boutaris

Παρέμβαση Μπουτάρη για το προσφυγικό: Μην αρχίσω να ακούω πάλι τα γνωστά φοβικά για αλλοίωση τάχα της εθνικής υπόστασης ή για την υποτιθέμενη εγκληματικότητα των ξένων

Άρθρο του Δημάρχου, Γιάννη Μπουτάρη, για την προσφυγική κρίση και την προγραμματιζόμενη έλευση προσφύγων στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, που δημοσιεύτηκε στην «Κυριακάτικη Μακεδονία», την Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016.

Η προσφυγική κρίση τραβάει αμείωτη σχεδόν ένα χρόνο τώρα. Η Θεσσαλονίκη δεν έζησε τις δύσκολες καταστάσεις που γνώρισαν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Η Ειδομένη, όμως, είναι δίπλα μας και όλοι μας ξέρουμε το δράμα που εξελίσσεται εκεί. Καλύτερα απ’ όλους, μάλιστα, το ξέρουν οι χιλιάδες Θεσσαλονικείς που ενεργά, καθένας με τον τρόπο του, προσφέρει αγαθά ή εθελοντικές υπηρεσίες για την ανακούφιση των προσφύγων.

Η προσφυγική κρίση, βέβαια, είναι ιστορικό γεγονός που ξεπερνάει τη Θεσσαλονίκη. Είναι παγκόσμιο ζήτημα και πρόβλημα ευρωπαϊκό, όχι απλώς θέμα της Ελλάδας. Κάποιοι ανάμεσά μας, όμως, σπεύδουν να συμπεράνουν ότι, αφού το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό, δεν είναι δικό μας, αλλά κάποιων «άλλων», των «Ευρωπαίων». Ωστόσο, το να παραδέχεσαι ότι το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό, σημαίνει ότι καθένας στην Ευρώπη θα πρέπει να αναλάβει ένα μέρος της κοινής ευθύνης. Μερίδα των Ευρωπαίων άργησε να το αποδεχτεί αυτό, αρνούμενη τον καταμερισμό προσφύγων σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια. Σήμερα κάποιοι κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους, εκτοξεύοντας απειλές για έξοδο της Ελλάδας από τη Σέγκεν, επειδή, λέει, δεν τηρεί τις υποχρεώσεις της για hot spots και στρατόπεδα. Δεν παραγνωρίζω τις παραλυτικές αδυναμίες και το αλλοπρόσαλλο της κρατικής διοίκησης, αλλά αυτό προκαλεί τις μαζικές εισροές στο ευρωπαϊκό έδαφος; Μου προκαλεί κατάπληξη που κάποιοι διανοούνται να αφήσουμε τη χώρα να γίνει ένα πελώριο στρατόπεδο, με αντάλλαγμα την περικοπή μερικών δις χρέους.

Ευτυχώς, προς το παρόν στην Ευρώπη επικρατεί ακόμη η λογική, που επιτάσσει την κατανομή των εισερχομένων σε όλες τις χώρες-μέλη με βάση μια δίκαιη αναλογία. Στο πλαίσιο αυτό, η χώρα μας ανέλαβε την προσωρινή φιλοξενία 50.000 προσφύγων. Έτσι και σε μας, ως τοπική κοινωνία, αναλογεί ένα μερίδιο από αυτήν την υποχρέωση. Ορισμένες χιλιάδες προσφύγων θα διαμείνουν προσωρινά στην ευρύτερη περιοχή μας. Άλλοι, περιμένοντας να εξεταστεί το αίτημά τους, στις εγκαταστάσεις που ετοιμάζονται στο πρώην στρατόπεδο «Αναγνωστοπούλου» στη Σίνδο. Και άλλοι, περιμένοντας να φύγουν με το πρόγραμμα μετεγκατάστασης σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, θα φιλοξενηθούν σε ξενοδοχεία και διαμερίσματα ιδιωτών ή σε ανάδοχες οικογένειες, που θα χρηματοδοτήσει η Υπάτη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Είναι ευθύνη της τοπικής κοινωνίας να υποδεχτεί συντεταγμένα και προετοιμασμένα αυτούς τους ανθρώπους, για λόγους αξιοπρέπειας τόσο των προσφύγων όσο και ημών των ιδίων. Οφείλουμε στους εαυτούς μας και στα παιδιά μας να διασφαλίσουμε την εύρυθμη λειτουργία της πόλης, για να μην ντρεπόμαστε αύριο.

