Άφαντα από τα ράφια των φαρμακείων της Θεσσαλονίκης συνεχίζουν να είναι δεκάδες φαρμακευτικά σκευάσματα. Καθημερινά οι ελλείψεις είναι δραματικές και αφορούν διάφορες κατηγορίες φαρμάκων, όπως εμβόλια, φάρμακα για την υπέρταση, το αναπνευστικό, το γαστρεντερικό, τον σακχαρώδη διαβήτη, την υπέρταση, για καρδιοπάθειες, σκευάσματα σιδήρου και ινσουλίνες.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του εμβολίου για την ηπατίτιδα B, το οποίο είναι σε έλλειψη εδώ και πάνω από ένα χρόνο, αλλά και συγκεκριμένα αυτοκόλλητα για γυναικολογικά προβλήματα (ορμόνες) τα οποία είναι σε έλλειψη τους τελευταίους τρεις μήνες.
Όπως επισημαίνει ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης (ΦΣΘ), οι ελλείψεις αυτές αφορούν κατά κύριο λόγο πρωτότυπα φάρμακα πολυεθνικών εταιρειών, τα οποία δεν αντικαθίστανται. Το πιο σοβαρό πρόβλημα εντοπίζεται στις ινσουλίνες, η δοσολογία των οποίων καθορίζεται με βάση το συγκεκριμένο φάρμακο που παίρνει ένας ασθενής και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κάποια άλλη ινσουλίνη. Ακόμη όμως και σε κατηγορίες φαρμάκων που υπάρχουν διαφορετικές επιλογές, η αλλαγή ενός επιτυχημένου θεραπευτικού σχήματος κρίνεται αντιεπιστημονική και εγκυμονεί κινδύνους για την ανταπόκριση του οργανισμού του ασθενούς.
Αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στην εξυπηρέτηση των ασθενών, καθώς είναι πολύ συχνές οι περιπτώσεις που, εξαιτίας της αδυναμίας έγκαιρης εύρεσης πολλών σκευασμάτων από τα φαρμακεία, οι συνταγές λήγουν χωρίς να εκτελεστούν. Συνεπώς, οι ασθενείς αναγκάζονται να επισκεφθούν εκ νέου τους γιατρούς τους και να ζητήσουν επανέκδοση της συνταγής τους, ενώ κατά το διάστημα της αναμονής πολλοί από αυτούς μένουν δίχως τη φαρμακευτική τους αγωγή.
“Το πρόβλημα της έλλειψης φαρμάκων είναι παλιό και παρά το γεγονός ότι το δημοσιοποιούμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, παραμένει άλυτο και βασανίζει τους ασθενείς. Κοινό χαρακτηριστικό των φαρμάκων που είναι σε έλλειψη είναι ότι πρόκειται για φάρμακα πολυεθνικών, οι οποίες ενδιαφέρονται να τα πουλήσουν στο εξωτερικό, αφού στην Ελλάδα οι τιμές τους είναι εξευτελιστικά χαμηλές”, δηλώνει ο γραμματέας του Φαρμακευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Διονύσης Ευγενίδης.
Παράλληλα, εξηγεί ότι για την κατάσταση αυτή ευθύνεται από τη μια το γεγονός ότι οι φαρμακοβιομηχανίες εισάγουν στη χώρα μας πολύ μικρότερες ποσότητες φαρμάκων απ’ αυτές που απαιτούνται για την κάλυψη των αναγκών εξαιτίας της φθηνής τιμής τους και από την άλλη ότι κάποιοι αντί να διαθέσουν στην ελληνική αγορά τα φάρμακα αυτά, τα εξάγουν σε χώρες του εξωτερικού όπου τα πωλούν πολύ ακριβότερα.
“Οι μειωμένες εισαγωγές φαρμάκων και οι αυξημένες εξαγωγές ευθύνονται για τις ελλείψεις στα ράφια των φαρμακείων. Δυστυχώς, η τακτική που εφαρμόζει ο ΕΟΦ με την απαγόρευση παράλληλων εξαγωγών συγκεκριμένων σκευασμάτων δεν αποδίδει ούτε πρόκειται να αποδώσει. Κι αυτό διότι έχει έναν πολύ συγκεκριμένο και σύντομο χρονικό ορίζοντα. Συνεπώς για το διάστημα που ισχύει η απαγόρευση, οι εξαγωγείς κρατάνε τα φάρμακα στις αποθήκες τους και μόλις λήξει, τα εξάγουν μαζικά. Ο μόνος τρόπος να αποδώσει το μέτρο αυτό είναι να επιβάλει ο ΕΟΦ απαγόρευση παράλληλων εξαγωγών για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που δεν θα επιτρέπει στους εξαγωγείς να αποθηκεύουν τα φάρμακα, αφού αυτά θα κινδυνεύουν να λήξουν και δεν θα μπορούν να τα εξάγουν”, επισημαίνει ο κ. Ευγενίδης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι φαρμακοποιοί δίνουν καθημερινά αγώνα για να εξασφαλίσουν το αναγκαίο φάρμακο για τους ασθενείς, αναζητώντας το είτε από φαρμακείο σε φαρμακείο εντός του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης είτε σε άλλους νομούς εκτός Θεσσαλονίκης.
“Και οι ασθενείς βέβαια ψάχνουν από φαρμακείο σε φαρμακείο για να βρουν το φάρμακό τους ή περιμένουν από τον δικό τους φαρμακοποιό να τους το βρει. Έτσι έχουμε στα φαρμακεία της Θεσσαλονίκης σε καθημερινή βάση από 2-3 έως και 15 άτομα σε λίστα αναμονής, ενώ το χρονικό διάστημα που καλούνται συνήθως να περιμένουν κυμαίνεται από 25 ημέρες έως και 3 ή 4 μήνες. Στις περιπτώσεις, πάντως, που το φάρμακο που είναι σε έλλειψη δεν αντικαθίσταται από άλλο, οι ασθενείς είναι υποχρεωμένοι να επισκεφθούν τον γιατρό τους για να τους αλλάξει τη φαρμακευτική αγωγή”, τονίζει ο κ. Ευγενίδης.