Σε παρέμβασή του στο συνέδριο της «Συν-πραξις» (τhink tank Ελλήνων επιστημόνων από όλο τον κόσμο) με σχετικό θέμα, ο κ. Πουλάκης τόνισε ότι η ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού αποτελεί «θέμα με πολλαπλές και σημαντικές προεκτάσεις – ιδεολογικές, εθνικές, πολιτικές, συνταγματικές, αλλά και πρακτικές και τεχνικές», το οποίο, όπως είπε, «διαχρονικά στη χώρα μας αντιμετωπίστηκε συνήθως με προχειρότητα και με όρους μικροπολιτικής και σκοπιμότητας».
Ως «απλούστερη», πιο «ασφαλής» ή «ανώδυνη» πρόταση, ο Κ. Πουλάκης προέκρινε την θέσπιση 5-10 εδρών για τους βουλευτές που θα εκλέγονται από τους Έλληνες του εξωτερικού, οι οποίοι θα πρέπει να διαγραφούν από τους εκλογικούς καταλόγους των δήμων που ανήκουν τώρα και να εγγραφούν σε ειδικούς εκλογικούς καταλόγους εξωτερικού. Επιπλέον, θα πρέπει να δημιουργηθούν νέες εκλογικές περιφέρειες (π.χ. εκλογική περιφέρεια Κεντρικής Ευρώπης ή Βόρειας Αμερικής ή Αυστραλίας) και κάθε περιφέρεια να αναδεικνύει έναν ορισμένο αριθμό βουλευτών, που θα ψηφίζουν οι Έλληνες της περιοχής αυτής. Ο κ. Πουλάκης σημείωσε, ωστόσο, ότι η λύση αυτή οδηγεί σε περιορισμένη εκπροσώπηση, μακριά από την αρχή της ισότητας της ψήφου, καθώς τα 7 εκατομμύρια Έλληνες του εσωτερικού θα εκλέγουν 290 βουλευτές και τα 2 εκατομμύρια Έλληνες του εξωτερικού θα εκλέγουν μόλις 5-10.
Σύμφωνα με τον γγ του ΥΠΕΣ, η πρόταση οι απόδημοι να αντιμετωπίζονται ως ετεροδημότες και να συμμετέχουν κανονικά στην εκλογική διαδικασία μαζί με τους υπόλοιπους εκλογείς αφενός έχει τεχνικές δυσκολίες αφετέρου δημιουργεί τον προβληματισμό ότι «τυχόν μαζική άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των Ελλήνων του εξωτερικού είναι πιθανό να επιδρούσε καταλυτικά στη λήψη των αποφάσεων, οι οποίες πέραν πάσης αμφιβολίας αφορούν κυρίως όσους ζουν στην Ελλάδα».
Ο Κ. Πουλάκης αναγνώρισε ότι «σε ευρωπαϊκό επίπεδο η τάση είναι να καθιερώνονται διαδικασίες για την ψήφο των ευρισκόμενων στο εξωτερικό, μέσω επιστολικής ψήφου, ψήφου δι’ αντιπροσώπου ή άλλων πρόσφορων διαδικασιών», ωστόσο –σύμφωνα και με όσα δέχεται το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου– η μεταφορά της τάσης αυτής σε κάθε χώρα «πρέπει αναπόφευκτα να παίρνει υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες».
Αναφερόμενος, στο πρόσφατο μεταναστευτικό κύμα παραδέχτηκε ότι «είναι διαφορετική η σχέση που έχει με την πατρίδα ο δεύτερης ή τρίτης γενιάς Έλληνας, που μπορεί και να μη μιλάει καν ελληνικά ή να έχει έρθει στην Ελλάδα μόνο για διακοπές, από το νέο κύμα μεταναστών, νέων κυρίως παιδιών που μεγάλωσαν στην Ελλάδα, μορφώθηκαν εδώ, έχουν εδώ τις αναμνήσεις τους, την οικογένειά τους, τους φίλους τους και αναγκάστηκαν να φύγουν υπό το βάρος της τρομακτικής ανεργίας των νέων, έχουν δε πιθανόν στο μυαλό τους την πρόθεση και την επιθυμία να επιστρέψουν, όταν τα πράγματα καλυτερέψουν», γεγονός που θα πρέπει, όπως είπε, να συνεκτιμηθεί στη λήψη των όποιων αποφάσεων.
ΑΠΕ-ΜΠΕ