Την ανάκαμψη της οικονομίας, μέσω υψηλών και βιώσιμων ρυθμών ανάπτυξης, προτάσσουν ως απαραίτητη προϋπόθεση για την περαιτέρω μείωση της ανεργίας, φορείς της αγοράς και εκπρόσωποι του συνδικαλιστικού χώρου.
Ενδεικτικά, όπως επισημαίνει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) στο τελευταίο εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία, στο τέλος του 2016, από το σύνολο των 1.124.000 ανέργων, οι 807.000 είναι μακροχρόνια άνεργοι, (χωρίς δουλειά για πάνω από έναν χρόνο), από τους οποίους οι 300.000 περίπου είναι άνω των 45 ετών και οι 170.000 περίπου είναι μεταξύ 20 και 29 ετών. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «η μείωση της ανεργίας θα είναι βασανιστικά αργή, εάν δεν δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις, για να κινητοποιηθεί η ιδιωτική οικονομία σε μία μαζική αναπτυξιακή εξόρμηση, πέραν της μέγιστης δραστηριοποίησης του κράτους, μέσω ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, οι οποίες να είναι αποτελεσματικές».
Με ζοφερά χρώματα περιγράφει την κατάσταση στην αγορά εργασίας, ο γραμματέας Τύπου & Δημοσίων Σχέσεων της ΓΣΕΕ και πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας (ΟΙΥΕ) Δημήτρης Καραγεωργόπουλος. Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Καραγεωργόπουλος δηλώνει ότι, «τα τελευταία χρόνια και, ειδικά, με τις παρεμβάσεις που έγιναν στην αγορά εργασίας, η οποία απορυθμίστηκε πλήρως, με την εφαρμογή των μνημονίων, επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας».
Όπως σημειώνει, καθημερινά, καταγράφονται καταγγελίες από τον ιδιωτικό τομέα είτε για ανασφάλιστη εργασία είτε για αδήλωτη είτε για υποδηλωμένη εργασία. Επίσης –προσθέτει- αυτό το οποίο καταγγέλλεται συχνά από εργαζόμενους είναι ότι εξαναγκάζονται να υπογράφουν μισθοδοτικές καταστάσεις για πολύ μεγαλύτερα ποσά από αυτά τα οποία λαμβάνουν στην πραγματικότητα. «Ειδικά, από τον Δεκέμβριο και μετά, που όλες οι επιχειρήσεις πλέον υποχρεούνται να καταθέτουν ως μοναδικό αποδεικτικό εξόφλησης της μισθοδοσίας τα χρήματα στον τραπεζικό λογαριασμό των εργαζομένων, έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα όπου οι εργοδότες ή πρόσωπα της εμπιστοσύνης τους συνοδεύουν τους εργαζόμενους στα ΑΤΜ και λαμβάνουν ένα μέρος της μισθοδοσίας, που τους κατέβαλαν.
Αυτό γίνεται, ακριβώς γιατί θα πρέπει να φαίνονται ότι είναι νόμιμοι και ότι καταβάλλουν αυτό το οποίο προβλέπεται, ενώ στην πραγματικότητα η συμφωνία με τον εργαζόμενο προβλέπει πολύ λιγότερα χρήματα από αυτά τα οποία ο νόμος καθορίζει ως ελάχιστο απαιτούμενο. Είναι η γνωστή ιστορία με τα ΑΤΜ και τα φαινόμενα μπράβων, που συνόδευαν τους εργαζόμενους στα ΑΤΜ, όπου τους έπαιρναν χρήματα και τα επέστρεφαν στο «μαύρο» ταμείο του εργοδότη, με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να επιβαρύνεται και φορολογικά και ασφαλιστικά για ποσά τα οποία δεν έχει λάβει, ενώ ο εργοδότης, με τον τρόπο αυτό, καταφέρνει και έχει «μαύρο» χρήμα στο ταμείο του, για το οποίο, όμως, έχει φορολογηθεί ο εργαζόμενος» εξηγεί ο ίδιος.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί στην αγορά εργασίας, ο κ. Καραγεωργόπουλος εστιάζει στις παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν. Σύμφωνα με τον ίδιο, «θα πρέπει να ενισχυθεί το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), καθώς και να συνεχιστεί η προσπάθεια η οποία έχει ξεκινήσει με παρέμβαση και των συνδικάτων και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για την αδήλωτη εργασία, όπου θεσμοθετήθηκε, για πρώτη φορά, ειδικό τμήμα του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας».
