ΕΙΔΗΣΕΙΣ

«Σταθερά κατά του πολιτικού τυχοδιωκτισμού της κυβέρνησης»

Του Ευάγγελου Βενιζέλου*

Η πρόταση νόμου για την κατάργηση του bonus που υπέβαλε με ομόφωνη απόφαση και τις υπογραφές όλων των μελών της η ΚΟ του ΠΑΣΟΚ στις 2 Ιουνίου 2015 – λίγες ημέρες πριν το συνέδριο και την ανάδειξη της νέας ηγεσίας – ήταν μια κατεπείγουσα πολιτική πρωτοβουλία ανακοπής του κατήφορου στον οποίο έτρεχε, μέσα στην τότε συγκυρία, η χώρα με κίνδυνο να προσκρούσει στο Grexit και την ασύντακτη χρεοκοπία.

Με βάση τη δική μας αντίληψη περί εθνικού συμφέροντος που προτάσσεται κάθε κομματικής σκοπιμότητας και μπροστά στο αδιέξοδο που είχε προκαλέσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ, η μόνη θεμιτή θεσμική διέξοδος ήταν τότε οι πρόωρες εκλογές από τις οποίες έπρεπε, ενόψει των συνθηκών, να προκύψει κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Το ΠΑΣΟΚ όπως εξήγησε τότε δεν άνοιγε μια συστηματική συζήτηση περί εκλογικού νόμου ούτε έθετε θέμα εκλογών όμως έβλεπε ότι αυτές ήταν πολύ πιθανές ως διαφυγή της κυβέρνησης.

Οι ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ αγνόησαν τότε την πρωτοβουλία μας. Δεν προκάλεσαν εκλογές αλλά έκαναν εν ψυχρώ την θεσμικά και εθνικά ανεύθυνη επιλογή του δημοψηφίσματος, του κλεισίματος των τραπεζών και των capital controls, της εξευτελιστικής ακύρωσης του 60% που τους πίστεψε και ψήφισε «όχι», για να βρεθεί η χώρα με τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου 2015 που είναι προδήλως χειρότερη από την πρόταση που υποτίθεται ότι τέθηκε στο δημοψήφισμα και απορρίφθηκε.

Μετά το ΠΑΣΟΚ / Δημοκρατική Συμπαράταξη, μαζί με όλη την υπεύθυνη, δημοκρατική και ευρωπαϊκού προσανατολισμού αντιπολίτευση, στήριξε αναγκαστικά μια κακή συμφωνία στην οποία έσυρε η κυβέρνηση  ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ τη χώρα, προκειμένου να αποφευχθεί η απόλυτη καταστροφή και η ακύρωση των δραματικών προσπαθειών που έκανε ο Ελληνικός λαός μέχρι τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Οι ψήφοι  της αντιπολίτευσης επί της αρχής της συμφωνίας ήταν αναγκαίες, εφόσον η κυβέρνηση είχε χάσει τη στήριξη του 1/3 περίπου των βουλευτών της.

Τότε ο ηγετικός πυρήνας της κυβέρνησης τόνιζε ότι η χώρα δεν πρέπει να πάει σε εκλογές, τις οποίες προκάλεσε λίγες ημέρες αργότερα η ίδια η κυβέρνηση που έκτοτε  επαίρεται  διότι  πήρε σε αυτές τη σχετική πλειοψηφία, παρόλα όσα έκανε σε βάρος της χώρας. Ήταν δε τόσο ικανοποιημένη από τον εαυτό της ώστε να αναπαραχθεί αυτομάτως ως φαινομενικά ετερόκλητο, αλλά αξιακά και αισθητικά ομογενοποιημένο αμάγαλμα ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ.

Τώρα που τα δεδομένα αλλάζουν δραστικά, τώρα που το αδιέξοδο που προκάλεσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ  δεν είναι  πλέον μόνο εθνικό, κοινωνικό και οικονομικό αλλά μετατρέπεται και σε αδιέξοδο κομματικό για τους κυβερνώντες, τώρα λοιπόν θυμούνται δήθεν την αναθεώρηση του Συντάγματος και κυρίως και επειγόντως τον εκλογικό νόμο! Τέτοιο  απροκάλυπτο εργαλειακό παιχνίδι με τους θεσμούς.

