ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Πως γεννήθηκε η μπύρα – Μία ιστορία αιώνων

Η ιστορία της μπύρας ξεκινάει πολλούς αιώνες πριν. Έκανε την εμφάνισή της μαζί με τον πολιτισμό συμβαδίζοντας με την εξέλιξή του και αποτελώντας απόλαυση για εκατομμύρια ανθρώπους ανά τους αιώνες. Ας δούμε όμως πως ξεκίνησαν όλα και πως φτάσαμε στην μπύρα όπως την ξέρουμε σήμερα.

Είναι γενικά αποδεκτό πως η παρασκευή της μπύρας έχει τις ρίζες της στους λαούς της εγγύς Ανατολής. Η πρώτη σαφής απόδειξη σχετικά με την μπύρα, προέρχεται από τους Σουμέριους και πρόκειται για μια ανάγλυφη αναπαράσταση που χρονολογείται περί το 3000-2800 π.Χ.. Είναι ωστόσο πιθανό η μπύρα να ήταν γνωστή και σε προγενέστερους λαούς της Μεσοποταμίας. Αναφορά στη μπύρα περιέχεται και στο έπος του Γκιλγκαμές καθώς και σε ποίημα Σουμέριων περίπου πριν από 4000 χρόνια, το οποίο μάλιστα θεωρείται και ως η αρχαιότερη γραπτή συνταγή για την παρασκευή μπύρας.

Οι Βαβυλώνιοι, που διαδέχθηκαν τους Σουμέριους, φαίνεται πως επίσης παρασκεύαζαν μπύρα από διάφορα δημητριακά. Στον κώδικα του Χαμουραμπί, ήταν κατοχυρωμένο το δικαίωμα στην πόση μπύρας και ειδικότερα γνωρίζουμε πως ήταν ανάλογο της κοινωνικής θέσης. Στους Αιγύπτιους ήταν γνωστά περισσότερα από τέσσερα είδη μπύρας και πολλοί υποστηρίζουν πως ήταν το βασικό ποτό τους.

Στους παλαιότερους χρόνους, η μπύρα των ανατολικών λαών παρασκευαζόταν σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που παρασκευάζεται και σήμερα, από κριθάρι και σπανιότερα από άλλα δημητριακά. Η προσθήκη λυκίσκου, σημαντική για τη βελτίωση της γεύσης, αλλά και για τη συντήρηση, χρονολογείται περίπου από το 1000 π.Χ.

Οι Αρχαίοι Έλληνες φαίνεται πως ήρθαν σε επαφή με τη μπύρα χάρη στους Αιγύπτιους και σύμφωνα με τον Πλίνιο χρησιμοποιούσαν λυκίσκο στην παρασκευή της. Στην Αρχαία Ελλάδα ωστόσο πρέπει να τη θεωρούσαν ποτό κατώτερης ποιότητας από το κρασί. Αντίθετα, η μπύρα ήταν περισσότερο ευπρόσδεκτη στους βορειότερους λαούς, όπως ήταν οι Θράκες, οι Σκύθες, οι Αρμένιοι και οι Ίβηρες.

Οι Κέλτες και τα αρχαία γερμανικά φύλα γνώριζαν, τεκμηριωμένα, την μπύρα από τον 1ο π.Χ. αιώνα, αν και μάλλον αγνοούσαν το λυκίσκο. Τον λυκίσκο αντικαθιστούσαν ως βελτιωτικά της γεύσης μείγματα διαφόρων χορταρικών. Η χρήση του αναβίωσε στη Γερμανία το μεσαίωνα. Συγκεκριμένα, η πρώτη αναφορά στην καλλιέργεια λυκίσκου χρονολογείται το 768 μ.Χ στη μονή Φράιζινγκ της Βαυαρίας.

Η στενή σχέση μοναστηριών και ζυθοποιίας πρέπει να οφείλεται στο γεγονός πως η μπύρα βοηθούσε τους μοναχούς να αντέξουν τις μακροχρόνιες νηστείες. Με την πάροδο των χρόνων, σταδιακά έπαψε να παράγεται οικιακά και μετατράπηκε σε εμπορεύσιμο είδος, αποτελώντας παράλληλα και σημαντική πηγή εσόδων για τους άρχοντες.

