ΕΙΔΗΣΕΙΣ
germania

Σημαντική μείωση των γερμανικών συντάξεων τα επόμενα χρόνια

Δυσοίωνες διαγράφονται οι προοπτικές του γερμανικού συνταξιοδοτικού συστήματος, με τις συντάξεις να μειώνονται στο μέλλον, ενώ θα αυξάνονται οι εισφορές των εργαζομένων στα συνταξιοδοτικά ταμεία. Εκθεση της γερμανικής κυβέρνησης, με τίτλο «Ασφάλεια γήρατος 2016», την οποία επικαλείται η εφημερίδα Suddeutsche Zeitung, σκιαγραφεί τον κίνδυνο της φτώχειας που αντιμετωπίζουν οι χαμηλόμισθοι και τονίζει την ανάγκη να αυξηθεί η αποταμίευση των Γερμανών για τα γεράματά τους. Σκιαγραφεί παράλληλα σειρά ανισοτήτων ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, καθώς και ανάμεσα στις διαφορετικές κατηγορίες επαγγελματιών.

Με τα σημερινά δεδομένα, η σύνταξη που προβλέπεται στη Γερμανία για όσους έχουν συμπληρώσει 45 χρόνια εργασίας ανέρχεται στο 47,8% του τελευταίου μισθού και προϋποθέτει συνταξιοδοτικές εισφορές στο 18,7% των μεικτών αποδοχών κάθε εργαζομένου. Δεδομένου, όμως, ότι οι συντάξεις δεν αυξάνονται τόσο όσο αυξάνονται οι μισθοί, η γερμανική κυβέρνηση προβλέπει πως μόλις το 2030 οι συντάξεις θα έχουν αναγκαστικά περιορισθεί στο 43% του τελευταίου μισθού. Το χειρότερο είναι ότι, παρά τη μείωσή τους, η διατήρηση έστω αυτού του επιπέδου συντάξεων προϋποθέτει αύξηση των συνταξιοδοτικών εισφορών στο 22% των μεικτών αποδοχών των εργαζομένων. Σύμφωνα με το Κέντρο του Μονάχου για τα Οικονομικά της Τρίτης Ηλικίας, οι συνταξιοδοτικές εισφορές των εργαζομένων ενδέχεται να φτάσουν στο 24% των αποδοχών τους έως το 2040.

Η έρευνα της γερμανικής κυβέρνησης καταγράφει, άλλωστε, το χάσμα ανάμεσα στο ύψος των εισοδημάτων των συνταξιούχων, όπως διαμορφώνονται σήμερα. Ειδικότερα, ο μέσος όρος καθαρού εισοδήματος των ανδρών άνω των 65 ετών κυμαίνεται σήμερα στα 1.700 ευρώ, ενώ των γυναικών είναι κατά 600 ευρώ χαμηλότερο. Πολύ μεγαλύτερο είναι, άλλωστε, το χάσμα ανάμεσα στις μηνιαίες αποδοχές των συνταξιούχων δημοσίων υπαλλήλων που φτάνουν στα 2.300 ευρώ και των συντάξεων που εισπράττουν οι συνταξιούχοι ελεύθεροι επαγγελματίες που δεν φτάνουν ούτε τα 1.000 ευρώ. Σημειωτέον ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι στη Γερμανία ανέρχονται σε 2 εκατ. άτομα και αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Ομοίως καταγράφονται μεγάλες ανισότητες ανάμεσα στις συντάξεις στις περιοχές της πρώην Δυτικής και της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Κι όλα αυτά ισχύουν, ενώ οι συντάξεις που χορηγούν τα κρατικά συνταξιοδοτικά ταμεία της Γερμανίας αποτελούν την κυριότερη πηγή εσόδων των Γερμανών άνω των 65 ετών, που ανέρχονται σε 17 εκατ. άτομα.

Ετσι, η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Προστασίας Αντρέα Νάλες σκοπεύει να παρουσιάσει σύντομα προτάσεις που αποβλέπουν στην άμβλυνση των ανισοτήτων. Παράλληλα, όμως, υπό την ηγεσία του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, το υπουργείο Οικονομικών προειδοποιεί για την αύξηση του κόστους του συνταξιοδοτικού συστήματος. Αντιπροτείνει αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης αρχικά από τα 65 στα 67 έτη έως το 2030 και εν συνεχεία να εξετασθεί η περαιτέρω αύξησή του στα 70 έτη. Οπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, η κυβέρνηση Μέρκελ θα αποφύγει να εγκρίνει οποιαδήποτε μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού πριν από τις βουλευτικές εκλογές. Οι Σοσιαλδημοκράτες, όμως, που συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό, ασκούν πιέσεις για να αποσπάσουν πολιτικές δεσμεύσεις φιλικές προς τους ψηφοφόρους.

Η Γερμανία εξοικονόμησε 5 δισ. ευρώ

Περίπου 5 δισ. ευρώ θα εξοικονομήσει φέτος η Γερμανία από την καταβολή μικρότερων τόκων για την αποπληρωμή του χρέους της, καθώς επωφελείται από τη μείωση των επιτοκίων στην Ευρωζώνη. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές που μίλησαν στο Reuters, ο προϋπολογισμός της Γερμανίας θα προέβλεπε φέτος 23,8 δισ. ευρώ για την εξυπηρέτηση του χρέους της. Χάρη, όμως, στα χαμηλά επιτόκια, το ποσό αυτό έχει αναθεωρηθεί προς τα κάτω στα 19 δισ. ευρώ. Η μείωση των επιτοκίων, και μάλιστα σε αρνητικό έδαφος για μεγάλο χρονικό διάστημα, οφείλεται στην άκρως χαλαρή νομισματική πολιτική που έχει υιοθετήσει η ΕΚΤ στην προσπάθειά της να τονώσει την ανάπτυξη και να ωθήσει προς τα πάνω τον πληθωρισμό. Σε ομιλία του στο Βερολίνο, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι αναγκάστηκε να υπεραμυνθεί αυτής της πολιτικής για να αντικρούσει την κατηγορία ότι η πολιτική της τράπεζας έχει πλήξει τα γερμανικά νοικοκυριά που δεν εισπράττουν τόκους από τις καταθέσεις τους.