές αργού στηρίζουν την ελληνική οικονομία» στις 6/11/2015).
Όπως παρατηρούν έγκυροι οικονομικοί παράγοντες «ο ισοσκελισμός του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών αποτελούσε άπιαστο στόχο για την εκάστοτε κυβέρνηση των τελευταίων ετών αφού ένα ισοσκελισμένο ισοζύγιο είναι μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την ανάκαμψη της οικονομίας. Η άλλη είναι ασφαλώς οι επενδύσεις που ως γνωστό δημιουργούν αλλεργία στη σημερινή κυβέρνηση». Τόσο οι οικονομολόγοι μελετητές της ΤτΕ όσο και ανεξάρτητοι αναλυτές αναγνωρίζουν τον κομβικό ρόλο του πετρελαίου, και των καυσίμων γενικότερα στη διαμόρφωση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, για αυτό εξάλλου εδώ και χρόνια προβλέπεται ξεχωριστή κατηγορία, ως λογαριαμός, στο ισοζύγιο της ΤτΕ, γνωστός ως λογαριασμός πετρελαιοειδών, όπου αναγράφονται ποσά για τις εισαγωγέςgross, τα έσοδα από εξαγωγές πετρελαιοειδών, δηλ. διειλημμένων προϊόντων, αλλά και τα ποσά (net) που αντιστοιχούν στην εσωτερική κατανάλωση.
Η εντυπωσιακή συρρίκνωση των καθαρών εισαγωγών καυσίμων (net) στα -4,21 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2015 οφείλεται τόσο στην δραματική μείωση των διεθνών τιμών του αργού (κατά μέσο όρο 70% από το καλοκαίρι του 2014 μέχρι σήμερα) αλλά και στο περιορισμό της εγχώριας κατανάλωσης. Ο περιορισμός της εγχώριας κατανάλωσης πετρελαιοειδών έχει όμως και ένα ακόμη θετικό αποτέλεσμα αφού υποχρέωσε τους δύο διυλυστηριακούς ομίλους της χώρας να αυξήσουν τις εξαγωγές τους καταφέρνοντας έτσι να διευρύνουν τον κύκλο εργασιών τους, ενισχύοντας την κερδοφορία τους και σημειώνοντας εξαγωγές ρεκόρ στα 8,5 δισ. ευρώ το έτος μέσο όρο το 2013-2015.
Το σημερινό διεθνές ευνοϊκό οικονομικό κλίμα, κυρίως χάρις στις χαμηλές τιμές πετρελαίου, που συμπαρασύρουν και αυτές του φυσικού αερίου (και που εάν είχαμε πετύχει στην Ελλάδα μια ορθολογική λειτουργία της αγοράς ηλεκτρισμού θα είχαμε και φθηνότερες ταρίφες στον ηλεκτρισμό) δεν γνωρίζουμε πόσο θα διαρκέσει ακόμη. Στην καλύτερη περίπτωση δύο με τρία χρόνια, στη χειρότερη 8 με 12 μήνες. Με δεδομένο ότι βάσει τελευταίων στοιχείων για την παραγωγή αργού και προϊόντων, η πετρελαϊκή αγορά διεθνώς ευρίσκεται σε θέσηcontango, όπου οι τιμέςforwardγια τους επόμενους 12 μήνες είναι ανώτερες των σημερινώνspot, υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι η σημερινή χρονική περίοδος αποτελεί παράθυρο ευκαιρίας για χαμηλές τιμές. Οι εκτιμήσεις των περισσοτέρων αναλυτών κάνουν λόγο για ένα ουσιαστικόrebalancingτης αγοράς το 2017 με τις τιμές να οδεύουν προς το πλαφόν των 45-58 δολ. το βαρέλι ενώ για το τρέχον έτος οι περισσότερες εκτιμήσεις συγκλίνουν για ένα εύρος διακύμανσης 30-40 δολ. το βαρέλι.
Εν όψει λοιπόν της περιόδου χαμηλών πετρελαϊκών τιμών που τώρα διανύουμε κυβέρνηση και εταιρείες καλούνται να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που προσφέρει η σημερινή συγκυρία, και όπως είδαμε έχουν θετικές επιπτώσεις στην ενέργεια, βελτιώνοντας ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητα τους και επιμένοντας σε μικρές και μεγάλες επενδύσεις, παρά τις όποιες δυσκολίες και εμπόδια αντιμετωπίζουν σε καθημερινή βάση.
Το άρθρο έγραψε ο Κ. Ν. Σταμπολής Αντιπρόεδρος και εκτελεστικός διευθυντής του ΙΕΝΕ
Πηγή: imerisia.gr