Υπάρχει μια γενικότερη αντίληψη ότι η γεμάτη πολέμους ιστορία της ανθρωπότητας οφείλεται στο ότι οι περισσότερες και ισχυρότερες κουλτούρες ήταν ανδροκρατούμενες- και ότι οι άνδρες, ως φύσει πιο επιθετικοί, είναι πιο πιθανό να ξεκινήσουν πολέμους. Αυτό προκύπτει και από σημερινές έρευνες σχετικά με τη στάση των γυναικών απέναντι σε σύγχρονους πολέμους, ενώ στατιστικά δεδομένα δείχνουν πως οι γυναίκες διαπράττουν λιγότερους φόνους- επίσης, όπως υπογραμμίζεται σε δημοσίευμα του Economist, λόγιοι όπως ο Στίβεν Πίνκερ, ψυχολόγος και ο Φράνσις Φουκουγιάμα, πολιτικός επιστήμονας, εκτιμούν πως υπάρχει κάποια βάση στην άποψη πως ένας κόσμος που διοικείται από γυναίκες θα ήταν πιο ειρηνικός.
Παρόλα αυτά, όπως τονίζει ο Economist, η ευρωπαϊκή ιστορία υποδεικνύει ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, σύμφωνα με ένα paper των πολιτικών επιστημόνων Οεντρίλα Ντούμπε, του Πανεπιστημίου του Σικάγο, και Σ.Π Χαρίς, του Πανεπιστημίου ΜακΓκίλ. Οι ερευνητές μελέτησαν πόσο συχνά Ευρωπαίοι ηγεμόνες έκαναν πολέμους μεταξύ του 1480 και του 1913. Όπως διαπιστώθηκε από τη μελέτη 193 βασιλειών, κράτη τα οποία κυβερνούσαν βασίλισσες είχαν 27% περισσότερες πιθανότητες να κάνουν πολέμους από αυτά που κυβερνούσαν βασιλιάδες.
Βεβαίως, όπως υπογραμμίζεται, αυτό δεν οφειλόταν μόνο/ πάντα στις βασίλισσες: Οι άνδρες, καθώς τις θεωρούσαν πιο εύκολους στόχους, είχαν την τάση να τους επιτίθενται. Αφού η Μαρία Τυδώρ έγινε βασίλισσα της Αγγλίας το 1553, ο Προτεστάντης μεταρρυθμιστής Τζον Νοξ διακήρυξε πως οι γυναίκες είναι ακατάλληλες να κυβερνούν, καθώς η φύση τις έχει κάνει «αδύναμες, εύθραυστες, ανυπόμονες, ασθενικές και ανόητες». Αντίστοιχα, ο Φρειδερίκος ο Μέγας της Πρωσίας είχε δηλώσει πως «σε καμία γυναίκα δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται να κυβερνά οτιδήποτε»- ο ίδιος, λίγους μήνες μετά την άνοδό του στον θρόνο το 1740, επιτέθηκε εναντίον της αρχιδούκισσας της Αυστρίας, Μαρίας Θηρεσίας, και κατέκτησε τη Σιλεσία, την πλουσιότερη επαρχία της. Παρά τους πολέμους που διήρκεσαν χρόνια, ποτέ δεν την ανέκτησε. «Όντως, ανύπαντρες βασίλισσες δέχονταν επιθέσεις πιο συχνά από άλλους μονάρχες. Σκεφτείτε την Ελισάβετ την 1η, την ιστορική προσωπικότητα την οποία θαυμάζει περισσότερο η Τερέζα Μέι, να αποκρούει την ισπανική “Αήττητη Αρμάδα”» αναφέρεται στο δημοσίευμα.
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα πέρα από τη θεωρούμενη αδυναμία: Οι βασίλισσες, όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, ήταν πιο πιθανό να αποκτήσουν νέα εδάφη. Μετά την ανατροπή του συζύγου της, η Αικατερίνη η Μεγάλη της Ρωσίας επέκτεινε την αυτοκρατορία της κατά 518.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα- μεγάλη έκταση, ακόμα και για τα δεδομένα της Ρωσίας (μάλιστα, ήταν η πρώτη, αν και όχι η τελευταία, από τους ηγέτες της Ρωσίας που προσάρτησαν την Κριμαία). Επίσης οι παντρεμένες βασίλισσες ήταν πιο επιθετικές από τις ανύπαντρες ή τους βασιλιάδες- είτε ήταν ανύπαντροι είτε παντρεμένοι.
Οι λόγοι για αυτό, όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, ποικίλλουν: Πρώτον, οι παντρεμένες βασίλισσες ενδεχομένως να ήταν ικανότερες στο να κλείνουν περισσότερες στρατιωτικές συμμαχίες, κάτι που τις ενθάρρυνε να κάνουν πολέμους. Αν και η υπηρεσία των γυναικών στον στρατό παρέμενε «ταμπού», οι άνδρες σύζυγοι συχνά είχαν υπηρετήσει στον στρατό πριν τους γάμους τους, και μπορούσαν να σφυρηλατούν στρατιωτικούς δεσμούς ανάμεσα στις χώρες τους και στις χώρες των γυναικών τους.
Επίσης, εν αντιθέσει με τους περισσότερους βασιλιάδες, οι βασίλισσες συχνά έδιναν στους συζύγους τους πολλές εξουσίες, κάποιες φορές καθιστώντας τους υπεύθυνους για τομείς όπως η εξωτερική πολιτική ή η οικονομία. Ο Φερδινάνδος ο 2ος, που κυβέρνησε την Αραγωνία και την Καστίλλη με την Ισαβέλλα την 1η το 1479-1504, έδιωξε τους Μαυριτανούς από τη Γρανάδα. Κατά τη δεκαετία του 1740, ο σύζυγος της Μαρίας Θηρεσίας, ο Φραγκίσκος ο 1ος, μεταρρύθμισε την αυστριακή οικονομία και συγκέντρωνε χρήματα για τις ένοπλες δυνάμεις ενώ η σύζυγός του κυβερνούσε μεγάλο κομμάτι της κεντρικής Ευρώπης. Η πρίγκηπας Αλβέρτος ήταν ο πιο έμπιστος σύμβουλος της βασίλισσας Βικτωρίας, διαμορφώνοντας την εξωτερική της πολιτική μέχρι τον θάνατό του το 1861. Ο διαμοιρασμός των αρμοδιοτήτων και εργασιών, εκτιμούν οι ερευνητές, έδινε στις βασίλισσες τον χρόνο να ακολουθήσουν πιο επιθετικές πολιτικές.
Επίσης, και στην εποχή των σύγχρονων δημοκρατιών, γυναίκες ηγέτες έχουν εμπλακεί σε αρκετούς πολέμους, όπως η Ίντιρα Γκάντι (Ινδία- Πακιστάν), η Γκόλντα Μέιρ (πόλεμος του Γιομ Κιπούρ) και η Μάργκαρετ Θάτσερ (πόλεμος των Φόκλαντ).
«Ο αριθμός των χωρών που κυβερνώνται από γυναίκες έχει υπερδιπλασιαστεί από το 2000, αλλά υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης. Το σημερινό επίπεδο των 15 αντιπροσωπεύει ποσοστό κάτω του 15% του συνόλου. Ένας κόσμος στον οποίο περισσότερες γυναίκες θα είχαν εξουσία ίσως να ήταν πιο ισότιμος. Το αν θα ήταν πιο ειρηνικός, είναι άλλο ερώτημα» καταλήγει το δημοσίευμα.