Η αναγωγή της μπίρας σε εμπορεύσιμο προϊόν, είχε ως αποτέλεσμα και την επιβολή μιας περισσότερο αυστηρής νομοθεσίας ώστε να εγγυάται και να κατοχυρώνεται η ποιότητα της παραγόμενης μπίρας. Το 1516, ο βαυαρός δούκας Γουλιέλμος Δ’ εξέδωσε τον «Νόμο περί καθαρότητος», ίσως ο αρχαιότερος διατροφικός κανονισμός που ισχύει και σήμερα. Σύμφωνα με αυτόν, στη γερμανική ζυθοποιία δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται άλλη πρώτη ύλη εκτός από κριθάρι, λυκίσκο και καθαρό νερό. Στον παραπάνω νόμο δεν αναφερόταν καθόλου η μαγιά, καθώς δεν ήταν ακόμη γνωστή.

Με το πέρασμα των χρόνων, η διαδικασία της ζυθοποιίας βελτιώθηκε σημαντικά με σημαντικό σταθμό την ανακάλυψη, στα μέσα του 19ου αιώνα, της τεχνητής ψύξης. Η τεχνική αυτή επέτρεψε την παραγωγή κάθε είδους μπύρας ανεξάρτητα από την εποχή του χρόνου. Η ζυθοποιία τελειοποιήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά τα πειράματα του E.C. Hansen γύρω από τους ζυμομύκητες. Τον ίδιο αιώνα ξεκίνησε και η εμπορία εμφιαλωμένης μπύρας.

Η πρώτη ζυθοποιία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, ιδρύθηκε το 1864 στο Κολωνάκι, από τον Ιωάννη Φιξ (Fuchs), ενώ ο Πέτρος Μάμος από την Πάτρα ήταν ο πρώτος Έλληνας διπλωματούχος ζυθοποιός από την Ακαδημία του Μονάχου περίπου το 1898. Η Amstel ήρθε στην Ελλάδα το 1965, σπάζοντας το μονοπώλιο της ΦΙΞ. Η πρώτη ελληνική μικροζυθοποιία ήταν η Craft, η οποία ξεκίνησε την λειτουργία της το 1997. Από τότε και ως σήμερα έχουμε δει να ανοίγουν περισσότερες από 15 νέες μικροζυθοποιίες, ενώ η Craft, δυστυχώς δεν λειτουργεί πια.

Οι μπύρες χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες, ανάλογα με το είδος της ζύμης που χρησιμοποιείται για την παραγωγή τους. Διακρίνουμε τις:

  • Ale, μπύρες που έχουν ζυμωθεί με αφρόζυμες, οι οποίες είναι ενεργές σε θερμοκρασίες που κυμαίνονται από 15ο C – 25ο C. Το βασικό χαρακτηριστικό των Ale είναι το φρουτώδες άρωμά τους.
  • Lager, μπύρες που έχουν ζυμωθεί με βυθόζυμες, οι οποίες ζυμώνουν το ζυθογλεύκος αργά και σε χαμηλές θερμοκρασίες (5ο C – 10ο C). Μετά τη ζύμωσή τους συνεχίζεται η ωρίμανσή τους σε κατάλληλους αποθηκευτικούς χώρους με χαμηλές θερμοκρασίες.
  • Lambic, μπύρες που έχουν ιδιαίτερο τρόπο ζύμωσης, φυσικής, δηλαδή η ζύμωση του ζυθογλεύκους γίνεται με τη βοήθεια ελεύθερων άγριων ζυμών που κυκλοφορούν στον αέρα. Οι Lambic παράγονται κυρίως από βύνη κριθαριού (60%), βρώμη (40%) και σιτάρι. Επίσης, χρησιμοποιείται λυκίσκος τριών ετών για να μην υπάρχει έντονο το άρωμά του στην μπύρα, αλλά για να την προφυλάσσει από τις αλλοιώσεις. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η μπύρα Lambic ζυμώνεται με άγρια μαγιά και αρωματίζεται μερικές φορές με κεράσια ή σμέουρα, ενώ η μοντέρνα «άσπρη μπύρα» παρασκευάζεται από σιτάρι και αρωματίζεται με κορίανδρο και φλούδα πορτοκαλιού.

Στις αρχές τις προηγούμενης χιλιετίας υπήρχε μεγάλη διαφορά μεταξύ του όρου beer και ale. Με τον πρώτο όρο μιλούσαν για ποτό προϊόν ζύμωσης αρωματισμένο με λυκίσκο, πολύ δημοφιλές στην βόρεια και κεντρική Ευρώπη. Ο δεύτερος όρος σήμαινε για το αντίστοιχο ποτό χωρίς λυκίσκο, δημοφιλές στην Αγγλία. Γύρω στα 1700 η μπύρα με λυκίσκο επικράτησε και στην Αγγλία, και λίγες μόνο μπύρες υπήρχαν πλέον χωρίς αυτόν.