«Χωρίς, όμως, στελέχωση των αρμόδιων υπηρεσιών και χωρίς συνεργασία της Οικονομικής Αστυνομίας, του ΣΕΠΕ, του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) και του ΣΔΟΕ με μικτά κλιμάκια, τα οποία θα πραγματοποιούν ελέγχους, νομίζω ότι αυτό το φαινόμενο δεν μπορεί να παταχθεί και θα εξακολουθεί να υφίσταται σε πολύ υψηλό ποσοστό, ειδικά αυτήν την περίοδο της κρίσης, όπου από τις πιο μικρές μέχρι τις πιο μεγάλες επιχειρήσεις προσπαθούν να εισφοροδιαφύγουν, να φοροδιαφύγουν και να κλέψουν χρήματα από το μισθό των εργαζομένων» διαπιστώνει ο κ. Καραγεωργόπουλος.
Από την πλευρά του, ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης, δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η κατάσταση ακόμα στην αγορά εργασίας εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υψηλή αβεβαιότητα και πολύ χαμηλές προσδοκίες, ενώ θεωρεί ότι η ανάκαμψη της οικονομίας εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο. Εκτιμά δε ότι δεν έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις εκείνες που να δείχνουν ότι η οικονομία βγαίνει από την ύφεση. «Οι κανόνες απορρύθμισης που έχουν επιβληθεί από το δεύτερο μνημόνιο στην αγορά εργασίας, δεν δημιουργούν απασχόληση. Αντίθετα, μοιράζουν τη φτώχεια» διευκρινίζει ο κ. Αργείτης.
Ο ΣΕΒ, από την πλευρά του, σχολιάζει στο τελευταίο εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία ότι η περαιτέρω μείωση της ανεργίας δεν θα είναι εύκολη υπόθεση, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό των ανέργων είναι σήμερα μακροχρόνια άνεργοι. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία παρουσιάζει ο ΣΕΒ στο τελευταίο εβδομαδιαίο δελτίο, «συνολικά, κατά το 1ο τρίμηνο του 2017, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 23,3% από 23,6%, το προηγούμενο τρίμηνο και 24,9%, το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016 (τριμηνιαία στοιχεία, χωρίς εποχική διόρθωση).
Επίσης, το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων υποχώρησε στο 69,9% από 71,8% το προηγούμενο τρίμηνο και 70,3% το 1ο τρίμηνο του 2016. Οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά +1,5%, σε σύγκριση με το 1ο τρίμηνο του 2016, με τους μισθωτούς να εμφανίζουν άνοδο κατά +1% και τους αυτοαπασχολούμενους χωρίς προσωπικό κατά +3,3%.
Η αύξηση της απασχόλησης μεταφράζεται σε 53 χιλιάδες επιπλέον θέσεις, εκ των οποίων οι 19,5 χιλιάδες πλήρους απασχόλησης και οι 33,5 χιλιάδες μερικής απασχόλησης. Θετικό είναι το γεγονός ότι ο αριθμός των μισθωτών με μόνιμη απασχόληση αυξήθηκε κατά +2,3%, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός με προσωρινή απασχόληση μειώθηκε κατά -10,1%. Σημειώνεται ότι το ποσοστό μερικής απασχόλησης ανέρχεται σε 10,5%, ενώ το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσωρινή εργασία σε 6,2%».
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η διατήρηση μίας σύγχρονης αγοράς εργασίας στην εποχή, μετά το πέρας της προσαρμογής με τα μνημόνια, αποτελεί απαραίτητο συστατικό μίας βιώσιμης αναπτυξιακής διαδικασίας. Η θέση του ΣΕΒ, όπως αποτυπώνεται στο τελευταίο εβδομαδιαίο δελτίο του, είναι ότι οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις σε όλα τα επίπεδα πρέπει να εκκινούν από το επίπεδο του κατώτατου μισθού, όπως καθορίζεται από το κράτος, που θα πρέπει να είναι ο υπέρτατος θεματοφύλακας της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας, μετά από στοχευμένες διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους στη βάση αντικειμενικών παραμέτρων. Στο πλαίσιο αυτό, όπως τονίζει, «είναι σημαντικό να διατηρηθεί η δυνατότητα υπερίσχυσης των συμβάσεων που συνάπτονται πιο κοντά στο επίπεδο της επιχείρησης». «Τέλος, το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία πρέπει να ασκείται, λαμβάνοντας αυστηρά υπόψη τους κανόνες που θέτουν οι διεθνείς συμβάσεις εργασίας» επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ο ΣΕΒ.