ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Alpha Bank: Το λιανεμπόριο βελτιώνεται, αλλά η καταναλωτική εμπιστοσύνη συνιστά την άλλη όψη του Ιανού

Στη βελτίωση του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, σε αντίθεση με το ό,τι παρατηρείται στην περίπτωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, αναφέρεται το τελευταίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων της Alpha Bank. Η τράπεζα κάνει μνεία στον αρνητικό αντίκτυπο που έχουν οι φορολογικές επιβαρύνσεις και η μικρή προσφορά θέσεων πλήρους απασχολήσεως, ο οποίος είναι πολύ μεγαλύτερος από τη βελτίωση των τουριστικών εισπράξεων. 

Όπως σημειώνει η ανάλυση, οι ανακοινώσεις αυτής της εβδομάδος από την ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με την πορεία της ενεργούς ζητήσεως αποτελούν ενθαρρυντική εξέλιξη. Συγκεκριμένα, ο γενικός δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο αυξήθηκε κατά 2,1%, σε ετήσια βάση, στο οκτάμηνο του 2017, έναντι μειώσεως κατά 1,8% την αντίστοιχη περίοδο του 2016. Επιπλέον, με βάση τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η αναθεωρημένη προς τα κάτω σε σχέση με την προηγούμενη εκτίμηση, αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,6% για το 2017 αναμένεται να προέλθει κατά το ήμισυ από τη θετική συμβολή της τελικής καταναλωτικής δαπάνης.

Το δελτίο αναλύει τους προσδιοριστικούς παράγοντες αυτής της εξελίξεως σε συνδυασμό με την αλληλεπίδρασή της με τους δείκτες καταναλωτικής εμπιστοσύνης και επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο.

«Εξετάζοντας τον δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι, έστω και οριακά, ο δείκτης αυτός επανέρχεται σε μία φάση επεκτάσεως, η οποία συνάδει απολύτως με τη θετική εικόνα που παρουσιάζουν οι λιανικές πωλήσεις το 2017», επισημαίνει η Alpha Bank, συμπληρώνοντας εντούτοις: «Από την άλλη πλευρά, η εικόνα του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης συνιστά την άλλη όψη του Ιανού».

Σύμφωνα με την Alpha Bank, η εξήγηση της διαφορετικής συμπεριφοράς των δύο δεικτών συνδέεται κυρίως με το γεγονός ότι η καταναλωτική εμπιστοσύνη επηρεάζεται πολύ περισσότερο αρνητικά από τις φορολογικές επιβαρύνσεις και τη μικρή προσφορά θέσεων πλήρους απασχολήσεως, ενώ δεν ωφελείται αναλογικά το ίδιο σε σχέση με τις επιχειρηματικές προσδοκίες από την ισχυρή βελτίωση των τουριστικών εισπράξεων.

Οι κύριοι παράγοντες, συνεπώς, που προσδιορίζουν τη δυναμική της καταναλωτικής δαπάνης είναι οι ακόλουθοι:

Πρώτον, η προσπάθεια των νοικοκυριών να προστατεύσουν το επίπεδο ευημερίας τους και να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις, η οποία χρηματοδοτείται από τους υφιστάμενους αποταμιευτικούς πόρους. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση αρνητικής μέσης ροπής προς αποταμίευση στην Ελλάδα. Παρά τη στασιμότητα της οικονομικής δραστηριότητας το 2016 και την ελαφρά άνοδο στο πρώτο εξάμηνο του 2017, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μετά την πληρωμή των φορολογικών υποχρεώσεων συνέχισε την πτωτική πορεία. Σύμφωνα μάλιστα με το ΙΟΒΕ, η πρόθεση των νοικοκυριών για αποταμίευση τους επόμενους 12 μήνες, υπεχώρησε στις -79,9 μονάδες το 2016, από -76,3 μονάδες το 2015.

Δεύτερον, η αύξηση των εισπράξεων από την ενισχυμένη τουριστική κίνηση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 9,1% σε ετήσια βάση στο οκτάμηνο του 2017, έναντι μειώσεως 9,1% το αντίστοιχο διάστημα του 2016.

Τρίτον, η σταδιακή αύξηση της απασχολήσεως, η οποία ενισχύει την καταναλωτική δαπάνη. Δεδομένου όμως ότι ένα πολύ μεγάλο τμήμα αυτής της αυξήσεως αφορά σε θέσεις μερικής και εκ περιτροπής απασχολήσεως, και κατά συνέπεια χαμηλοτέρου διαθεσίμου εισοδήματος, η διάρθρωση των καταναλωτικών δαπανών μεταβάλλεται ουσιαστικά, προς όφελος των αγαθών πρώτης ανάγκης, όπως τα τρόφιμα, σε σχέση με τα πολυτελή αγαθά, όπως ένδυση και υπόδηση και διαρκή αγαθά.

Τέταρτον, η αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, είτε μέσω καρτών είτε μέσω διαδικτυακών συναλλαγών, μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων, η οποία οδηγεί σε μια ακριβέστερη καταγραφή του ύψους της καταναλωτικής δαπάνης, και κατά συνέπεια στη συμπίεση της σκιώδους οικονομίας. Την περίοδο μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσεως, το ποσοστό των ατόμων που πραγματοποιούν διαδικτυακές αγορές αυξήθηκε (πωλήσεις από ηλεκτρονικά καταστήματα εντός ή εκτός της Ελλάδος). Τη μεγαλύτερη, ωστόσο, αύξηση παρουσιάζει το ποσοστό των ατόμων που πραγματοποίησαν διαδικτυακές αγορές από εγχώριες επιχειρήσεις ήτοι από 6% το 2009 σε 26% το 2016. Ειδικά την περίοδο μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων (2015), το ποσοστό των ατόμων που πραγματοποίησαν αγορές εκτός Ελλάδος μειώθηκε, ενώ αντίθετα εκτινάχθηκε το ποσοστών εκείνων που πραγματοποίησαν διαδικτυακές αγορές σε ηλεκτρονικά καταστήματα εντός Ελλάδος (2014: 19%, 2015: 24% και 2016: 26%).