Γι’ αυτό αντί να «πετάξουμε το μπαλάκι» στη κεντρική διοίκηση, όπως η ΚΕΔΕ επιμένει να κάνει, ξεκινήσαμε στο Δήμο Θεσσαλονίκης ήδη από νωρίς το καλοκαίρι την προσπάθεια να φτιάξουμε ένα τοπικό σχέδιο έκτακτης δράσης από κοινού με τους δήμους και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών του πολεοδομικού συγκροτήματος, μπροστά στο ενδεχόμενο μερικές χιλιάδες πρόσφυγες να εγκλωβιστούν στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Προτιμήσαμε να είμαστε ρεαλιστές, να μην επαναπαυθούμε στις χρηματοδοτικές υποσχέσεις της κυβέρνησης, και εξασφαλίσαμε πόρους για κομμάτια του σχεδίου μας από το Open Society Foundation, τα προγράμματα δικτύωσης πόλεων UrbAct, και τώρα διεκδικούμε χρηματοδότηση από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Έτσι, δεν χρηματοδοτούμε μόνο τον αρχικό μας σχεδιασμό, υποδεχόμενοι με αξιοπρέπεια τους πρόσφυγες που αναλογούν στην περιοχή μας. Διασφαλίζουμε επιπλέον αναπτυξιακά ωφελήματα για την πόλη και κλάδους της, τον ξενοδοχειακό, τις μισθώσεις, τον επισιτισμό, ακόμη και τις νομικές υπηρεσίες, δίνοντας προσωρινή έστω απασχόληση στη νέα κυρίως γενιά ευαίσθητων και εξειδικευμένων επαγγελματιών.

Τα οφέλη, όμως, μπορούν να είναι και πιο μακροπρόθεσμα. Θυμίζω ότι ακόμη και σήμερα, με διμερείς συμφωνίες η χώρα μας και ειδικότερα η κεντρική Μακεδονία εισάγει εποχικό αγροτικό δυναμικό από γειτονικά κράτη. Θα μπορούσαμε τις ανάγκες αυτές ή άλλες αντίστοιχες να τις καλύψουμε με τους προσωρινούς πληθυσμούς των προσφύγων. Έτσι, «νέο αίμα» θα έρθει να εμπλουτίσει το ντόπιο δυναμικό. Με το πρόγραμμα της Ύπατης Αρμοστείας και με την ισόρροπη διασπορά των θέσεων φιλοξενίας στην ευρύτερη περιοχή ανοίγουν προοπτικές ακόμη και για την ενσωμάτωση όσων αποφασίσουν να παραμείνουν εδώ. Μην αρχίσω να ακούω πάλι τα γνωστά φοβικά για αλλοίωση τάχα της εθνικής υπόστασης ή για την υποτιθέμενη εγκληματικότητα των ξένων. Τα ίδια ακούγονταν και τη δεκαετία του ’90 για τους Αλβανούς που κατέφθαναν μαζικά στη χώρα. Παρά τις υστερικές καταστροφολογίες, οι Αλβανοί μετανάστες ενσωματώθηκαν πλήρως στην ελληνική κοινωνία και συνεισφέρουν στην εθνική οικονομία.

Κλείνοντας, όμως, δεν μπορώ να αποφύγω ένα σχόλιο για την απόφαση της κυβέρνησης να εναποθέσει τη βασική ευθύνη για την επιτυχία της όλης εθνικής προσπάθειας στο προσφυγικό στον υπουργό Εθνικής Άμυνας. Δεν θεωρώ αρνητική την εμπλοκή του. Αντίθετα, από την αρχή θα έπρεπε να είχε κινητοποιηθεί το συγκεκριμένο υπουργείο, δεδομένου ότι αυτό μόνο διαθέτει κατάλληλες εγκαταστάσεις μαζικής διαμονής, δηλαδή τα δεκάδες άδεια ή σχηματικά λειτουργούντα στρατόπεδα. Δυστυχώς, όμως, τόσο οι δικές μου εκκλήσεις για άμεσο προσδιορισμό χώρων φιλοξενίας όσο και αρμοδιότερων εκ της κυβέρνησης συνάντησαν απροθυμία ή και ευθεία άρνηση, ώστε τα πράγματα να καταλήξουν σε αδιέξοδο. Παρ’ ότι συνυπαίτιος του αδιεξόδου, όμως, ο κ. Καμμένος εμφανίζεται αίφνης ως ο από μηχανής θεός. Αλλά σε μια δημοκρατία που σέβεται τα δικαιώματα του ανθρώπου, φυσικές ή ανθρωπιστικές καταστροφές αποτελούν ζητήματα πολιτικής προστασίας και όχι εθνικής ασφάλειας, ώστε να δικαιολογείται η στρατιωτικοποίηση της αντιμετώπισής τους. Η συνδρομή του στρατού είναι απαραίτητη, αλλά μόνον υπό πολιτική εποπτεία, όπως λ.χ. σ’ ένα σεισμό. Ακόμη και αν χωνέψει κανείς την ανάληψη της ίδρυσης των hot spots από το στρατό – μιας και αυτά εγκαθίστανται στα νησιά της εθνικής μεθορίου – είναι αδύνατον να αποδεχθεί εν καιρώ ειρήνης στρατιωτική διοίκηση σε μια εγκατάσταση φιλοξενίας προσφύγων στη Σίνδο ή σε άλλο μέρος της ενδοχώρας.