 

Άλλοι τύποι μπύρας

Abbey ale: Πρόκειται για μια δυνατή μπύρα που παρασκευαζόταν παραδοσιακά από τα βελγικά αβαεία, ώστε να την απολαμβάνουν οι μοναχοί ως «υγρό ψωμί» κατά τη διάρκεια της νηστείας τους.

Μπύρα ατμού: Αυτό το είδος μπύρας παρήχθη αρχικά στην Καλιφόρνια στο τέλος του 19ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του Gold Rush. Παράγεται από υβριδική ζύμωση χρησιμοποιώντας ζύμη «πυθμένα» που ζυμώνεται σε θερμοκρασίες ζύμης «επιφάνειας».

Bock: Μια πολύ δυνατή ξανθιά μπύρα που παρασκευαζόταν παραδοσιακά τον χειμώνα για να γιορτάσει την ερχόμενη άνοιξη.

Double Bock ή Dopplebock: Αυτή η μπύρα παρασκευαζόταν αρχικά από Ιταλούς μοναχούς του τάγματος του Αγίου Φραγκίσκου της Paula στη Βαυαρία για να τους βοηθήσει στη νηστεία.

India Pale ale: Ζύθος που παρασκευαζόταν στην Αγγλία για τα βρετανικά στρατεύματα που υπήρχαν στην Ινδία τον 18ο αιώνα. Φτιαχνόταν τόσο δυνατή ώστε να επιζήσει κατά τη διάρκεια ταξιδιού που θα μπορούσε να διαρκέσει και έξι μήνες.

Porter: Παρασκευάστηκε αρχικά στον Λονδίνο το 1722 από κάποιον που ονομαζόταν Harwood. Προοριζόταν ως υποκατάστατο ενός τότε δημοφιλούς μείγματος ζύθου, μπύρας και μπύρας penny. Η μπύρα ονομάστηκε «ολοκληρωμένη» και προωθήθηκε στην αγορά ως «πλουσιότερη και πιο θρεπτική από τον ζύθο». Φτιάχτηκε για τους αχθοφόρους και τους εργάτες σε βαριές εργασίες, για να τους παρέχει τη δύναμη που απαιτείται για να ολοκληρώσουν τις δουλειές τους.

 

Τα μυστικά της μπύρας

Αποθήκευση: επειδή το φως αλλοιώνει τη γεύση της, όταν η μπύρα βρίσκεται εκτός ψυγείου, πρέπει να φυλάσσεται σε σκοτεινό και δροσερό μέρος.

Ψύξη: πριν τη σερβίρετε καλό είναι να την αφήσετε για κάποιες ώρες στο ψυγείο, στους 7°-9°C. Οι επαΐοντες της γεύσης τη βγάζουν και μισή ώρα πριν την κατανάλωση της από το ψυγείο για να ανακτήσει τις γευστικές και αρωματικές της ισορροπίες.

Ποτήρι: Το ποτήρι της μπύρας πρέπει να είναι κρύο και στεγνό. Ποτέ μη χρησιμοποιείτε το ποτήρι που μόλις βγήκε από το πλυντήριο πιάτων και βράζει ακόμη, ούτε όμως και το ποτήρι που βγήκε μόλις από την κατάψυξη.

Σερβίρισμα: Γεμίζετε σταδιακά το ποτήρι περιμένοντας τον αφρό να κατακάτσει. Για μπύρα χωρίς αφρό, πλαγιάστε εντελώς το ποτήρι, ώστε να πέφτει χωρίς πίεση. Εάν το μπουκάλι περιέχει ίζημα, τότε έχετε δύο επιλογές: αν σταματήσετε το σερβίρισμα πριν το ίζημα αρχίσει να τρέχει στο ποτήρι τότε η μπύρα στο ποτήρι θα είναι διαυγής. Σε αντίθετη περίπτωση, ο χαρακτήρας της μπύρας θα αλλάξει ριζικά με την προσθήκη της μαγιάς. Πολλοί αποφεύγουν να πιουν και το ίζημα, όμως αυτό είναι θαυμάσια πηγή βιταμίνης Β.