Ήταν μία το μεσημέρι της 24ης Φεβρουαρίου 1986, 30 χρόνια πριν, όταν ξεκίνησε η μεγάλη πυρκαγιά της Jet Oil στο Καλοχώρι.
Όλα άρχισαν από εργασίες οξυγονοκόλλησης. Λόγω θερμικών εργασιών κοπής σωλήνων προκλήθηκε φωτιά σε μία από τις δεξαμενές των εγκαταστάσεων. Μία ώρα μόλις μετά το ατύχημα αυτό, η δεξαμενή εξερράγη. Η φωτιά έπαιρνε πλέον ανεξέλεγκτες διαστάσεις με αποτέλεσμα να εξαπλωθεί και σε παρακείμενη.
Η Θεσσαλονίκη βίωνε πλέον το μεγαλύτερο βιομηχανικό ατύχημα που είχε συμβεί ποτέ στη χώρα.
Ο ουρανός παρέμεινε επί πολλά 24ωρα σκεπασμένος με τεράστια σύννεφα καπνού και στάχτη «έβρεχε» σε μεγάλες αποστάσεις.
Λίγες ημέρες αργότερα, η κατάσταση έγινε ακόμη πιο κρίσιμη. Το βράδυ της 27ης προς 28η Φεβρουαρίου, γίνεται νέα μεγάλη έκρηξη στη δεξαμενή 8. Σύντομα η πυρκαγιά είχε επεκταθεί σε όλες τις δεξαμενές.
Όλοι πλέον εύχονταν πως η φωτιά δε θα φτάσει στη κοντινή δεξαμενή με αμμωνία (Σιγκ). Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως ακόμη και σήμερα θα βιώναμε τις τρομερές οικολογικές συνέπειες, ενώ κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει με ακρίβεια και τις υλικές καταστροφές ακόμη και μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Τις επόμενες ημέρες ακολουθούν νέες εκρήξεις, ενώ το θρίλερ εξελίσσεται μέχρι και τις 3 Μαρτίου, όταν πλέον η φωτιά τίθεται υπό πλήρη έλεγχο.
Όταν πλέον ο κίνδυνος έσβησε μαζί με τη φωτιά, όλοι ένιωθαν ανακουφισμένοι και ευγνώμονες ακόμα και προς τον καιρό που βοήθησε ώστε να αποτραπεί ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή.
Οι προσπάθειες των πυροσβεστών ήταν τουλάχιστον ηρωικές, ενώ αξίζει να αναφερθεί και το γεγονός πως παρόντες στο Καλοχώρι ήταν ξένοι εμπειρογνώμονες από διάφορες χώρες, καθώς και Γιουγκοσλάβοι πυροσβέστες.
Στη διάρκεια της πυρκαγιάς, τραυματίστηκαν 11 πυροσβέστες, ενώ η ατμόσφαιρα δεχόταν επί μέρες χημικούς ρύπους από την καύση των καυσίμων.
Παρά τις ευθύνες που αποδίδονται στην εταιρεία για έλλειψη μέτρων ασφαλείας, βοήθησε το γεγονός ότι τα αυτόματα συστήματα πυρόσβεσης έριχναν συνέχεια αφρό, οπότε η φωτιά δεν εξαπλώθηκε στις εγκαταστάσεις του σταθμού.
Ως προς τις αιτίες του ατυχήματος σε σοβαρές καταγγελίες είχε προχωρήσει εκ μέρους της Οικολογικής κίνησης ο Μιχάλης Τρεμόπουλος υποστηρίζοντας ότι «μόνο από τύχη η φωτιά δεν επεκτάθηκε στις γειτονικές δεξαμενές πετρελαιοειδών και υγραερίου ή στην αμμωνία».
Ο κ. Τρεμόπουλος ισχυρίστηκε ακόμη ότι, πολύ σύντομα μετά την καταστροφή των δεξαμενών, «η εταιρεία εξασφάλισε άδειες λειτουργίας καινούργιων εγκαταστάσεων, στον ίδιο χώρο, και ξανάφτιαξε μεγαλύτερες δεξαμενές, σε πιο κοντινές αποστάσεις […] παρά τη διαφωνία της Πυροσβεστικής».
Πρόσθεσε ότι «η εταιρεία έθαψε τα καμένα και στερεοποιημένα υπολείμματα της φωτιάς, δηλαδή εκατοντάδες τόνους τοξικά και επικίνδυνα απόβλητα, σε κοντινές περιοχές, κυρίως του Καλοχωρίου» και πως «πήρε όλα τα λεφτά της ασφάλειας και προωθήθηκε -με τις ευλογίες των κυβερνήσεων- στα Βαλκάνια».
Το συγκεκριμένο ατύχημα ωστόσο αποτέλεσε την αιτία ώστε να γίνουν σημαντικές βελτιώσεις στα μέτρα και κανόνες ασφάλειας στην ελληνική νομοθεσία μετά το ατύχημα της Jet Οil.