Και τι λένε; Ας καταργήσουμε το bonus και βλέπουμε. Τι βλέπουμε; Μήπως την ανάγκη άμεσου σχηματισμού κυβέρνησης ευρύτατης εθνικής συνεργασίας όλων των δημοκρατικών δυνάμεων ευρωπαϊκού προσανατολισμού για να αποκτήσει ρυθμό και στόχο η χώρα, όπως προτείναμε εμείς πέρσι; Όχι βεβαίως. Το «σχέδιο» τους συνίσταται στην καταστρατήγηση των θεσμών με στόχο να δημιουργηθεί, σε πρώτο στάδιο, η αίσθηση ότι η κυβέρνηση ελέγχει και καθοδηγεί τις πολιτικές εξελίξεις παρά το εθνικό αδιέξοδο για το οποίο ευθύνεται. Και σε δεύτερο στάδιο να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος, κρίσιμος παράγοντας για το σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης. Όχι στο όνομα μιας συγκροτημένης εθνικής στρατηγικής, όπως αυτή που υπηρέτησε με βαρύ κόστος το ΠΑΣΟΚ από το 2010 έως τον Ιανουάριο του 2015, αλλά στο όνομα του μικρού κομματικού συμφέροντος ή μάλλον του πολιτικού συμφέροντος  ενός μικρού κύκλου προσώπων.

Η σύγκριση συνεπώς της πρότασης νόμου που υπέβαλε η ΚΟ του ΠΑΣΟΚ στις 2 Ιουνίου 2015 για την προστασία του εθνικού συμφέροντος μέσα στις τότε απειλητικές για τον τόπο  συνθήκες, με τα  τωρινά μικροκομματικά θεσμικά  παίγνια της κυβέρνησης είναι εξοργιστική. Η πρόταση μας του 2015 ήταν πρωτοβουλία κατά  του πολιτικού τυχοδιωκτισμού της κυβέρνησης. Η στάση μας τώρα πρέπει να είναι και πάλι πρωτοβουλία κατά του πολιτικού τυχοδιωκτισμού της κυβέρνησης  που θέτει σε κίνδυνο το εθνικό συμφέρον για μικροκομματικούς λόγους.

Η θεσμική και μη συγκυριακή συζήτηση για ένα σύγχρονο εκλογικό σύστημα συνδέεται άλλωστε εκ των πραγμάτων με τη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, εφόσον πρέπει να αντιμετωπισθούν θέματα όπως:

–       η συμμετοχή στις εκλογές των εκτός επικρατείας πολιτών, που διακρίνονται σε επιμέρους κατηγορίες, με τρόπο που είναι πρακτικά εφικτός και εθνικά επωφελής, με βάση και την εμπειρία άλλων χωρών με μεγάλη διασπορά και μεγάλη μετανάστευση

–       τα κριτήρια ορισμού των εκλογικών περιφερειών και

–       η δημοκρατική λειτουργία των κομμάτων ώστε να σταματήσει η παραφθορά  του σταυρού προτίμησης χωρίς να μειωθεί ο βαθμός δημοκρατικής συμμετοχής.

Σχετικές ρυθμίσεις μπορούν να γίνουν και εντός του ισχύοντος Συντάγματος, όμως μια πλήρης, πρότυπη και νομικά ασφαλής λύση θα προϋπέθετε αντίστοιχες συνταγματικές προβλέψεις.

Τέτοιας  άλλωστε τάξης ζητήματα δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν ολοκληρωμένα και υπεύθυνα στο επίπεδο  του κοινού νόμου σε μια Βουλή, όπως η παρούσα, με πλειοψηφία που δεν αντιλαμβάνεται καν το νόημα της εθνικής και θεσμικής συναίνεσης.

Πώς είναι άραγε δυνατόν να διεξαχθεί στα σοβαρά μια συζήτηση για αλλαγές στο Σύνταγμα ή βασικούς εκτελεστικούς του Συντάγματος νόμους, όπως ο εκλογικός, όταν υπάρχει τέτοια πρωτοφανής κρίση ως προς την εξωτερική και εσωτερική  ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, όταν έχουν ουσιαστικά καταργηθεί ή υποβαθμιστεί οι ανεξάρτητες και ρυθμιστικές αρχές, όταν υπάρχει αμφισβήτηση της πολυφωνίας στα ραδιοτηλεοπτικά ΜΜΕ, όταν δεν υπάρχει καμία πραγματική εγγύηση συναίνεσης;

Απλώς δεν είναι δυνατόν. Και για το λόγο αυτό πρέπει να διατηρούμε αλώβητη την αίσθηση των προτεραιοτήτων μας. Και να εκπέμπουμε ένας σαφές, σταθερό και συλλογικά επεξεργασμένο μήνυμα, χωρίς καθυστερήσεις, συμψηφισμούς και αμφιταλαντεύσεις.

 

* Το κείμενο αποδίδει την τοποθέτηση του Ευάγγελου Βενιζέλου στη (4.6.2016)  κοινή συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ.