Με το φετινό χειμώνα για την ώρα να περνάει ξώφαλτσα και τις θερμοκρασίες για το μεγαλύτερο διάστημα μέχρι στιγμής να κινούνται σε σχετικά υψηλά επίπεδα για την εποχή, το φαινόμενο της αιθαλομίχλης δεν έχει απασχολήσει έντονα την πόλη της Θεσσαλονίκης. Η άλογη καύση όμως για θέρμανση, ακατάλληλων υλικών κάνει εμφανές το πρόβλημα ακόμα και μακριά από τα αστικά κέντρα, με μεγάλους κινδύνους για την υγεία των πολιτών.
Σύμφωνα με τις μετρήσεις από Τμήμα Περιβάλλοντος του Δήμου Θεσσαλονίκης μόνο τις παραμονές των Χριστουγέννων παρατηρήθηκε αυξημένη καταγραφή ατμοσφαιρικών ρύπων στο κέντρο της πόλης και στο δυτικό της τμήμα κυρίως. Ωστόσο οι μετρήσεις αυτές δεν δικαιολογούσαν τη λήψη μέτρων και για αυτόν το λόγο είχε υπάρξει απλά μία ανακοίνωση με συστάσεις από την Περιφέρεια.
Οι συνθήκες που ευνόησαν εκείνες τις ημέρες την αυξημένη καταγραφή αέριων σωματιδίων που είναι υπεύθυνα για το φαινόμενο της αιθαλομίχλης ήταν η έντονη θερμοκρασιακή αναστροφή, δηλαδή η μεγάλη και απότομη μεταβολή της θερμοκρασίας, σε συνδυασμό με τον άνεμο και τις συνθήκες αερισμού που επικρατούν στην πόλη. Η ασθενική κυκλοφορία του ανέμου μπορεί να παγιδεύσει τους ρύπους πάνω από την πόλη, δημιουργώντας ένα «καπάκι» επικίνδυνων αέριων μαζών.
Έτσι παρατηρήθηκε και το οξύμωρο πως ενώ τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς η θερμοκρασία ήταν πολύ χαμηλότερη απ΄ ότι τις ημέρες των Χριστουγέννων, δεν καταγράφηκαν αυξημένοι ρύποι για την ανάπτυξη αιθαλομίχλης. Όπως εξήγησε η κα. Βούλα Τζουμάκα, από το Τμήμα Περιβάλλοντος του Δήμου Θεσσαλονίκης, οι συνθήκες αερισμού της πόλης εκείνες τις ημέρες ήταν πολύ καλύτερες με αποτέλεσμα παρά το έντονο ψύχος που ανάγκασε και περισσότερο κόσμο να χρησιμοποιήσει τα τζάκια του, επιβαρύνοντας την ατμόσφαιρα, να μην υπάρχει πρόβλημα από την ανάπτυξη αέριων σωματιδίων.
Παράλληλα, η κα. Τζουμάκα πρόσθεσε πως «φέτος παρουσιάζεται εντονότερο πρόβλημα από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων και όχι τόσο από τη θέρμανση».
Το όριο επιφυλακής των αέριων σωματιδίων PM10 που απαιτεί την προειδοποίηση του κοινού είναι τα 90 μg/m³ σε μέση ημερήσια τιμή, ενώ πάνω από 110 μg/m³ κρίνεται αναγκαία η επιβολή έκτακτων μέτρων. Οι τιμές αυτές ωστόσο θα πρέπει να αφορούν όλα τα σημεία καταμέτρησης και όχι μόνο ένα, καθώς είναι πιθανό τα όρια αυτά να ξεπέρνιουνται στο κέντρο της πόλης λόγω της υψηλής επιβάρυνσης, αλλά να μην ισχύει το ίδιο και στο υπόλοιπο πολεοδομικό συγκρότημα.
Ενδεικτικά χτες ο μέσος όρος των PM10 ήταν 70 μg/m³ στο σταθμό μέτρησης της Εγνατίας και 46 μg/m³ στο σταθμό της Τούμπας. Σήμερα το πρωί καταγράφηκαν αυξημένες τιμές των αιωρούμενων σωματιδίων, λόγω πολύ έντονης θερμοκρασιακής αναστροφής, ενώ στη συνέχεια μειώθηκαν. Συγκεκριμένα στο σταθμό Λαγκαδά καταγράφηκαν 119 μg/m³, την ώρα που στο σταθμό Μαρτίου η αντίστοιχη μέτρηση έδινε 59 μg/m³.
Η ανακοίνωση συστάσεων ή λήψη έκτακτων μέτρων είναι αρμοδιότητα της Περιφέρειας που συνυπολογίζει τις δικές της μετρήσεις αλλά και του τμήματος Περιβάλλοντος του δήμου Θεσσαλονίκης.
Σε επικοινωνία του Press724 με τη Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, τονίστηκε ακόμα ο ανθρώπινος παράγοντας ως επιβαρυντικός για την πρόκληση αιθαλομίχλης, καθώς είναι συχνό το φαινόμενο ο κόσμος να καίει στο τζάκι αμφιβόλου ποιότητας υλικά, γεγονός που συντελεί στην ανάπτυξη αιωρούμενων σωματιδιών και γενικότερα στην ατμοσφαιρική ρύπανση.
Η καύση υλικών που δεν προορίζονται για αυτόν τον σκοπό, είναι συχνό φαινόμενο και στην επαρχία, με αποτέλεσμα ακόμα και περιοχές με μικρό πληθυσμό όπου δεν συνάδουν οι συνθήκες για μεγάλη περιβαλλοντική και ατμοσφαιρική επιβάρυνση να σκεπάζονται κυριολεκτικά από σύννεφο αιθαλομίχλης άκρως επικίνδυνο για την υγεία των κατοίκων.
Χαρακτηριστική είναι η εικόνα από το Σταυρό Θεσσαλονίκης.
Τις πλέον ευπαθείς ομάδες πληθυσμού αποτελούν οι ηλικιωμένοι, τα μικρά παιδιά, οι έγκυες και οι γυναίκες σε περίοδο λοχείας, καθώς και τα άτομα με χρόνια αναπνευστικά και καρδιολογικά νοσήματα.
Τα συνηθέστερα συμπτώματα που πιθανόν να εμφανίσουν τα άτομα υψηλού κινδύνου από την έκθεση τους στους αέριους ρύπους είναι δύσπνοια, Δυσφορία στο στήθος, ερεθισμός του φάρυγγα, ερεθισμός ρινός και οφθαλμών, αδυναμία και έντονη κόπωση.