Μύθοι όπως το ότι οι υδατάνθρακες είναι καλή πηγή ενέργειας άρα απαραίτητοι στη διατροφή μας και ότι τα λιπαρά κάνουν κακό στην υγεία καταρρίπτονται με τις νέες μελέτες, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Δρ. Νικολέτα Κοΐνη, M.D., πιστοποιημένη Ιατρός Λειτουργικής, Προληπτικής, Αντιγηραντικής και Αναγεννητικής Ιατρικής από την Αμερικανική Ακαδημία Αντιγηραντικής Ιατρικής.
Σύμφωνα με τη Δρ. Κοΐνη, η Διατροφική Πυραμίδα του υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ, που δημοσιεύθηκε το 1992, επέβαλε στην καθημερινή διατροφή την κατανάλωση 6 ή και περισσότερων μερίδων δημητριακών (ψωμί, δημητριακά πρωινού, ζυμαρικά, ρύζι). Ωστόσο, όπως αναφέρει η γιατρός, η μόνη χρησιμότητα αυτής της κατανάλωσης είναι η διατήρηση του γλυκογόνου σε υψηλά επίπεδα έτσι ώστε να μην καίει ο οργανισμός λίπος με αποτέλεσμα να παχαίνουμε.
Με λίγα λόγια, αυτή η αντίληψη είναι εντελώς λανθασμένη γι’ αυτό και οι επιστήμονες αναθεώρησαν την άποψη αυτή.
Μελέτη που έγινε το 2005 από του ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ αναθεώρησε την υγιεινή διατροφή θέτοντας στη βάση της τη γυμναστική, τη μείωση του βάρους και την επαρκή πρόσληψη νερού. Τα δημητριακά, κυρίως ολικής άλεσης, περιορίστηκαν στο 1/3 της ποσότητας που όριζε η Διατροφική Πυραμίδα και αναδείχθηκε η αξία των καλών λιπαρών από πηγές, όπως το ελαιόλαδο, τα καρύδια και οι τροφές που έχουν υποστεί ζύμωση. Επιπροσθέτως, το 2011, δύο νέα διατροφικά μοντέλα το «Πιάτο της Υγιεινής Διατροφής» και το «Διατροφικό Πιάτο» αντικατέστησαν τη Διατροφική Πυραμίδα και ανέδειξαν την αξία των βιταμινών, ιδιαίτερα της βιταμίνης D, στο πλαίσιο μίας ισορροπημένης διατροφής.
Ένας ακόμα μύθος είναι αυτός των «καλών» τροφών με λίγα λιπαρά. «Οι συστάσεις διαφόρων επιστημονικών φορέων, όπως της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας και της Αμερικανικής Διαβητολογικής Εταιρείας, έχουν συμβάλει στη συντήρηση ενός ακόμα μύθου: των λιπαρών που κάνουν κακό στην υγεία» επισημαίνει η Δρ. Κοΐνη.
Και ενώ οι κατευθυντήριες οδηγίες ξεκάθαρα αναφέρουν ότι η κατανάλωση ιδιαιτέρως κορεσμένων λιπαρών, αυξάνει τον κίνδυνο καρδιοπάθειας, οι άνθρωποι άρχισαν να φοβούνται τα λιπαρά, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν σε μικρό χρονικό διάστημα τα τρόφιμα χωρίς ή με χαμηλά λιπαρά.
Σύμφωνα με τη Δρ. Κοΐνη «η σύνδεση μεταξύ λιπαρών, ακόμα και των κορεσμένων, και των καρδιαγγειακών παθήσεων, ποτέ δεν αποδείχθηκε πραγματικά. Μάλιστα, σπουδαίες επιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι η αντικατάσταση των υδατανθράκων από λιπαρά -οποιαδήποτε φυσικά λιπαρά, συμπεριλαμβανόμενων των ζωικών κορεσμένων- στην πραγματικότητα μειώνει τον κίνδυνο για έμφραγμα και εγκεφαλικό επεισόδιο. Συνέπεια αυτού είναι το ότι ακόμα και η εξαιρετικά συντηρητική Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία δεν βάζει πια ανώτατο όριο στη συνολική ημερήσια πρόσληψη λιπαρών, παρά μόνο στην πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών, χωρίς όμως και αυτό να βασίζεται πουθενά».
Την ίδια ώρα, μια μελέτη που διεξήχθη από τους επιστήμονες του Πανεπιστημίου Johns Hopkins συμπέρανε ότι το υψηλό σάκχαρο αίματος αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για καρδιοπάθεια. Δηλαδή τα τρόφιμα με υψηλό γλυκαιμικό φορτίο (που δίνουν γρήγορα ικανές ποσότητες σακχάρων στο αίμα αφού τα φάμε), όπως είναι ό,τι περιέχει ζάχαρη και αλεύρι δημητριακών, είναι από τη φύση τους ανθυγιεινά όταν καταναλώνονται.
Παρόλα αυτά, συνεχίζονται ακάθεκτες οι διαφημίσεις με τα ατεκμηρίωτα οφέλη των τροφίμων με χαμηλά λιπαρά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία μας, όπως λέει η γιατρός.
Η γιατρός επισημαίνει ότι η διαιτολογία έχει αποτύχει και αυτό φαίνεται καθαρά από την αύξηση της παχυσαρκίας, που τα τελευταία 25 έτη έχει αυξηθεί κατά 250%. Σύμφωνα με τη γιατρό, η δίαιτα είναι καθαρά ορμονική υπόθεση και γι’ αυτό, όταν ένας ειδικός δίνει μια διατροφή, δεν πρέπει να αγνοεί την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου οργανισμού με τη βιολογική του δύναμη, που είναι οι ορμόνες.
Πηγή: naftemporiki.gr